Σιγά σιγά και δειλά δειλά εντοπίζονται ενστάσεις για τις κινήσεις της κυβέρνησης στην αντιμετώπιση της πανδημίας, όπως ότι χάθηκε πολύτιμος χρόνος για τη θωράκιση του ΕΣΥ ή ότι δεν πάρθηκαν μέτρα προστασίας στα σχολεία ή ότι δεν προστατεύονται οι εργαζόμενοι με τη μη ενίσχυση των μέσων μαζικής μεταφοράς. Πώς αποτιμάς τη στρατηγική της κυβέρνησης, αλλά και την επιφυλακτικότητα ως προς τις αντιδράσεις της κοινωνίας και κομμάτων της αντιπολίτευσης;
Η πανδημία αλλάζει τον κόσμο μας. Η μετα-covid19 εποχή θα είναι μια διαφορετική εποχή. Οι πολιτικές δυνάμεις και τα συστήματα κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης προετοιμάζονται μπροστά σε αυτή την προοπτική. Είναι σαφές ότι οι συντηρητικές δυνάμεις παγκοσμίως, αλλά και στη χώρα μας, εκμεταλλεύονται αυτή την ιδιαίτερη κρίση, και επιλέγουν να βαθύνουν και να επεκτείνουν την «κατάσταση εξαίρεσης». Κατάσταση η οποία συστηματικά υποβαθμίζει τα δικαιώματα, αμφισβητεί έμπρακτα το κοινωνικό, το φιλελεύθερο και το δημοκρατικό κεκτημένο. Ταυτόχρονα, εκχωρούνται πολιτικές ευθύνες σε «ειδικούς», που αυτή τη φορά δεν είναι οικονομολόγοι αλλά γιατροί. Η βιοπολιτική στις δόξες της. Αυτές οι συντηρητικές και όχι σπάνια αντιδραστικές δυνάμεις εκμεταλλεύονται αριστοτεχνικά την απογοήτευση, την αποστράτευση, την έλλειψη εναλλακτικών κινημάτων, τη –σε μεγάλο βαθμό- απουσία ισχυρών αντίρροπων πολιτικών δυνάμεων.
Η «κρίση ως ευκαιρία» -που λέει και το σύνθημα- είναι για εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις που δεν «πονάνε» τις υποτελείς τάξεις, που αγνοούν επιδεικτικά την όξυνση της κλιματικής κρίσης, που στέργουν τις ακραίες εκφράσεις και ρατσισμού και σεξισμού. Η «ιστορία» με τη γνωστή της «πονηριά» αναδεικνύει με τον πλέον δραματικό τρόπο την αναγκαιότητα, εκείνου που αποτελούσε στρατηγικό στόχο της θεωρίας της ανανεωτικής ριζοσπαστικής αριστεράς: την συνθετική και χωρίς αναγωγισμούς αντιμετώπισης των ταξικών ανισοτήτων, του σεξισμού και του περιβάλλοντος. Υπάρχει σοβαρή αμφισβήτηση ότι η πανδημία συνδέεται με την περιβαλλοντική κρίση, ή ότι αυτή αναδεικνύει τις γυναίκες όχι μόνο ως το αφανές «προλεταριάτο» (νοσοκομεία, εργάτριες στη σίτιση κά) αλλά και τα κατ’ εξοχήν θύματα της αυξημένης οικογενειακής βίας κατά τον εγκλεισμό. Η Αριστερά που έβλεπε αυτούς τους τρεις μεγάλους πυλώνες της ανανέωσης και της προοπτικής του αριστερού κινήματος, που προσβλέπει στο ριζικό, κοινωνικό μετασχηματισμό, θα έπρεπε να έχει συγκριτικό πλεονέκτημα. Δυστυχώς αυτό δεν συμβαίνει, διότι παρασυρμένη από το συσχετισμό δύναμης και από οργανωτικές της αδυναμίες, δεν μπορεί να παρέμβει ουσιαστικά. Έτσι, παραμένει σε μια κριτική διαχείρισης ή σε μια κριτική της ανικανότητας όσων εκμεταλλεύονται την κρίση ως τη δική τους ευκαιρία.
