Συνέντευξη με το μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για τον Covid-19, Τάκη ΠαναγιωτόπουλοO Τάκης Παναγιωτόπουλος, oμότιμος καθηγητής της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας και μέλος Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για τον Covid-19, μιλά στην «Εποχή» για την εξάπλωση του κορονοϊού και τα μέτρα που οφείλει να υιοθετήσει η κυβέρνηση για τον αποτελεσματικό περιορισμό της. Τη συνέντευξη πήρε ο
Νίκος ΓιαννόπουλοςΓια μας, τους εξωτερικούς παρατηρητές, η κατάσταση με την εξέλιξη της πανδημίας φαντάζει πολύ δύσκολη. Εσείς πόσο και γιατί ακριβώς ανησυχείτε;Βρισκόμαστε σε κομβικό σημείο ως προς την εξέλιξη της πανδημίας στην Ελλάδα. Αυτό που κρίνεται την τρέχουσα περίοδο, ιδιαίτερα στην Αττική, είναι αν τα πράγματα θα προχωρήσουν προς μια εκθετική αύξηση των κρουσμάτων (δηλαδή μια σημαντική αύξηση της τάξης του 50-100% κάθε λίγες ημέρες) ή αν θα γίνει κατορθωτό η κατάσταση να σταθεροποιηθεί ή και να υπάρξει σταδιακή ύφεση. Το ζήτημα είναι κρίσιμο γιατί εάν έχουμε εκθετική αύξηση, η αναστροφή θα είναι εξαιρετικά δύσκολη. Γι’ αυτό ακριβώς είναι πολύ σημαντική η πληρέστερη δυνατή τήρηση των μέτρων που έχουν ανακοινωθεί, ώστε να μετριαστεί κατά το δυνατόν η διασπορά του ιού. Θα ήθελα εδώ να τονίσω ότι δεν πρέπει να υπάρχει καμία αυταπάτη σχετικά με τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύει ο κορονοϊός. Όπως έχουμε δει σε άλλες χώρες, η δυναμική της εξάπλωσής του μπορεί να καταβάλει τα πιο προηγμένα συστήματα υγείας. Η εικόνα της καταφυγής σε μαζικούς τάφους σε μια από τις μητροπόλεις του σύγχρονου κόσμου, τη Νέα Υόρκη, είναι συγκλονιστική.
Τι πρέπει να γίνει άμεσα, αύριο κιόλας, έτσι ώστε να ενισχυθεί το ΕΣΥ και πόσο κρίσιμο είναι αυτό για τη θετική έκβαση της μάχης;Χρειάζονται, αφενός, μέτρα πρόληψης και, αφετέρου, μέτρα ενίσχυσης του ΕΣΥ. Τα μέτρα πρόληψης δεν είναι δυνατόν να εξαντλούνται στην «ατομική ευθύνη» -που ασφαλώς είναι μια σημαντική πλευρά. Ωστόσο, είναι απαραίτητη η υποστήριξη των πολιτών για την εφαρμογή των μέτρων. Τυπικό παράδειγμα είναι η συχνότητα των λεωφορείων και των συρμών του μετρό. Είναι αδήριτη ανάγκη να αυξηθούν. Δεν μπορεί να συστήνεται με έμφαση ότι οι άνθρωποι πρέπει να κρατούν απόσταση τουλάχιστον 1,5 μέτρο μεταξύ τους και ταυτόχρονα να γίνεται ανεκτή η παραβίαση του κανόνα όταν η ευθύνη για την τήρησή του βαρύνει την πολιτεία. Όσον αφορά το ΕΣΥ, ας μην ξεχνάμε ότι ήταν αυτό που κράτησε στις πλάτες του την υγειονομική αντιμετώπιση του πρώτου κύματος της πανδημίας. Οι γιατροί, οι νοσηλευτές και όλο το προσωπικό του, αναδείχθηκαν επάξια στους ανθρώπους της ημέρας. Είναι τελείως απαραίτητη τόσο η ενίσχυση του ΕΣΥ σε ανθρώπινο δυναμικό και πόρους, όσο και η καλύτερη και πιο λειτουργική οργάνωσή του. Πρέπει ολόκληρο το σύστημα υγείας να μπει στη μάχη του κορονοϊού και αναφέρομαι ειδικότερα στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, που είναι ακόμη σε μεγάλο βαθμό έξω από αυτήν. Πολύ περισσότερο που 80-85% των ασθενών με Covid έχουν ήπια συμπτώματα και δεν χρειάζονται νοσηλεία στο νοσοκομείο. Πρέπει οι πολίτες να έχουν εύκολη και δωρεάν πρόσβαση σε ιατρική εκτίμηση και διαγνωστικό τεστ –και αυτό μπορεί να το παρέχει η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας. Αλλιώς θα μείνει κενό γράμμα η σύσταση για γρήγορη διάγνωση των ύποπτων περιστατικών και «απομόνωση στο σπίτι» των θετικών στον κορονοϊό ως κεντρικό μέτρο πρόληψης της διασπορά του ιού.
