Σε λίγο θα συμπληρωθούν δέκα ολόκληρα χρόνια από την ανατροπή του καθεστώτος Καντάφι στην Λιβύη, το φρικτό τέλος του οποίου στα χέρια των αντιπάλων του ήταν μία ένδειξη για την πορεία που θα ακολουθούσε η χώρα. Ένα σημάδι, που σύντομα επαληθεύτηκε, καθώς η Λιβύη βυθίστηκε σε μία αιματηρή εμφύλια διαμάχη, που σύντομα μετατράπηκε σε πόλεμο δια αντιπροσώπων.
Έκτοτε, η Λιβύη συνεχίζει να σπαράσσεται αποτελώντας ένα πολιτικό, ενεργειακό και στρατηγικό έπαθλο για όσες χώρες θεωρούν ότι μπορούν να το διεκδικήσουν. Ταυτόχρονα, όμως, αποτελεί και μία βόμβα στα θεμέλια της σταθερότητας της Βόρειας Αφρικής, που είναι ήδη σαθρά εξαιτίας της έλλειψης ανάπτυξης, και της συνεπακόλουθης έλλειψης δημοκρατίας, και όπου η σιωπηρή πλειοψηφία υποστηρίζει τους ισλαμιστές.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, και οι ΗΠΑ και η ΕΕ αρκέστηκαν στην επιχείρηση «Αυγή της Οδύσσειας», ώστε να συμβάλουν στην πτώση του καθεστώτος Καντάφι, αλλά φάνηκαν απολύτως απρόθυμοι να αναμειχθούν ενεργά στη σταθεροποίηση της μετακανταφικής Λιβύης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αναπτυχθούν οι κάθε λογής ενδολιβυκές αντιπαλότητες αντί να υπάρξει ο συγκερασμός τους. Η κατάσταση εκτραχύνθηκε εφόσον μετά την πτώση του καθεστώτος Καντάφι, κανείς δεν προσπάθησε να αφοπλίσει τις διάφορες ένοπλες ομάδες, οι οποίες δρούσαν είτε υπέρ της φυλής τους είτε ως μισθοφόροι είτε απλώς ως εγκληματικές συμμορίες.
Έτσι, οι ιδιαιτερότητες της Λιβύης, όπου ο χωρισμός του πληθυσμού σε φυλές ποτέ δεν έπαψε να υπάρχει και όπου το ισλαμικό κίνημα των Σενούσι, παρακλάδι των Αδελφών Μουσουλμάνων της Αιγύπτου, παρέμεινε ισχυρό, υπήρχαν συγκεντρωμένες όλες οι προϋποθέσεις για το ξέσπασμα ενός εμφυλίου μεταξύ πολλών στρατοπέδων. Η χώρα διχάστηκε το 2014, δημιουργήθηκαν δύο κυβερνήσεις και ο πόλεμος συνεχίζει έκτοτε να μαίνεται. Η κατάσταση αυτή δημιούργησε τις προσφορότερες συνθήκες για την ανάμειξη έμμεση ή άμεση χωρών που είχαν κάθε λόγο να φοβούνται την επικράτηση των ισλαμιστών, όπως η Σαουδική Αραβία και η Αίγυπτος, αλλά και χωρών που είχαν κάθε λόγο να επιδιώκουν την επικράτηση τους, όπως η Τουρκία.
Στήριξη της κυβέρνησης Σάρατζ
Ωστόσο, υπάρχουν και άλλες χώρες που μάχονται αντιπάλους τους στο έδαφος της Λιβύης, ώστε -χωρίς πολιτικό κόστος ή κόστος σε ζωές υπηκόων τους- να μπορούν να προσδοκούν οφέλη από τον αιματηρό αυτό πόλεμο, που καταστρέφει συστηματικά τον πληθυσμό της πολύπαθης αυτής χώρας. Μεταξύ των προσδοκώμενων κερδών συγκαταλέγεται ο στόχος του να πλήξουν τις υπέρμετρες φιλοδοξίες συμμάχων τους χωρίς να αναμειχθούν ευθέως, όπως συμβαίνει με την Ρωσία και την Τουρκία, ή ακόμα και να ανακτήσουν επιρροή και έλεγχο στις πλουτοπαραγωγικές πηγές της Λιβύης, όπως οι πρώην αποικιοκρατικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, εν προκειμένω η Ιταλία και η Γαλλία.