Τα παιδιά, οι μαθητές και οι μαθήτριες, που κάνουν καταλήψεις, διεκδικώντας μέτρα προστασίας από την πανδημία, αλλά και ένα άλλο εκπαιδευτικό σύστημα, λοιδορούνται συλλήβδην από τα κυρίαρχα ΜΜΕ και την κυβέρνηση, καλούνται από την αστυνομία, χτυπιούνται από «αγανακτισμένους γονείς», ενώ η υπουργός Παιδείας προσπαθεί να σβήσει ως μέσο πάλης την κατάληψη με μια ανακοίνωση περί υποχρέωσης τηλεκπαίδευσης.
Τα παιδιά υπερασπίζονται τη ζωή τους, το μέλλον τους, αλλά και τους γύρω τους. Πρέπει, πρώτον, να διαψεύσουμε τις συκοφαντίες και τις υπερβολές που λέγονται για εκείνα, δεύτερον, να κατανοήσουμε τους λόγους που αντιδρούν, τις πολλαπλές ανασφάλειες που νιώθουν και με ειλικρινή κατανόηση όχι μόνο των ιδιαιτεροτήτων της ηλικίας τους αλλά κυρίως υπογραμμίζοντας ότι οι πρωτοβουλίες τους θέτουν ουσιαστικά «ερωτήματα», που μια δημοκρατική κοινωνία και πολιτεία καλείται να απαντήσει. Με άλλα λόγια, οι κινητοποιήσεις τους πρέπει κατ’ αρχήν να αντιμετωπίζονται ως το οξυγόνο της ανανέωσης της δημοκρατικής παραγωγής πολιτικών. Τρίτον, πρέπει να προασπιστούμε τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα όχι μόνο με παραστάσεις κοινοβουλευτικού χαρακτήρα, αλλά με μια εγρήγορση και ενημέρωση στις γειτονιές και παντού. Πρέπει να καταγγελθεί λχ. το ότι πήγαν αστυνομικοί σε σχολεία να συλλάβουν παιδιά. Κάθε δημοκράτης, ακόμα και όταν διαφωνεί με τέτοιου είδους πρακτικές, θα πρέπει να προασπίζεται το δικαίωμα στη διαμαρτυρία και να ασκεί έντονη κριτική στον τρόπο, που η πολιτική εξουσία επιβάλλει τη βούλησή της.
Η κυβέρνηση εστιάζει στον αυταρχισμό, την καταστολή, στην απαξίωση των θεσμών και της δικαιοσύνης. Άλλες νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις στην Ευρώπη επέλεξαν να μην ακολουθήσουν αυτό το δρόμο, αλλά να ενισχύσουν το εθνικό σύστημα υγείας ή να προστατεύσουν θέσεις εργασίας. Την Τετάρτη, τα ΜΑΤ χτύπησαν τη συγκέντρωση της ΠΟΕΔΗΝ έξω από το υπουργείο Υγείας που διαμαρτυρόταν για τις έκτακτου χαρακτήρα δίμηνες συμβάσεις. Γιατί αυτή η στάση;
Η μεγάλη ανατροπή που ξεκίνησε τυπικά το 2012 και ολοκληρώθηκε το 2015 απείλησε πραγματικά ή και φαντασιακά το status quo της διακυβέρνησης του παλαιού δικομματισμού. Πάνω στον φόβο αυτής της απειλής οικοδομήθηκε ουσιαστικά η «γραμμή» της Ν.Δ., που εκφράστηκε με τις πολεμικές ιαχές του κ. Σαμαρά πριν λίγους μήνες στη Βουλή: «Ποτέ ξανά» Αριστερά. Η «γραμμή» είναι η πλήρης παλινόρθωση της λογικής του παλαιού δικομματισμού. Το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο έχει διαμορφώσει μια τελείως διαφορετική κατάσταση από ότι σε άλλες νεοφιλελεύθερες χώρες. Η κατάσταση εξαίρεσης πάει στα άκρα την κυβερνητική πολιτική: Η άνευ όρων και ορίων επιβολή του νόμου και της τάξης, η αλαζονεία, του κοινωνικού αυτοματισμού, η εισαγωγή νέο-Μακαρθικών πρακτικών στα πανεπιστήμια και την έρευνα, και το καλά οργανωμένο καθεστώς μετά- αλήθειας είναι αρκετά να επιβεβαιώσουν αυτήν την στρατηγική της ΝΔ. Επί πλέον η ελληνική έκφραση του νεοφιλελευθερισμού διαφέρει από άλλες, διότι αντιμετωπίζει μια αντιπολίτευση σε θέση άμυνας.
