Η κατάργηση των νέων προγραμμάτων ιστορίας από το υπουργείο Παιδείας δεν έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία. Είχε φροντίσει η κυβέρνηση να ξεκαθαρίσει τις προθέσεις της από νωρίς. Ούτε είναι η πρώτη φορά που η σχολική ιστορία μετατρέπεται σε πεδίο πολιτικής διαμάχης. Το έχουμε δει πολλές φορές στο παρελθόν. Τούτη τη φορά όμως, η τοποθέτηση του υπουργείου Παιδείας ήταν τόσο απροκάλυπτα ακραία που, άθελά του, μετακίνησε τη συζήτηση στον πυρήνα του προβλήματος: Γιατί μαθαίνουμε ιστορία στο σχολείο;
«Η Ιστορία δεν πρέπει να έχει κοινωνιολογικό χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα διαμόρφωσης εθνικής συνείδησης». Η αλήθεια είναι ότι ακριβώς αυτόν το ρόλο επιτελεί η διδασκαλία της ιστορίας για δεκαετίες. Όποιες αλλαγές έχουν εφαρμοστεί μέχρι τώρα ήταν βελτιώσεις επί των σημείων. Ο πυρήνας της διδασκαλίας δεν άλλαζε – και όταν σπάνια επιχειρήθηκε, η αναδίπλωση δεν άργησε να έρθει. Το βιβλίο του Λευτέρη Σταυριανού «Ιστορία του ανθρώπινου γένους» που διδάχθηκε στο Λύκειο στα μέσα της δεκαετίας του 1980 ήταν η πιο γενναία προσπάθεια αναμόρφωσης του μαθήματος και ευθυγράμμισής του με τις σύγχρονες τάσεις της ιστορικής έρευνας. Το βιβλίο (και η ιστορία) αγαπήθηκε από τους μαθητές, αλλά αποσύρθηκε μετά από πιέσεις από όλο το φάσμα του πολιτικού κόσμου και της εκκλησίας. Οι πόλεμοι της σχολικής ιστορίας καλά κρατούν από τότε, άλλοτε βγαίνοντας θυελλώδεις στο δημόσιο χώρο και άλλοτε παραμένοντας στα όρια της εκπαιδευτικής κοινότητας, χωρίς όμως οι αλλαγές να είναι τόσο ριζοσπαστικές όσο εκείνη τη φορά. Μπορεί να άλλαζε η δοσολογία στο μείγμα, αλλά το αποτέλεσμα ήταν πάντα μια ιστορία βαθιά εθνοκεντρική, που επιλαμβανόταν σπειροειδώς στις τρεις βαθμίδες της εγκύκλιας εκπαίδευσης. 
 
Σημαντικές καινοτομίες χωρίς τυμπανοκρουσίες
 
Τα νέα προγράμματα ιστορίας που διαμορφώθηκαν από την επιτροπή ιστορικών υπό την προεδρία του Πολυμέρη Βόγλη είχαν συνταχθεί πολύ προσεκτικά, ώστε να μην κατηγορηθούν ως αριστερά ή ριζοσπαστικά. Οι αλλαγές που έφερναν δεν μεταμόρφωναν εκ βάθρων το πεδίο της διδασκαλίας της ιστορίας. Άφηναν ανέπαφο σχεδόν το σπειροειδές σχήμα διδασκαλίας της ελληνικής ιστορίας. Ακόμη δηλαδή και αν οι μαθητές αποφοιτώντας δεν θυμόντουσαν τίποτα άλλο από το μάθημα της ιστορίας, είχαν ενσωματώσει την εθνική συνέχεια και την οργάνωση του εθνικού χρόνου – τους πυλώνες δηλαδή της εθνικής ταυτότητας. Ωστόσο, έφερναν χωρίς τυμπανοκρουσίες σημαντικές καινοτομίες. Έδιναν έμφαση στη σύγχρονη εποχή, δίνοντας στους μαθητές τα εργαλεία να κατανοήσουν τις δυναμικές μέσα από τις οποίες διαμορφώθηκε ο κόσμος στον οποίο ζουν και να αποκωδικοποιήσουν τα ζητήματα εκείνα που παραμένουν ανοικτά. Άνοιξαν το φακό, ώστε να συμπεριλάβουν στην εικόνα και στοιχεία ευρωπαϊκής και παγκόσμιας ιστορίας, εντάσσοντας την ελληνική ιστορία στο ιστορικό της συγκείμενο. Τα νέα προγράμματα ιστορίας ήταν εμφανώς προϊόν συμβιβασμού. Ανήκαν στο μέσο όρο του τρόπου που διδάσκεται η ιστορία στα περισσότερα κράτη της Ευρώπης, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί μέσα από σειρά διακοινοτικών πρωτοβουλιών για την ιστορική εκπαίδευση. Με άλλα λόγια, μετά από πολλές προσπάθειες που έπεσαν στο κενό, τα προγράμματα αυτά είχαν σχεδιαστεί ώστε να μπορέσουν να εφαρμοστούν χωρίς αντιδράσεις και ακρότητες. 
 
