Το 2011, τριτοετής φοιτητής Ιστορίας τότε, παρακολούθησα το πρώτο μου ακαδημαϊκό σεμινάριο. Σε ένα από τα πρώτα μαθήματα, ο διδάσκων, Αντώνης Λιάκος, μάς έδειξε έναν παγκόσμιο χάρτη, στο κέντρο του οποίου βρισκόταν, αντί για την Ευρώπη, η Ιαπωνία. Ακολούθησε μια συναρπαστική διάλεξη για τον ευρωκεντρισμό, τον οριενταλισμό, το πώς πράγματα που θεωρούσαμε αυτονόητα αποτελούν αποτελέσματα ιστορικών διεργασιών. Το σοκ που υποστήκαμε εκείνη τη μέρα είναι ένα από τα μυριάδες επεισόδια που έχουν να διηγηθούν άνθρωποι στο άνοιγμα των πνευματικών οριζόντων των οποίων έχει συμβάλει καθοριστικά ο Λιάκος.
Αυτό το άνοιγμα των πνευματικών οριζόντων γιορτάστηκε πριν λίγες ημέρες, στις 5 Οκτωβρίου, στη διαδικτυακή εκδήλωση των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, με αφορμή το πρόσφατο βιβλίο του Αντώνη Λιάκου, Ο ελληνικός 20ός αιώνας. Ομιλητές και ομιλήτριες ήταν πέντε πανεπιστημιακοί καθηγητές ιστορίας –όλοι και όλες μαθητές και μαθήτριες του Λιάκου–, ενώ τη διοργάνωση ανέλαβαν τα ΑΣΚΙ, ένας φορέας με βαριά παρακαταθήκη και έντονη δημόσια παρουσία. Τη συζήτηση συντόνισε η δημοσιογράφος Μαριλένα Κατσίμη, της οποίας η τηλεοπτική εκπομπή Ιστορικοί περίπατοι έχει, επίσης, συμβάλει τα τελευταία χρόνια στην καλλιέργεια της δημόσιας ιστορικής ευαισθησίας.

Γιατί έχει, όμως, τόση σημασία μια τέτοια εκδήλωση; Η απάντηση βρίσκεται στα νήματα που ενώνουν τους συμμετέχοντες: πρόκειται για μια γενιά ιστορικών, οι οποίοι και οι οποίες βρίσκονται στην ακμή της σταδιοδρομίας τους διδάσκοντας σε διαφορετικά πανεπιστήμια της χώρας και έχοντας αποτελέσει μέλη ενός κύκλου φοιτητών και φοιτητριών που συγκρότησε ο Αντώνης Λιάκος από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Αυτός ο κύκλος συνδέθηκε σταδιακά με φορείς μεγάλης βαρύτητας στα ακαδημαϊκά πράγματα, όπως τα ΑΣΚΙ, η Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού και το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. Παράλληλα, πρόκειται για ιστορικούς που συνέβαλαν στην ανανέωση της ελληνικής ιστοριογραφίας, εισάγοντας νέες προβληματικές, καταρρίπτοντας βεβαιότητες και δημιουργώντας έναν πόλο έλξης για όποιον και όποια ήθελε και θέλει να «κάνει ιστορία» κάπως αλλιώς. Τέλος, δεν πρέπει να λησμονούμε πως πρόκειται για έναν κύκλο ιστορικών που θεωρούν, χωρίς ελιτισμό, πως η ακαδημαϊκή έρευνα οφείλει να επιστρέφει στην κοινωνία και να συμβάλλει στη γενική της καλλιέργεια και ευαισθητοποίηση.
Ας επιστρέψουμε, όμως, στην ίδια την εκδήλωση. Όπως είπε η Μαριλένα Κατσίμη, το γεγονός πως η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε αναγκαστικά ψηφιακά είχε το θετικό αποτέλεσμα πως την παρακολούθησαν πάρα πολλοί. Η πλατφόρμα του zoom δεν έπεσε σχεδόν ποτέ κάτω από τη μέγιστη χωρητικότητά των 300 ατόμων, ενώ ταυτόχρονα από το Facebook παρακολούθησαν πάνω από 800 άτομα. Μια συζήτηση ακαδημαϊκών ιστορικών την οποία παρακολούθησαν πάνω από χίλια άτομα είναι, αν μη τι άλλο, κάτι πραγματικά εντυπωσιακό.
Aνάμεσα στο μερικό και το γενικό
Τη συζήτηση άνοιξε ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης (αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών), ο οποίος ανέπτυξε την πορεία του Λιάκου από την κοινωνική ιστορία στη θεωρία και ιστορία της ιστοριογραφίας. Το βιβλίο εγγράφεται στην παράδοση της συγγραφής μεγάλων εποπτικών έργων για ευρείες χρονικές περιόδους, η οποία έρχεται από τον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά έχει επιστρέψει και πρόσφατα στη βιβλιογραφία. Εμβολιάζοντας, όμως, το έργο με φρέσκες προβληματικές, ο συγγραφέας κινείται ανάμεσα στο μερικό και το γενικό, ανάλογα με τα εκάστοτε ερωτήματά του. Ταυτόχρονα, ο Λιάκος αναρωτιέται συνεχώς για το πώς έχει αναλυθεί η ιστορία που επιδιώκει να γράψει και αναδεικνύει διαφορετικές «πίστες» που, συνεξεταζόμενες, αποτελούν το ιστορικό γίγνεσθαι.
Στη συνέχεια, το λόγο έλαβε η Έφη Γαζή (καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου), η οποία εστίασε στην έννοια της διασταύρωσης διαφορετικών πεδίων προκειμένου να αναδυθεί το μωσαϊκό της ιστορικής σκέψης του Λιάκου. Συγκεκριμένα, υποστήριξε πως στο βιβλίο πραγματοποιούνται τρεις μεγάλες διασταυρώσεις: πρώτον, η ελληνική ιστορία διασταυρώνεται με την ευρωπαϊκή, τη διεθνή και τη σύγχρονη πλανητική (global)· δεύτερον, η ιστορία της ανάδειξης των πολιτικών και κοινωνικών υποκειμένων του πρώτου μισού του 20ού αιώνα διασταυρώνεται με τη βιωμένη εμπειρία του Λιάκου και της γενιάς του για το δεύτερο μισό του αιώνα· τρίτον, η ίδια η ιστορική αφήγηση διασταυρώνεται με το συνεχή αναστοχασμό του συγγραφέα γύρω από τους τρόπους με τους οποίους οι Έλληνες σκέφτονται την ιστορία τους στο συγκεκριμένο αιώνα.
Πολλά επιμέρους ερμηνευτικά νήματα
Η Ιωάννα Λαλιώτου (αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας) διερωτήθηκε πώς γράφει κανείς σήμερα μια εθνική ιστορία χωρίς, από τη μία, να περιοριστεί σε μια παρατακτική «βιογραφία» του έθνους, και χωρίς, από την άλλη, να προβεί σε μια στείρα συγκριτική ιστορία διαφορετικών εθνών. Ταυτόχρονα, ο Λιάκος δεν γράφει την εθνική ιστορία ως ρίζωμα, αλλά περιγράφει έναν κόσμο που βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση –στοιχείο που αποτελεί μια κανονικότητα της ιστορίας και όχι μια εξαίρεση. Τέλος, υπογραμμίστηκε πως η ματιά του Λιάκου ξεδιπλώνει ένα «μακρύ» 20ό αιώνα –σε αντίθεση με μια συχνή αντίληψη που θέλει τον αιώνα αυτόν να είναι ο κατεξοχήν «σύντομος–, στοιχείο που απολήγει, εκ των πραγμάτων, και σε μια ιστορία του παρόντος.
Στη συνέχεια, ο Πολυμέρης Βόγλης (αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας) εστίασε στην ασυνήθιστη σύνθεση που επιχειρεί ο Λιάκος για να προσεγγίσει τις δύο πολεμικές δεκαετίες του αιώνα (1912-1922 και 1940-1949). Σε αυτό το πλαίσιο, ο συγγραφέας μάς προσφέρει δύο βασικά ερμηνευτικά κλειδιά: πρώτον, οι δύο πολεμικές δεκαετίες αναλύονται ως τμήμα μεγαλύτερων διεθνών συγκρούσεων, τόσο σε διακρατικό, όσο και σε ενδοελλαδικό επίπεδο. Δεύτερον, διακρίνονται δύο βασικοί φορείς της βίας: αφενός το κράτος και οι μηχανισμοί του, αφετέρου οι «ένοπλοι πολίτες» που στελεχώνουν σώματα ατάκτων ή ομάδες ανταρτών. Ο πόλεμος, επίσης, είναι μια ιδιαίτερη μορφή βιοπολιτικής, καθώς αφορά τη διαχείριση πληθυσμών, σημείο από το οποίο ο Λιάκος ανάγεται σε μια «κοινωνική μηχανική του πολέμου».
Τέλος, η Δήμητρα Λαμπροπούλου (επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών), ενέταξε το βιβλίο σε μια διεθνή ιστοριογραφική συζήτηση για τον 20ό αιώνα. Ο Λιάκος προτείνει πολλά επιμέρους ερμηνευτικά νήματα, τα οποία μπορούν να συμπυκνωθούν σε τρεις μεθοδολογικούς άξονες: πρώτον, στην επισήμανση των ανισότιμων αλλά όχι μονοσήμαντων σχέσεων της Ελλάδας με το διεθνές περιβάλλον· δεύτερον, στην ενέργεια που απελευθερώνουν αυτές οι σχέσεις σε όλα τα πεδία· τρίτον, στις αντιφάσεις και στα όρια της παραπάνω διαδικασίας. Στην ίδια λογική, το βιβλίο του Λιάκου διαπερνούν ερωτήματα όπως η μονομέρεια του τρόπου που αντιμετωπίζονται συνήθως οι διεθνείς επαφές της χώρας, η ανάγκη για την εγγραφή των μετακινήσεων σε ευρύτερες πληθυσμιακές ροές, ο ρόλος του κράτους ως διαχείριση και έλεγχος πληθυσμών, καθώς και, φτάνοντας στο σήμερα, οι βαθύτερες διεργασίες που έφεραν την πρόσφατη οικονομική κρίση.
Η ιστορία, αξεδιάλυτα δεμένη με την πολιτική
Αφού τοποθετήθηκαν οι ομιλητές και οι ομιλήτριες, το λόγο έλαβε ο Αντώνης Λιάκος. Ο συγγραφέας τόνισε πως ο 20ός αιώνας επανέρχεται διαρκώς ως ένα πρακτικό παρελθόν (ένας όρος που αφορά το πόσο «ενεργό» είναι το παρελθόν στο σήμερα), και πως, στις μέρες μας, το παρελθόν γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας μέσω πολλαπλών πεδίων. Η ιστορία, ανέφερε, αποτελεί «επιχείρημα του παρόντος», και έφερε ως παράδειγμα τη σύγχρονη συζήτηση για τα μνημεία μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ. Ο 20ός αιώνας, κατέληξε, δεν μπορεί να εξετάζεται ούτε μονοσήμαντα ούτε υπό το φως ξεπερασμένων διπόλων.
Η συζήτηση για το βιβλίο του Λιάκου, η οποία έληξε με πολύ ενδιαφέρουσες ερωτήσεις του κοινού, ήταν ένα σημαντικό ιστοριογραφικό γεγονός. Τα ερωτήματα που έχουν απασχολήσει κατά καιρούς τους ομιλητές και τις ομιλήτριες επανέρχονταν στις τοποθετήσεις τους, ως αποτέλεσμα όσων γράφονται στο βιβλίο, αλλά και ως αντηχήσεις μιας διαρκούς και ευρύτατης ιστοριογραφικής συζήτησης. Και, εφόσον η ιστορία είναι αξεδιάλυτα δεμένη με την πολιτική, αναδυόταν ταυτόχρονα και μια βαθιά έγνοια για το πώς το χθες εκβάλλει στο σήμερα, όσο το σήμερα επικαθορίζει τους τρόπους με τους οποίους βλέπουμε το χθες. Αυτό το εκκρεμές, που αποτελεί ίσως το πιο καίριο ερώτημα των σημερινών ιστορικών σπουδών, επεσήμαινε ο Αντώνης Λιάκος στα μαθήματά του, όταν μας επαναλάμβανε, ακούραστα, τη γνωστή φράση του William Faulkner: «The past is never dead. It’s not even past».