Γιατί θεωρείς ότι είναι αμυνόμενη η αντιπολίτευση;
Φαίνεται να μην προβάλλει τις ευρηματικές της δυνατότητες και να μη καταθέτει προτάσεις που δυνάμει ανατρέπουν κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς. Πιστεύετε ότι θα τολμούσε λχ ο κ. Κικίλιας να τονίζει ότι οι όποιες προσλήψεις στον τομέα της Υγείας θα είναι «έκτακτες», αν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε προβάλει τη δική του ριζική εναλλακτική πρόταση; Αν, για παράδειγμα, έλεγε πως είναι καιρός να σκεφτούμε τον πλήρη κοινωνικό έλεγχο όλων των ιατρικών δομών της χώρας; Η ισπανική κυβέρνηση ήδη έθεσε υπό δημόσιο έλεγχο ακόμη και τα ιδιωτικά ιατρεία. Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα ζητά την ενίσχυση του ΕΣΥ, χωρίς να θίγει ουσιαστικά τις ιδιωτικές κλινικές και τα νοσοκομεία. Είναι γνωστό ότι στα συστήματα υγείας η συνύπαρξη των ιδιωτικών και δημοσίων δομών υγείας ποτέ δεν είναι ειρηνική: πάντα λειτουργούν υπονομευτικά για το δημόσιο. Αν, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθετε μια ανάλογη πρόταση, η οποία μάλιστα φαίνεται να είναι πλειοψηφική στην κοινωνία, δεν θα υπενθύμιζε μόνο τις αξιακές αφετηρίες και επιδιώξεις του, αλλά ενδεχομένως τα πράγματα να εξελίσσονταν
διαφορετικά.
Η κυβέρνηση γιατί δεν εμφανίζεται εκτεθειμένη στην κοινωνία, αφού έχει διαψεύσει κάθε προσδοκία που εκείνη δημιούργησε περί επιτελικού κράτους, διαφάνειας, νομιμότητας, αποτελεσματικότητας, κ.λπ.; Γιατί η Νέα Δημοκρατία εμφανίζεται να έχει ακόμα την ηγεμονία;
Η «εύκολη» απάντηση είναι το ζήτημα των μίντια και το πώς προωθούν την κυβερνητική πολιτική. Αυτή, όμως, η απάντηση είναι ανεπαρκής, διότι είδαμε τον ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία δέκα χρόνια να διαψεύδει τις προσδοκίες της εκλογικής του κατάρρευσης και όχι μόνο μία φορά. Ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει την εντύπωση ότι αντιπολιτεύεται ως κυβέρνηση. Φαίνεται ότι η εξαιρετικά δύσκολη κυβερνητική θητεία τού έχει κληροδοτήσει πρακτικές κυβερνητικής λογικής, οι οποίες τον απομακρύνουν από την δυναμική των κεκτημένων κινηματικών πρακτικών, που τον συγκρότησαν καταστατικά, του περιορίζουν την απαραίτητη για τη συγκυρία πολιτική φαντασία και συμβάλλουν όχι μόνο σε ιδεολογική υποχώρηση όσο και σε αδυναμία να αναδείξει εναλλακτικό διοικητικό και πολιτικο-θεσμικό τρόπο διακυβέρνησης. Το γεγονός ότι οι μνημονιακές συνθήκες δεν επέτρεψαν στον ΣΥΡΙΖΑ να δείξει τις προθέσεις και τη δέσμευσή του για κυβερνητικές πρακτικές που θα ανέτρεπαν τις παθογένειες του παλαιού δικομματισμού – εξέλιξη που συνέβαλε στην απογοήτευση και την αποστράτευση – τον υποχρεώνει τώρα στην αντιπολίτευση να δείξει ότι η λογική του βρίσκεται σε αντίρροπη της κυβέρνησης κατεύθυνση. Θεωρώ ότι η ευκολία, με την οποία, προς το παρόν, η κυβέρνηση μπορεί και επιβάλλει την άποψή της θα πρέπει να αποδοθεί στην αξιακή και ίσως ιδεολογική υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ. Στην αδυναμία του να δείξει ότι οι ανορθολογικότητες των «αρίστων» δεν είναι αποτέλεσμα ατομικών αδυναμιών αλλά ενός συστήματος που αποτελεί το καμβά του ελληνικού καπιταλισμού.