Απόσυρση χωρίς τεκμηριωμένη άποψη
 
Παρόλα αυτά, τα προγράμματα καταργήθηκαν, πριν ακόμη προλάβουν να εφαρμοστούν. Χωρίς τεκμηριωμένη άποψη για την απόσυρση, πέρα από γενικολογίες. Πιθανόν χωρίς να διαβαστούν καν, αφού γωνίες δεν υπήρχαν – δεν ήταν άλλωστε ακόμη υλοποιημένα, με ευθύνη του προηγούμενου υπουργού Παιδείας και του ΙΕΠ που έχασαν δυστυχώς τον πρόσφορο και αναγκαίο πολιτικό χρόνο. 
Η δυσανεξία απέναντι στα νέα προγράμματα εκ μέρους της σημερινής κυβέρνησης προφανώς συμπυκνώνεται στο θεωρητικό τους πλαίσιο, όπου δηλωνόταν ότι στόχος της ιστορικής εκπαίδευσης είναι «να καλλιεργήσει μια πλουραλιστική και ανεκτική εθνική ταυτότητα, η οποία θα είναι απαλλαγμένη από μισαλλοδοξία και ξενοφοβία. Αυτό συνδυάζεται με την καλλιέργεια της δημοκρατικής συνείδησης και την καλλιέργεια ανθρωπιστικών αξιών». Εδώ προφανώς ανίχνευσε η σημερινή ηγεσία του υπουργείου Παιδείας τον κίνδυνο για την εθνική συνείδηση, αν βέβαια την ορίσει κανείς ως μια συνείδηση που ανταποκρίνεται σε ταυτότητα περίκλειστη, μισαλλόδοξη και αντιδραστική. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι επιστρέφουμε στα προγράμματα που εκπονήθηκαν ως αντίδραση στα προγράμματα της Διαμαντοπούλου, όταν ακόμη κι αυτά θεωρήθηκαν προοδευτικά.
 