Τι εισηγήθηκε η επιτροπή στην κα Κεραμέως για τα σχολεία; Φτάνει η χρήση μάσκας ή μήπως καθίσταται απαραίτητη η μείωση των παιδιών ανά τάξη, όπως αξιώνουν και οι εκπαιδευτικοί;Το άνοιγμα των σχολείων αποτελεί υπ’ αριθμόν ένα προτεραιότητα. Έχει δειχθεί ότι η παρατεταμένη αναστολή της λειτουργίας τους μπορεί να έχει πολύ αρνητικές συνέπειες στη μαθησιακή, κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών, ιδιαίτερα όσων προέρχονται από οικογένειες που ζουν σε υποβαθμισμένες συνθήκες. Μάλιστα, χρειάζονται ειδικές πρωτοβουλίες, ώστε παιδιά που έχουν ασταθέστερη σχέση με το σχολείο (π.χ. Ρομά, μετανάστες, παιδιά με ειδικές ανάγκες), να μην μείνουν πιο μόνιμα έξω από το εκπαιδευτικό σύστημα. Για την ασφαλή λειτουργία των σχολείων πρέπει να εφαρμόζεται δέσμη μέτρων και όχι μονοσήμαντα ένα από αυτά: τήρηση αποστάσεων όσο είναι εφικτό, λειτουργία σχολείων σε ομάδες παιδιών οι οποίες δεν αναμειγνύονται μεταξύ τους, χρήση μάσκας, υγιεινή χεριών (πλύσιμο με σαπούνι και νερό ή/και χρήση αντισηπτικού), καλός αερισμός αιθουσών, καθαριότητα χώρων και εφαρμογή απολυμαντικού σε επιφάνειες, παραμονή στο σπίτι μαθητών και εκπαιδευτικών με συμπτώματα λοίμωξης του αναπνευστικού. Σε αυτό το πλαίσιο, η χρήση μάσκας είναι σημαντική και δεν έχει κανέναν απολύτως κίνδυνο για τα παιδιά. Όμως, η μονοσήμαντη επικέντρωση σε αυτήν δεν έχει θέση. Όσον αφορά τις κτιριακές υποδομές των σχολείων, στην κρίση έρχονται στο προσκήνιο τα χρόνια προβλήματα δεκαετιών. Αυτά δεν μπορούν ασφαλώς να επιλυθούν μέσα σε λίγους μήνες, αλλά ούτε μπορούμε να μένουμε αδρανείς. Όπως προβλέπουν οι συστάσεις του ΕΟΔΥ, «θα πρέπει να καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια για την αξιοποίηση των διαθέσιμων χώρων, ώστε να τηρείται η μέγιστη απόσταση μεταξύ των θρανίων των μαθητών δεδομένων των συνθηκών που υπάρχουν». Δεν νομίζω ότι έγιναν οι απαραίτητες προσπάθειες, ενώ από την άνοιξη μέχρι σήμερα πέρασε πολύς χρόνος αναξιοποίητος. Τελευταία επισήμανση: η ουσιαστική βελτίωση των υποδομών του εκπαιδευτικού συστήματος θα πρέπει να εγγραφεί με έντονα γράμματα στην ημερήσια διάταξη των αναγκαίων μετά-Covid αλλαγών, για πολλούς λόγους πια.