Απομάκρυνση της Αριστεράς από τις ιστορικές της μεταρρυθμιστικές πολιτικές
Είναι νωπή ακόμα η εμπειρία της οικονομικής κρίσης του 2008, η οποία όταν ξέσπασε προκάλεσε σάστισμα και συντηρητικοποίηση της κοινωνίας, προτού –από το 2010 και ύστερα- ξεκινήσει η ριζοσπαστικοποίησή της, αποτέλεσμα της οποίας ήταν και η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κυβερνών κόμμα. Βρισκόμαστε στην αρχή μιας νέας, πολύ βάρβαρης, μάλλον, και βαθιάς κρίσης, η οποία φαίνεται πάλι να συντηρητικοποιεί την κοινωνία, όπως βλέπουμε να γίνεται με τις αντιδράσεις στο προσφυγικό. Ταυτόχρονα, όμως, διεθνώς γεννιούνται κινήματα ριζοσπαστικά και ανατρεπτικά. Μήπως είμαστε σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι;
Εάν ο φορέας της Αριστεράς, μαζί με την κριτική για τα προφανή, την προάσπιση και την επέκταση του δημοκρατικού, πλουραλιστικού και φιλελεύθερου κεκτημένου, δεν διαμορφώνει προτάσεις που να επιλύουν το πρόβλημα, με διαφορετικό τρόπο και να δημιουργούν νέους συσχετισμούς με ένα ιστορικό όραμα βαθύτερου, ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού, τότε θα στρέψει την κοινωνία προς τα δεξιά. Δεν μπορεί να κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ αν περιορίζεται στο να υπενθυμίζει, το προφανές ότι η κυβέρνηση είναι «νεοφιλελεύθερη», «ανάλγητη» ή «ανίκανη» κά. Εκείνο που θα τον οδηγήσει στη νίκη είναι η καθημερινή δέσμευση σε πολιτικές που αλλάζουν πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς στην κατεύθυνση του ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Με άλλα λόγια, την νικηφόρα πορεία του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να διασφαλίσει μόνο η διαρκής επιβεβαίωσή του ριζοσπαστικού του χαρακτήρα και προσανατολισμού, όχι μόνο ως φορέα που φιλοδοξεί να συνθέτει και να εκφράζει το όλον των ιστορικών παραδόσεων της αριστεράς, αλλά και πολιτικής οργάνωσης, που δεσμεύεται στην ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών οι οποίες με τη σειρά τους αποτελούν ευκαιρία συμβολής σε μετασχηματιστικές διαδικασίες.
Αυτό προϋποθέτει μια λειτουργία κόμματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αυτή τη στιγμή, κινείται σε κοινοβουλευτικά μόνο επίπεδα. Δεν υπάρχει στο πεδίο…
Τα κόμματα έχουν τρεις διαστάσεις: τη δράση τους στην κυβέρνηση, τη δράση τους στην κοινωνία και την εσωκομματική τους δράση. Αυτό που έχει θα υπογράμμιζα πάλι είναι ότι η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ στο κεντρικό πολιτικό πεδίο έχει αποικήσει την οργάνωση του κόμματος. Γι’ αυτό και η παρουσία του στο κοινωνικό πεδίο παρουσιάζει σημαντικές αδυναμίες. Αδυναμίες που αποτυπώνονται και στις οργανωτικές του δυνατότητες. Δεν δικαιολογείται λχ. το κόμμα να μην διαθέτει διαδικασίες ανάδειξης στελεχών και η αδυναμία αυτή να καλύπτεται από την ανάληψη κομματικών θέσεων από πρώην υπουργούς, να μην διαθέτει μια αποτελεσματική δομή επιμόρφωσης και να μην βλέπει ότι το οργανωτικό πρότυπο είναι πλέον αναντίστοιχο με τον σημερινό κοινωνικό καταμερισμό εργασίας ή τέλος να αντιμετωπίζει το οργανωτικό ζήτημα ως τεχνικό (isyriza) ή ως αριθμητικό, ποσοτικό στόχο (180.000 μέλη). Με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ κινείται σε λογικές που γεννούν κρατικοί θεσμοί, που εκφράζουν πολιτικές πρακτικές ισχύος και συσχετισμούς δυνάμεων που ο ίδιος θέλει να ανατρέψει. Αυτή η οίηση περνάει στο κόμμα και στη σχέση του κόμματος με την κοινωνία.
