Ντανιέλ Σνεντερμάν «Βερολίνο, 1933. Η στάση του διεθνούς Τύπου μπροστά στον Χίτλερ», μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας, εκδόσεις Πόλις, 2020
«Πώς αξιολογείτε τις θετικές και τις αρνητικές όψεις της αντισημιτικής σας πολιτικής;» ρωτούσε τον Χίτλερ, το καλοκαίρι του 1933, δημοσιογράφος των New York Times.
Δεν είναι η μοναδική στιγμή που ανατριχιάζει ο αναγνώστης και η αναγνώστρια του βιβλίου του Γάλλου δημοσιογράφου και κριτικού των ΜΜΕ Ντανιέλ Σνεντερμάν, ο οποίος αποφάσισε να σκαλίσει σε βάθος τις «παλιές ιστορίες» της ναζιστικής Γερμανίας, θέτοντας στην ουσία το ερώτημα πώς κάνει κανείς δημοσιογραφία σε τέτοιες εποχές, ποιος ο ρόλος του δημοσιογράφου σε μια τέτοια στιγμή.
Τον Ιανουάριο του 1933, όταν οι ναζί καταλαμβάνουν την εξουσία, στη Γερμανία υπάρχουν πάνω από εκατό Δυτικοί ανταποκριτές. Ο Σνεντερμάν, λοιπόν, ξεκινάει μια διεισδυτική έρευνα για να καταλάβει «γιατί [αυτοί οι δημοσιογράφοι] μερικές φορές είχαν μάτια μόνο για να μη βλέπουν».
Ο συγγραφέας επικεντρώνεται κυρίως στο θέμα των διώξεων των Εβραίων, του αντισημιτισμού και του Ολοκαυτώματος (αν και ξενίζει ίσως ο τρόπος που κάποια στιγμή αναφέρονται στην ίδια πρόταση οι αρνητές του Ολοκαυτώματος και η Ιντιφάντα), με βάση τόσο τα πρώιμα σημάδια της πολιτικής που θα ασκούσαν οι ναζί στην εξουσία όσο και την εικόνα που σιγά-σιγά σχηματιζόταν για όποιον ήθελε να την δει, εξετάζοντας τι έγραφαν οι δημοσιογράφοι της εποχής, πώς το έγραφαν, τι αποσιωπούσαν, και γενικά τι στάση κράτησαν μπροστά στην άνοδο των ναζί ονομαστά μη γερμανικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, όπως π.χ. οι New York Times ή το Associated Press (που έφτασε να έχει για φωτογράφο αξιωματικό των Ες-Ες): γιατί έστρεψαν αλλού το βλέμμα, γιατί σιώπησαν, γιατί έδειξαν ανοχή, γιατί πολλές φορές είχαν θετική στάση («να αποδεχτούμε τη γερμανική εθνικιστική επανάσταση ως κάτι δεδομένο και να δώσουμε μια ευκαιρία στο νέο καθεστώς», έγραφε στους προϊσταμένους του στις ΗΠΑ ο ανταποκριτής του Associated Press στο Βερολίνο). Προσπαθεί, με άλλα λόγια, να εντοπίσει «τις βαθύτερες αιτίες της τύφλωσης που επικράτησε στους κόλπους μιας επαγγελματικής ομάδας, των δημοσιογράφων» μπροστά στην άνοδο των ναζί στην εξουσία.
Οχυρό εθελοτυφλίας
Μπορούσαν να ξέρουν; Μπορούσαν να προβλέψουν; Παρά τα ελαφρυντικά που σε ορισμένες περιπτώσεις δίνει στα ερωτήματα αυτά, ο συγγραφέας απαντάει σαφώς καταφατικά και αναρωτιέται διαρκώς τι έφταιγε και ο δυτικός Τύπος της εποχής κλείστηκε σε εκείνο το «οχυρό εθελοτυφλίας»: «η ναζιστική λογοκρισία, σίγουρα». Η «διστακτικότητα των ιδιοκτητών των ΜΜΕ» («μια χούφτα δισεκατομμυριούχοι με μεγάλα συμφέροντα»), επίσης. Μήπως και «η άρνηση των ίδιων των αναγνωστών, στις δυτικές δημοκρατίες, να μάθουν» (μην ξεχνάμε πως «μετά τη Μεγάλη Ύφεση, ο αντισημιτισμός αποτελεί ιδιαίτερα υπολογίσιμη δύναμη στην Αμερική»); Πόσο έφταιγε άραγε το «δόκανο της αυτολογοκρισίας» και πόσο τα «μεγάλα σαγόνια της άρνησης»; Το προσωπικό όφελος των δημοσιογράφων; Η ανάγκη των ανθρώπων να καθησυχάζονται; Η υποτίμηση του ναζισμού λόγω του αντικομμουνισμού και του φόβου για τον μπολσεβικισμό, επίσης σίγουρα («δεν είναι ο δικτάτορας αυτός που επικρίνεται από τον γαλλικό Τύπο. Άλλωστε, αν το [χιτλερικό] καθεστώς επέτρεψε να εξαλειφθεί ο κομμουνιστικός κίνδυνος, αυτό πρέπει να εγγραφεί στο ενεργητικό του»). Και οπωσδήποτε οι φιλοναζιστικές απόψεις ορισμένων.