Η διεθνής κοινότητα, επαναπαύθηκε στην νομιμοποίηση της –ετερόκλητης- κυβέρνησης Σάρατζ, περιοριζόμενη σε ευχολόγια για διάλογο. Όσο για την Ευρωπαϊκή Ένωση, βασικό της μέλημα ήταν η στήριξη της κυβέρνησης Σάρατζ, με το επιχείρημα ότι ήταν διεθνώς αναγνωρισμένη, ώστε να εξασφαλίσει ότι οι λιβυκές ακτές δεν θα αποτελούσαν ορμητήριο για εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες που προσπαθούν να φτάσουν στην Ευρώπη.
Την ώρα που η Ευρωπαϊκή Ένωση ουσιαστικά ένιπτε τας χείρας της, η Άγκυρα ενίσχυε στρατιωτικά την κυβέρνηση Σάρατζ - έναντι αδρής αμοιβής φυσικά- εναντίον των δυνάμεων του στρατάρχη Χαλίφα Χάφταρ, πρόσωπο για πολλούς αμφιλεγόμενο που όμως κατόρθωσε να συσπειρώσει τις κοσμικές δυνάμεις και να προελάσει εναντίον των δυνάμεων της κυβέρνησης Σάρατζ. Η Άγκυρα, χρησιμοποίησε τη στήριξή της στην κυβέρνηση Σάρατζ για την σύναψη του τουρκο – λιβυκού μνημονίου για τον καθορισμό των ΑΟΖ των δύο χωρών, που το χρησιμοποιεί ως μοχλό ανάσχεσης και πίεσης στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ αποβλέπει στην εκμετάλλευση τουλάχιστον τμήματος του ενεργειακού Πακτωλού της Λιβύης, καθώς και σε χρυσοφόρα συμβόλαια στην μεταπολεμική Λιβύη.
Η προέλαση των δυνάμεων Χάφταρ απετέλεσε σοβαρή απειλή στα τουρκικά σχέδια, την οποία η Άγκυρα αντιμετώπισε με την αποστολή τζιχαντιστών μισθοφόρων, υπό τις διαταγές τούρκων αξιωματικών. Οι δυνάμεις Χάφταρ άρχισαν να χάνουν έδαφος και η επικείμενη κατάληψη της Τρίπολης δεν έγινε ποτέ. Η Γερμανία, προεδρεύουσα χώρα της ΕΕ με πρωτοβουλία της οποίας έγινε η Διάσκεψη του Βερολίνου, προσπάθησε απλώς να βρει ένα συμβιβαστικό πλαίσιο, χωρίς όμως να μπορεί –και πολύ περισσότερο να είναι σε θέση- να το επιβάλλει.