Ένα δεύτερο στοιχείο είναι ότι συνεχώς μιλάμε για μια κρίση εκπροσώπησης. Αυτή αφορά την αριστερά, παγκοσμίως, αλλά και τα διαχειριστικού τύπου κυβερνητικά κόμματα, όπως και αυτά που δεν έχουν τέτοια δυνατότητα ορατό μέλλον. Αντιδράσεις σε αυτό έχουμε σε όλο τον κόσμο, από το Σιάτλ, πριν είκοσι χρόνια, μέχρι τις εξεγέρσεις σε όλη την Ευρώπη, το κίνημα Black Lives Matter κ.ο.κ. Η αριστερά, όμως, έχει και μια άλλη κρίση, και είναι η κρίση της δυνατότητας να υποσχεθεί με ρεαλιστικούς όρους ότι μπορεί να αλλάξει την κοινωνία. Αυτή είναι η βαθιά κρίση της Αριστεράς σήμερα, γι’ αυτό και εκφράζει τις υποτελείς τάξεις ελλειπτικά και αναποτελεσματικά. Η απομάκρυνση της Αριστεράς από τις ιστορικές της μεταρρυθμιστικές πολιτικές αποδυναμώνουν την προοπτική της. Πόσο πειστικά θα μπορούσε να προτείνει κανείς σήμερα τον κοινωνικό έλεγχο τομέων κλειδιά της πραγματικής οικονομίας ή τον κρατικό έλεγχο στην ασυδοσία του χρηματικοπιστωτικού τομέα κλπ ;
Η υποχώρηση αυτή δεν είναι αλληλένδετη και με το τι εισπράττει από την κοινωνία;
Βεβαίως. Όμως, είχαμε το «Ροζ κύμα» των αριστερών κυβερνήσεων στη Λατινική Αμερική, το Ποδέμος, το κίνημα Occupy και φυσικά πρωτίστως τον ΣΥΡΙΖΑ κ.λπ., θα έπρεπε οι προτάσεις της Αριστεράς να αναζητούν έμπρακτες λύσεις, που αλλάζουν συσχετισμούς. Κι αυτό φαίνεται προς το παρόν να απουσιάζει.
Αυτή, κατά τη γνώμη σου, είναι και η ερμηνεία στο γιατί δεν ωφελείται ο ΣΥΡΙΖΑ από τη δημοσκοπική φθορά της Νέας Δημοκρατίας στα ποιοτικά στοιχεία;
Απολύτως. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να πείσει ως φορέας εναλλακτικής προοπτικής, διότι εν πολλοίς περιορίζει την αντιπολιτευτική στρατηγική στο δεδομένο πλαίσιο της κυβερνητικής πολιτικής. Για παράδειγμα, η ορθή πρόταση για την στήριξη της κοινωνίας λόγω της πανδημίας («Μένουμε όρθιοι Ι και ΙΙ») θα έπρεπε τουλάχιστον να υπαινίσσεται και τις στρατηγικές, οραματικές επιδιώξεις του κόμματος και όχι να σταματούν στο αυτονόητο ότι είναι πιο αποτελεσματικές και πιο έντιμες από τις εκείνες της κυβέρνησης.