Όποιος ήθελε, καταλάβαινε
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, «στο Βερολίνο, το 1933 και τα επόμενα χρόνια, οι ανταποκριτές του διεθνούς Τύπου είχαν δύο αποστολές: να προειδοποιήσουν τον κόσμο για τους δημίους και να δώσουν πρόσωπο στα θύματα». Εκείνο το Βερολίνο είναι μια βάναυση αλλά και παράξενη πόλη· «διπλωμάτες, δημοσιογράφοι, ναζί: τα μέλη αυτού του μικρόκοσμου κουτσά στραβά συνυπάρχουν. Με τους ξένους ανταποκριτές, οι ναζί δεν χρησιμοποιούν μόνο το μαστίγιο αλλά και το καρότο».
Ο συγγραφέας σκιαγραφεί την ιστορία συγκεκριμένων δημοσιογράφων που δούλευαν στο Βερολίνο εκείνη την εποχή. Θυμάται, έτσι, εκείνες και εκείνους τους λίγους που τόλμησαν να έρθουν σε αντιπαράθεση με το υπουργείο Προπαγάνδας, του Γκέμπελς, και επέλεξαν να αποτυπώσουν την κατάσταση με «διορατικότητα και θάρρος», μιλώντας για την όλο και μεγαλύτερη αγριότητα των ναζί και τον αναδυόμενο κίνδυνο που αποτελούσε για ολόκληρο τον πλανήτη ο Χίτλερ. Απέναντι σε τέτοιους δημοσιογράφους, οι ναζιστικές αρχές ήταν αμείλικτες: εμπάργκο από τις επίσημες πηγές, προσπάθεια αποκλεισμού και φίμωσης, απειλές, επιθέσεις, απέλαση.
Θυμάται, όμως, και εκείνους που, για πολλούς και διάφορους λόγους, συνειδητά ή ασυνείδητα, έπαιξαν το παιχνίδι των ναζί, κλείνοντας τα μάτια, υποτιμώντας γεγονότα, δείχνοντας ανεπάρκεια ή επιλεκτικότητα στην ερμηνεία, διαστρεβλώνοντας την εικόνα. Άλλοι απλώς από φόβο μη χάσουν τη δουλειά τους (τις πηγές τους κ.λπ.) ή μην κινδυνεύσει η ασφάλεια και η ζωή τους, χωρίς βεβαίως να λείπουν και οι δημοσιογράφοι που στις ανταποκρίσεις τους απλώς έβγαζαν την αντικομμουνιστική («καλύτερα ο Χίτλερ παρά ο Στάλιν») ή τη φιλοναζιστική τους ιδεολογία.
Ερωτήματα αμείλικτα και διαχρονικά
Ο Σνεντερμάν δίνει τα εύσημα στον κομμουνιστικό Τύπο της Γαλλίας, την Humanité συγκεκριμένα, μιας και τελικά αποδείχτηκε «η πιο διορατική, η πιο αποτελεσματική» για να αποτυπώσει τον αναδυόμενο ναζιστικό εφιάλτη.
Παράλληλα, θα μιλήσει και για τις παγίδες που έχει αυτός «ο Τύπος που παριστάνει ότι απέχει από κάθε ιδεολογία»: «όλα εκείνα τα έντυπα στα οποία οι αναγνώστες φαντάζονται ότι βρίσκουν “αντικειμενικές”, πραγματικές πληροφορίες, και το ιδεολογικό μήνυμα των οποίων περνά λαθραία».
Ο συγγραφέας προσπαθεί να κατανοήσει κάποιες στάσεις, κάποιες αμφιταλαντεύσεις, κάποιες αμφιβολίες: για τους δημοσιογράφους αυτούς, «το ζητούμενο ήταν να κατανοήσουν το ακατανόητο, να εξορθολογίσουν το παράλογο, να ονομάσουν το ακατονόμαστο». Ακόμα και η γλώσσα, οι λέξεις, ήταν διαφορετικές πριν από τους ναζί, πριν από το Άουσβιτς, και μετά. Ωστόσο, το τελικό του συμπέρασμα είναι κατηγορηματικό: «όποιος ήθελε να καταλάβει, μπορούσε πολύ εύκολα να το κάνει», και μάλιστα πολύ-πολύ έγκαιρα.
Απέναντι σε μια εξουσία που βρίσκει χιλιάδες τρόπους να εκμαυλίζει (ο συγγραφέας θυμίζει την «τάση των δημοσιογράφων να συμπεριφέρονται σαν εξουσία μάλλον, παρά σαν αντεξουσία»), τα ερωτήματα που θέτει το βιβλίο είναι αμείλικτα και διαχρονικά, κι αυτό πέρα από κάθε πρόθεση αναγωγισμού και σχετικοποίησης (ο ίδιος ο συγγραφέας βέβαια παραδέχεται πως «το βιβλίο αυτό γεννήθηκε όντως από τον “τρόμο Τραμπ”»), με τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους να βρίσκονται διαρκώς μπροστά σε κρίσιμα διλήμματα και επιλογές και στάσεις που, κατά τον Σνεντερμάν, κάποιες φορές μοιάζουν να μην έχουν αλλάξει και πολύ μέσα στον χρόνο («όσο βυθίζομαι στη ζωή τους, τόσο ξαναβρίσκω, στη δουλειά τους, τα τόσο χαρακτηριστικά γνωρίσματα των σημερινών συναδέλφων τους: αδιαφορία, σχετικισμός, έλλειψη νηφαλιότητας, συμβιβασμοί»).