Η πρωτοβουλία του Καΐρου
Η Αίγυπτος, η μεγαλύτερη χώρα του αραβικού κόσμου, που αντιμετωπίζει άμεση απειλή από την αστάθεια στην γειτονική Λιβύη αλλά και από την πιθανότητα της επικράτησης των φανατικών ισλαμιστών, απείλησε ότι θα αναγκαστεί να επέμβει στρατιωτικά. Παράλληλα, ανέλαβε τη λεγόμενη πρωτοβουλία του Καΐρου στις 6 Ιουνίου, στο πλαίσιο της οποίας γίνεται έκκληση προς όλα τα εμπλεκόμενα μέρη για κατάπαυση του πυρός εντός 48 ωρών, την απομάκρυνση των ξένων μισθοφόρων, τον αφοπλισμό και την διάλυση των διαφόρων ανεξάρτητων ένοπλων ομάδων. Στη συνέχεια, θα πρέπει να αρχίσει διάλογος μεταξύ των αντιμαχομένων πλευρών, με στόχο έναν πολιτικό συμβιβασμό, που θα επιτρέψει την διενέργεια εκλογών, από τις οποίες θα αναδειχθεί το Προεδρικό Συμβούλιο, στο οποίο θα εκπροσωπούνται ισότιμα οι τρείς μεγάλες περιοχές της χώρας –Τριπολίτιδα, Κυρηναϊκή και Φεζάν. Πρώτιστος στόχος επομένως είναι η κατάπαυση του πυρός αλλά και το να αποφευχθεί η διάσπαση της Λιβύης σε τρία κρατίδια. Προφανώς η Τουρκία απέρριψε την αιγυπτιακή πρωτοβουλία, την οποία αποδέχθηκε βεβαίως ο Χαλίφα Χάφταρ, προκαλώντας μάλιστα τον Αιγύπτιο πρόεδρο Σίσι, δηλώνοντας ότι «δεν έχει τα κότσια» να επέμβει στρατιωτικά στην Λιβύη.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου, έγινε στο Μαρόκο συνάντηση των δύο αντίπαλων κυβερνήσεων της διχασμένης Λιβύης, όπου θεωρητικά τουλάχιστον σημειώθηκε πρόοδος, ώστε να διαμορφωθεί το κατάλληλο κλίμα για την έναρξη συνομιλιών υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και την διενέργεια εκλογών. Είναι σαφές ότι πρωτοβουλία του Μαρόκου αποτελεί μία προσπάθεια όχι μόνο να εξομαλυνθεί η κατάσταση στην Λιβύη, που απειλεί και το ίδιο το βασίλειο, αλλά και να εμφανίσει το Ραμπάτ ως έναν σημαντικό συνομιλητή στις περιφερειακές υποθέσεις και παράλληλα να εξισορροπήσει τις πρωτοβουλίες του Καϊρου.
Ωστόσο, στις 16 Σεπτεμβρίου ο Σάρατζ ανακοίνωσε την πρόθεσή του να παραιτηθεί στις αρχές Οκτωβρίου. Θεωρητικά πρόκειται για μία απροσδόκητη εξέλιξη. Μια πιο προσεκτική ανάγνωση της κατάστασης όμως δείχνει ότι ο Σάρατζ δεν έχει επιλογές. Πράγματι, η ανακοίνωση της παραίτησης του φαίνεται να οφείλεται στις συνδυασμένες πιέσεις και μάλιστα από πολλές πλευρές, τις οποίες υφίσταται ο αποδυναμωμένος και εξαρτώμενος από την Τουρκία Σάρατζ. Κατ΄ αρχήν, υπάρχουν οι έντονες εσωτερικές αντιδράσεις για την εκτεταμένη διαφθορά και την εκπτώχευση μεγάλων λαϊκών στρωμάτων, που εκδηλώθηκαν με μαζικές διαδηλώσεις και ταραχές. Στη συνέχεια, υπάρχει η αντιπαλότητα εναντίον του από την πλευρά του ΥπΕξ της κυβέρνησής του, Φάτι Μπασάγα, ο οποίος είναι ένθερμος υποστηρικτής της Άγκυρας, και ο οποίος δεν κρύβει τις φιλοδοξίες του για κατάκτηση της εξουσίας. Κατά συνέπεια, κάθε κίνηση Σάρατζ προς την κατεύθυνση λήξης του πολέμου και εθνικής συμφιλίωσης, που αποκλείει την «ηγεμονική ειρήνη» δεν είναι αποδεκτή. Πρωτίστως όμως ο Σάρατζ φαίνεται να υφίσταται τις ασφυκτικές πιέσεις της Τουρκίας, χάρη στην οποία διατηρήθηκε στην εξουσία μέχρι τώρα. Στην Τουρκία, που δεν είναι διατεθειμένη για κανένα λόγο να εγκαταλείψει την λεία της στην Λιβύη. Τουλάχιστον, μέχρι κάποιος να την σταματήσει.