Ο Δημήτρης Τζανακόπουλος, σε συνέντευξή του στην «Εποχή» την προηγούμενη εβδομάδα χαρακτήρισε τον ΣΥΡΙΖΑ ως «κόμμα κοινωνικού μετασχηματισμού και όχι κόμμα απλής εναλλαγής στην εξουσία». Ποιο το σχόλιό σου;
Συμφωνώ απολύτως. Και ο Δημήτρης Τζανακόπουλος είναι πια σε μία θέση-κλειδί για να το υλοποιήσει, έχει την ευθύνη της οργάνωσης του κόμματος. Έχει τη δυνατότητα να προετοιμάσει και να οργανώσει το κόμμα, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτό το καθήκον. Σε αυτή την κατεύθυνση, θα βοηθούσε η συγκρότηση μιας επιτροπής επιμόρφωσης ή η δημιουργία δομών ανάδειξης στελεχών κά. Το δεύτερο που θέλω να τονίσω είναι πως κάθε κόμμα, όχι μόνο της Αριστεράς, επιδιώκει πάντοτε τη μεγιστοποίηση της πολιτικής του επιρροής, πόσω μάλλον η Αριστερά που υποτίθεται ότι εκφράζει την κοινωνική πλειοψηφία. Άρα να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν είναι κανείς υπέρ της μη επέκτασης της οργανωτικής επιρροής του κόμματος. Αυτή, όμως, δεν μπορεί να γίνει από τα πάνω, παρά μόνο ή έστω κυρίως από τα κάτω με όρους συστηματικούς και μόνο όταν τα παλιά με τα νέα μέλη έχουν τα ίδια δικαιώματα, στη βάση της συμμετοχής, της δραστηριότητας και της προσφοράς τους. Όταν η διεύρυνση στηρίζεται σε περσόνες, σε ινφλουένσερς, σε προσωπικότητες, κ.λπ. αυτή απομακρύνεται από την Αριστερά. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να εμποδίζονται τέτοιες προσφορές, αλλά αυτό δεν μπορεί να βιάζει την κουλτούρα του κόμματος χάριν εφήμερων επικοινωνιακών εντυπώσεων. Ο ΣΥΡΙΖΑ, το λέω και πάλι, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να εστιάσει στο να διαμορφώσει απαντήσεις που θα καταφέρουν να στρέψουν το βλέμμα της κοινωνίας και την καρδιά των πολιτών προς αυτόν.
Τελευταία είχαμε γεγονότα στο κόμμα, που απασχόλησαν και τον Τύπο, και θέτουν ζητήματα συλλογικότητας, πλουραλισμού, δημοκρατίας. Πώς τα ερμηνεύεις;
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι πρέπει να απαλλαγούμε από μια εξαιρετικά επικίνδυνη κυβέρνηση για τη δημοκρατία και την κοινωνία. Αυτό δημιουργεί ένα άγχος στην αντιπολίτευση και την ηγεσία της ότι πρέπει σύντομα να την αντικαταστήσουμε. Ωστόσο, αυτό το άγχος είναι ατελέσφορο και οδηγεί σε μη νίκη, όπως αποδεικνύεται και από τις δημοσκοπήσεις, και αυτό γιατί δεν φαίνεται να στηρίζεται στις καταστατικές αρχές του κόμματος, στο κεκτημένο του ΣΥΡΙΖΑ. Εκείνο, δηλαδή, που τον οδήγησε στην ιστορική του επιτυχία. Κάποιοι θεωρούν ότι η άκριτη ταύτιση της ηγεσίας με το κόμμα αρκεί για την αναγκαία και «εδώ και τώρα» εκλογική επιτυχία. Κάτι τέτοιο δεν κινητοποιεί και δεν συμβάλλει στην συμμετοχή. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το αδιαμφισβήτητο χάρισμα του Α. Τσίπρα, για το οποίο το κόμμα του οφείλει πολλά, δεν είναι μεσσιανικού τύπου γι’ αυτό όσοι εντός ή εκτός κόμματος υποστηρίζουν ταύτιση του Προέδρου με το κόμμα μόνο θετική υπηρεσία δεν προσφέρουν στο κόμμα, ενώ ταυτόχρονα υπονομεύουν και τον ίδιο. Θα έλεγα μάλιστα ότι σε αυτές τις επιπόλαιες υπερβολές θα πρέπει να αναζητηθούν και οι αιτίες της περιορισμένης επιτυχίας του εγχειρήματος της διεύρυνσης.
Ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης είναι κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.