Κόμβος της ιστορικής κουλτούρας
 
Δεν έχει νόημα να συζητάμε επί των σημείων. Όσο το κάνουμε, θα συνεχίσουμε να ανακυκλώνουμε προτάσεις και να κάνουμε ασκήσεις επί χάρτου, χωρίς στην πραγματικότητα να αλλάζει τίποτα. Χρειάζεται να αλλάξει η ατζέντα – και εδώ απαιτείται πολιτική βούληση από όλους όσους αναμειχθούν στο εγχείρημα. Τα τελευταία χρόνια είχαμε πολλές ευκαιρίες να δούμε τι είδους εθνική συνείδηση διαμορφώνει η σχολική ιστορία. Το είδαμε στα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό, στα Καμένα Βούρλα, στα στρατόπεδα προσφύγων, στο ρατσισμό και τις ακροδεξιές αντιλήψεις που δηλητηριάζουν την ελληνική κοινωνία, στις ονειρώξεις εθνικού μεγαλείου που συνδυάζονται με φάσεις εθνικής μειονεξίας για έναν υποτιθέμενα ατελή εκσυγχρονισμό. Δεν είναι που δεν ξέρουμε ιστορία. Ξέρουμε ακριβώς την ιστορία που διδασκόμαστε – αν και συνήθως όχι ρητά. Διαμορφωνόμαστε όχι απαραίτητα από όσα γράφουν τα εγχειρίδια, αλλά από τη συνείδηση που καλλιεργούν.
Θα πρέπει να κατανοήσουμε την ιστορική εκπαίδευση ως έναν από τους κόμβους της ιστορικής κουλτούρας. Το σχολείο, οι μαθητές, τα προγράμματα ιστορίας δεν λειτουργούν απομονωμένα – λειτουργούν μέσα σε ένα πλαίσιο αντιλήψεων για το παρελθόν. Στα καθ’ ημάς αυτό μεταφράζεται σε ένα παρελθόν που αρθρώνεται γύρω από το εθνικό μεγαλείο, την εθνική συνέχεια αλλά και τον εθνικό απομονωτισμό, τον ηρωισμό και τη μεταφυσική ανθεκτικότητα, ένα παρελθόν συντελεσμένο και κλειστό, πάνω στο οποίο δεν έχουμε λόγο να αναστοχαστούμε. Είναι δηλαδή ένα πλαίσιο αντιλήψεων που καλλιεργεί κουλτούρα ιστορικής μνησικακίας. 
 
Την ιστορία δεν την διδάσκουν ιστορικοί
 
Είναι παράδοξο σε ένα περιβάλλον στο οποίο το ενδιαφέρον για το παρελθόν φουντώνει συνεχώς, στο δημόσιο χώρο, στη μνήμη, το διαδίκτυο, και συχνά προκαλεί φασαρίες και αντιπαραθέσεις, να υποτιμάται τόσο συστηματικά η ιστορική εκπαίδευση. Είναι ενδεικτικό άλλωστε ότι την ιστορία δεν την διδάσκουν ιστορικοί. Στη δευτεροβάθμια είναι συχνά μάθημα δεύτερης ανάθεσης, ενώ οι δάσκαλοι της πρωτοβάθμιας διδάσκονται ελάχιστα μαθήματα ιστορίας, και αυτά με έμφαση στη διδακτική της ιστορίας – απαραίτητη βέβαια, αρκεί να έχει κανείς πρώτα την απαραίτητη εξοικείωση με τα θέματα για τα οποία συζητά. Ξέρουμε πια ότι ο δρόμος που ακολουθούμε δεν μας πάει σε καλά μονοπάτια. Ούτε αρκούν οι επιμέρους βελτιώσεις. 
Η ιστορία που στοχεύει στην καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης είναι μια ιστορία αμήχανη, μια ιστορία που στη βάση της αναπαράγει μύθους, ακολουθώντας από αδράνεια τις ταλαντεύσεις της ιστορικής κουλτούρας. Αν η ιστορική εκπαίδευση είναι σε κάτι χρήσιμη, είναι στο να καλλιεργήσει την ιστορική συνείδηση. Αλλά για να το πετύχει, χρειάζεται αναδιάρθρωση εκ βάθρων: τι ιστορία διδάσκεται, ποιοι την διδάσκουν και πώς διδάσκουμε αυτούς που την διδάσκουν. Χρειάζεται και αυτοπεποίθηση ότι μπορούμε να ζήσουμε στο παρόν μαζί με τους άλλους, αντί σε φαντασιακά παρελθόντα όπου δοξαζόμαστε λογχίζοντας ανεμόμυλους.
Αιμιλία Σαλβάνου Η Αιμιλία Σαλβάνου είναι ιστορικός, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης και διδάσκουσα Δημόσιας Ιστορίας στο ΕΑΠ. Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2023 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet