Αν κάποια πράγματα αποσαφηνίζονται όλο και περισσότερο, τρεις βδομάδες πριν την ημέρα των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, είναι ότι ο μεν Τζο Μπάιντεν βαδίζει προς τον Λευκό Οίκο, ο δε Ντόναλντ Τραμπ, σαν άρρωστο και χτυπημένο ζώο, μαζεύει όσες δυνάμεις του έχουν απομείνει και με σπασμωδικές κινήσεις προσπαθεί να δείξει ότι θα πουλήσει ακριβά το τομάρι του.
Ειδικά το τελευταίο χρονικό διάστημα που έχει απογυμνωθεί τελείως ο ίδιος και, με τα συνεχή δημοσιεύματα αναφορικά με την πραγματική οικονομική του κατάσταση, έχει συνθλιβεί ο μύθος του πετυχημένου επιχειρηματία που ο ίδιος καλλιεργούσε, αυτό που του έχει μείνει είναι να λειτουργεί με τον τρόπο που γνωρίζει καλά: ακρότητες, υπερβολή όχι μόνο στην έκφραση αλλά ακόμα και στην πράξη, fake news, και όλα αυτά καθημερινά, ορισμένες φορές με πολλαπλά χτυπήματα την ίδια ημέρα. Όπως ομολόγησε Αμερικανός αναλυτής σε τηλεοπτική ειδησεογραφική εκπομπή: «Είναι δύσκολο πλέον να παραδώσω στην ώρα του το κείμενο μου στην εφημερίδα. Όταν νομίζω ότι έχω τελειώσει, γίνεται κάτι που τα ανατρέπει όλα και πρέπει να το γράψω απ’ την αρχή».
Ασθένησε ή όχι από τον κορονοϊό, είναι ή δεν είναι δεσμευμένος οικονομικά από Ρώσους ολιγάρχες, έχει ο ουρανοξύστης του 62 ή 58 ορόφους, θα αποσύρει ή όχι τον αμερικανικό στρατό από το Αφγανιστάν, κατέχει την περιουσία που λέει ότι έχει ή χρησιμοποιεί τα γήπεδα του γκολφ (κατά κοινή παραδοχή όχι επικερδής επιχείρηση) που ανήκουν σε εταιρείες του για να ξεπλένει μαύρο χρήμα; Ερωτήματα κάθε άλλο παρά πολιτικά αλλά «επικοινωνιακά», που συσπειρώνουν μια μεγάλη μερίδα Αμερικανών (υπολογίζεται στο 25%) αλλά δεν του δίνουν, σήμερα πια, τη δυνατότητα να επανεκλεγεί.
Μέλημα του, το μικρό διάστημα που απομένει, είναι να βρεθεί όσο κοντά γίνεται, σε ποσοστά, με τον Τζο Μπάιντεν το βράδυ των εκλογών, ώστε μετά να προσπαθήσει να αμφισβητήσει τα αποτελέσματα από τις επιστολικές ψήφους. Για το λόγο αυτό, στελέχη της ομάδας του δημιουργούν εμπόδια σε όσους προσπαθούν ήδη να ψηφίσουν, καθώς τα ταχυδρομεία έχουν, από μέρες, αρχίσει να δέχονται επιστολικές ψήφους. Σαν να υπηρετεί τη ρήση «αν δεν μπορείς να φτιάξεις, κατάστρεψε».
Αμφισβήτηση του αποτελέσματος
Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι Αλ Γκορ, ο οποίος, αν και με στοιχεία αμφισβήτησε το τελικό αποτέλεσμα των εκλογών του 2000, εντούτοις δεν έδωσε συνέχεια προκειμένου να μην μπει ανεξίτηλη κηλίδα, με κίνδυνο να καταρρεύσει εκ των έσω το πολιτικό σύστημα που υπηρέτησε σε όλη του τη ζωή, διότι ο Τραμπ δεν είναι πολιτικός. Έπεισε τους συμπατριώτες του ότι ως πετυχημένος επιχειρηματίας, όπως εμφανιζόταν έως την αρχή αυτής της προεκλογικής περιόδου, θα μπορούσε να διοικήσει τη χώρα όπως διοικεί κάποιος μια τεράστια πολυεθνική. Όπως έλεγε, «οι πολιτικοί είναι όλοι ίδιοι και χρησιμοποιούνται σαν πιόνια από τους ισχυρούς επιχειρηματίες για να υποστηρίξουν τα συμφέροντα τους. Εγώ θα ξανακάνω την Αμερική μεγάλη». Όπως αποδείχθηκε η εικόνα αυτή ήταν ένα από τα πολλά fake news που χρησιμοποίησε. Επί των ημερών του τα fake news ξέφυγαν από το επίπεδο της επικοινωνίας και έγιναν διεθνής πολιτικός όρος. Η πολιτική που ακολούθησε, τα τέσσερα χρόνια που βρέθηκε στην προεδρία των ΗΠΑ, ήταν τόσο καταστροφική και σε εθνικό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, ώστε, σήμερα, έγκυροι αναλυτές αναφέρουν ότι θα μείνει στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης ως ο άνθρωπος ο οποίος κατέστρεψε το μύθο που είχε χτιστεί γύρω από τη φράση «αμερικανικό όνειρο».
Με αυτά τα δεδομένα δεν είναι δυνατόν να γίνει αντιπαράθεση για τις θέσεις των δύο υποψηφίων προέδρων. Αυτό αποδείχθηκε στο ένα, και μοναδικό όπως δείχνουν τα πράγματα, ντιμπέιτ που έγινε μεταξύ τους. Ο χειρότερος ελληνικός τηλεοπτικός σταθμός δεν έχει μεταδώσει αντιπαράθεση τόσο χαμηλού επιπέδου και κανένας, βέβαια, δεν έχει ακούσει τον πρόεδρο μιας χώρας να καλεί τους ακροδεξιούς «proud boys» να «βγουν στους δρόμους για να αντιμετωπίσουν τους Antifa που αποτελούν κίνδυνο για το Έθνος».
Αντιπαράθεση αντιπροέδρων
Την τιμή της προεκλογικής αντιπαράθεσης και του πολιτικού λόγου προσπάθησε να σώσει, την Τετάρτη το βράδυ, η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο αντιπροέδρων. Η Κάμαλα Χάρις των Δημοκρατικών με τον Μάικ Πενς των Ρεπουμπλικάνων, απάντησαν στις ερωτήσεις που τους έκανε η διευθύντρια του γραφείου στην Ουάσιγκτον της εφημερίδας USA Today, Σούζαν Πέιτζ. Οι εννέα ερωτήσεις που επρόκειτο να τους υποβάλει δεν ήταν εκ των προτέρων γνωστές, δεδομένη όμως ήταν μία ερώτηση για την αντιμετώπιση του κορονοϊού. Η νόσος έχει στοιχίσει, έως τώρα, τη ζωή σε πάνω από 217.000 άτομα, κατατάσσοντας την ισχυρότερη χώρα του κόσμου στην πρώτη δεκάδα, παγκοσμίως, με τα περισσότερα θύματα σε αναλογία με τον πληθυσμό της.
Απαντώντας η Κάμαλα Χάρις ισχυρίστηκε ότι ο Μπάιντεν, σε αντίθεση με τον Τραμπ, έχει ένα σχέδιο να ξεπεράσει την πανδημία, χωρίς να το αναφέρει. Ο Πενς «ξέθαψε» μια λέξη από τον προεκλογικό αγώνα του Μπάιντεν το 1988, τη λέξη «λογοκλοπή», χρησιμοποιήθηκε όταν ο Μπάιντεν κατηγορήθηκε ότι αντέγραψε εκτενή αποσπάσματα από μία ομιλία του Νιλ Κίνοκ χωρίς να αναφέρει το όνομα του βρετανού πολιτικού, λέγοντας ότι «το σχέδιο αυτό είναι που εφαρμόζει σήμερα ο Ντόναλντ Τραμπ», χωρίς ούτε αυτός να το αναφέρει. Το επόμενο θέμα που έθεσε η Σούζαν Πέιτζ ήταν ο ρόλος των αντιπροέδρων, καθώς, όπως επεσήμανε, η ηλικία των δύο κύριων υποψηφίων είναι μεγάλη!
Σε αυτό το σημείο σταματά ο πολιτικός λόγος και τη σκυτάλη την παίρνουν τα fake news και ο τηλεοπτικός Fox News που τα μεταδίδει, οι proud boys και οι Antifa, καθώς και το αμερικανικό κατεστημένο που θα πρέπει πλέον να διασώσει ό,τι μπορεί να διασωθεί από μια υπερδύναμη που οδηγείται στην κατάρρευση.
Η τρίτη προσπάθεια του Μπάιντεν
Ο Τζόζεφ Ρομπινέτ (Τζο) Μπάιντεν γεννήθηκε το 1942 και διετέλεσε αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών κατά την προεδρία του Μπαράκ Ομπάμα.
Σπούδασε νομικά και διετέλεσε γερουσιαστής από το Ντελαγουέρ από τις 3 Ιανουαρίου 1973 έως την παραίτησή του, λόγω της εκλογής του στην αντιπροεδρία, στις 15 Ιανουαρίου 2009.
Ήταν μέλος και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας. Υποστήριξε σθεναρά την παρέμβαση των ΗΠΑ στον πόλεμο της Βοσνίας, αντιτάχθηκε στον πόλεμο του Κόλπου το 1991, ψήφισε υπέρ του πολέμου στο Ιράκ το 2002, αλλά αργότερα πρότεινε ψηφίσματα για την αλλαγή της στρατηγικής των ΗΠΑ. Διετέλεσε επίσης πρόεδρος της Δικαστικής Επιτροπής της Γερουσίας, όπου ασχολήθηκε με ζητήματα όπως η πολιτική για τα ναρκωτικά, η πρόληψη του εγκλήματος και οι πολιτικές ελευθερίες.
Είναι η τρίτη φορά που διεκδικεί την προεδρία των ΗΠΑ. Τις δύο προηγούμενες δεν κατάφερε να πάρει ούτε το χρίσμα των Δημοκρατικών. Το 1988 επικράτησε ο Μάικλ Δουκάκης, ο οποίος ηττήθηκε από τον Τζορτζ Μπους (πατέρα), και το 2008 αποσύρθηκε υπέρ του τελικού νικητή των εκλογών, Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος αργότερα τον επέλεξε ως υποψήφιο αντιπρόεδρο του, τον πρώτο ρωμαιοκαθολικό αντιπρόεδρο των ΗΠΑ.
Είναι αυτός που απέμεινε να εκπροσωπεί το αμερικανικό κατεστημένο, για να μην ξαναπέσουν οι ΗΠΑ σε ατυχείς πειραματισμούς τύπου Τραμπ, μετά τις δύο συνειδητές προσπάθειες που έγιναν προκειμένου να βγει εκτός παιχνιδιού ο Μπέρνι Σάντερς.