Γίνεται μία προσπάθεια τις τελευταίες ημέρες να ενοχοποιηθούν οι μετανάστες για τη ραγδαία εξάπλωση της επιδημίας στην Αττική. Ποια είναι η πραγματικότητα κ. Παναγιωτόπουλε;Από τα δεδομένα που υπάρχουν φαίνεται ότι οι μετανάστες και πρόσφυγες αποτελούν σημαντικό μέρος των κρουσμάτων Covid της Αττικής (40-50%), ενώ αποτελούν πολύ μικρότερη αναλογία των κατοίκων της. Η προσπάθεια ενοχοποίησής τους είναι απολύτως εκτός πραγματικότητας και εκ του πονηρού. Το γεγονός σχετίζεται με τις υποβαθμισμένες συνθήκες στις οποίες ζουν, τις συνθήκες συγχρωτισμού, τη χαμηλή ποιότητα στέγασης. Παρόμοιο φαινόμενο έχει παρατηρηθεί και αλλού (π.χ. σε πολλές πόλεις των ΗΠΑ προσβλήθηκαν περισσότερο συνοικίες μαύρων πολιτών) και υπογραμμίζει ότι η εμφάνιση της νόσου Covid –αλλά και γενικότερα η νοσηρότητα από πληθώρα ασθενειών– έχει μια κοινωνική-ταξική διάσταση, πράγμα που αποτελεί σταθερό εύρημα μεγάλου όγκου επιδημιολογικών μελετών. Είναι κρίσιμο να υπάρξει ουσιαστική αντιμετώπιση του ζητήματος, με υποστηρικτική και όχι αστυνομική προσέγγιση. Με διενέργεια εκτεταμένων ελέγχων σε αυτόν τον πληθυσμό, με εξασφάλιση κατάλληλων χώρων (π.χ. ενοικίαση ξενοδοχείων) για απομόνωση όσων έχουν θετικό αποτέλεσμα και των στενών επαφών τους, με εμπλοκή διαμεσολαβητών-μεταφραστών και ΜΚΟ που έχουν εμπειρία στην επικοινωνία με μετανάστες, καθώς και την εμπιστοσύνη τους. Ο στιγματισμός ή ο εγκλεισμός, που καμιά φορά προκρίνεται σαν «λύση», θα έχει τα αντίθετα αποτελέσματα όπως έχει δείξει η εμπειρία από άλλα λοιμώδη νοσήματα (π.χ. AIDS), γιατί με μαθηματική ακρίβεια θα οδηγήσει στην αυτοπεριχαράκωση αυτής της κοινωνικής ομάδας, την αποφυγή των υπηρεσιών υγείας όταν υπάρχουν συμπτώματα και ως εκ τούτου τη μεγαλύτερη διασπορά του ιού. Ο σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα είναι ταυτόχρονα κανόνας για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των λοιμωδών νοσημάτων.
Η συνεχής ανακοίνωση μέτρων μήπως αποπροσανατολίζει και μπερδεύει την κοινωνία και τους πολίτες; Πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Τόσο η ίδια η πανδημία όσο και οι γνώσεις μας για αυτήν εξελίσσονται με πρωτοφανείς ρυθμούς. Η προσαρμογή των μέτρων στα νέα δεδομένα και στις νέες γνώσεις είναι τελείως απαραίτητη. Νομίζω ότι όλοι μας –και ο τύπος ειδικότερα– θα πρέπει να ενσωματώσουμε το στοιχείο αυτό στον τρόπο που κατανοούμε τα πράγματα: για τον κορονοϊό «τα πάντα ρει» με τρόπο χωρίς προηγούμενο.