Ο γάλλος πρόεδρος Μακρόν, αν και δεν έχει μιλήσει ακόμα, είναι σίγουρο πως θα διεκδικήσει την προεδρία την άνοιξη του 2022. Στην προοπτική αυτή εντάσσονται όλες οι δηλώσεις, οι ενέργειες και οι πολιτικές του πρωτοβουλίες. Στην επιδίωξή του αυτή έχει την αμέριστη συμπαράσταση του «μιντιακού - δημοσκοπικού» συστήματος, το οποίο έχει καταλήξει, ήδη, ότι το δίδυμο Μακρόν - Λεπέν θα βρεθεί αντιμέτωπο στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Δηλαδή, θα ξαναπαιχτεί το ίδιο σενάριο όπως το 2017. Τόσο απλά. Από τότε, όμως, πολλά πράγματα έχουν αλλάξει.

 

Ο πρόεδρος Μακρόν βρίσκεται μπροστά σε δυο τεράστιες προκλήσεις –και άλλωστε δεν είναι ο μόνος– την υγειονομική κρίση και την κοινωνικο - οικονομική που ακολουθεί. Για την πρώτη, ο Μακρόν την περασμένη άνοιξη, όταν εκδηλώθηκε η πανδημία του Covid-19, είχε δηλώσει πως «θα πάρει όλα τα αναγκαία μέτρα για την αντιμετώπισή της … ό,ποιο κι αν είναι το κόστος». Είχε ακόμη υποσχεθεί πως θα βοηθήσει στην αναβάθμιση του προσωπικού που εργάζεται στον τομέα της υγείας καθώς και ότι θα προέβαινε σε μαζικές επενδύσεις στις υγειονομικές υποδομές. «Από τότε, έξι μήνες αργότερα, τι έγινε;», ρωτάει ειδικός αναλυτής στο περιοδικό Regard. «Αν δούμε τα νοσοκομεία μας, η κατάσταση είναι εξαιρετικά κρίσιμη (…) οι ελλείψεις στο προσωπικό είναι τεράστιες. Με συνέπεια η λειτουργία των κλινικών να είναι προβληματική (…) όσο για τα διαγνωστικά τεστ, αυτά γίνονται με το σταγονόμετρο». Η κατάσταση αυτή είναι η ίδια, τόσο στο Παρίσι όσο και στα περιφερειακά νοσοκομεία. Τη στιγμή που αναμένεται, ενόψει του χειμώνα, και δεύτερο κύμα της πανδημίας.

 

Η οικονομική κρίση

 

Η δεύτερη πρόκληση είναι η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης που ακολούθησε. Με βάση τις προβλέψεις του προϋπολογισμού του 2021, η ύφεση θα φτάσει το 10% του ΑΕΠ. Το έλλειμμα του 2020 θα κυμανθεί περίπου στα 277 δισ. Ευρώ (10% του ΑΕΠ) και το 2021 θα φτάσει το 6,7% , παρά την αισιόδοξη πρόβλεψη ότι η ανάκαμψη θα προσεγγίσει το 8%. Το δημόσιο χρέος θα εκτιναχθεί στα 2.600 δισ. ευρώ για το 2020 και στα 2.800 δισ. ευρώ για το 2021, προσεγγίζοντας το 116,2% του ΑΕΠ. Ακριβώς αυτήν την αύξηση του δημοσίου χρέους επισείουν νεοφιλελεύθεροι κύκλοι, προκειμένου να εκφράσουν τις αντιρρήσεις τους στο πρόγραμμα ανάπτυξης που υποστηρίζει ο υπουργός οικονομικών Μπρούνο Λε Μερ. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα κεϊνσιανής απόχρωσης το οποίο, όμως, «δεν πρέπει να διαρκέσει». Δηλαδή, με λίγα λόγια, πρέπει να επιστρέψουμε πίσω, στις πολιτικές λιτότητας, του ανταγωνισμού, της παραπέρα συμπίεσης του εργατικού κόστους. Στο «μικρό και ευέλικτο κράτος», γεγονός που εξηγεί γιατί δεν γίνονται προσλήψεις στους κρίσιμους τομείς της υγείας κ.λπ. Έτσι, «θα απελευθερωθεί η αγορά και θα μπορέσουν να λειτουργήσουν οι επιχειρήσεις», σύμφωνα με τις δοξασίες του προεδρικού περιβάλλοντος.

Από την άλλη πλευρά, έχει ανοίξει η συζήτηση για το πρόγραμμα ανάπτυξης, την αύξηση των δημοσίων δαπανών για την οικολογική μετάβαση, ως μια από τις βασικές μεταρρυθμίσεις. Όπως όλα δείχνουν, οι μακροπρόθεσμες επενδύσεις που μπορούν να δημιουργήσουν νέες και σταθερές θέσεις εργασίας, που προβάλλει η Αριστερά, βρίσκονται και θα συνεχίσουν να βρίσκονται σίγουρα στο επίκεντρο των προεκλογικών συζητήσεων.

 

Τα μίντια θέλουν Μακρόν - Λεπέν

 

Το δίδυμο Μακρόν - Λεπέν, που προβάλλει το μιντιακό – δημοσκοπικό σύστημα, δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις σημερινές ανάγκες και απαιτήσεις των ευρύτερων κοινωνικών δυνάμεων, οι οποίες, σύμφωνα με αναλυτές, ασφυκτιούν και αναζητούν δυνατότητες να εκφραστούν πολιτικά. Τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών –που διεξήχθησαν σε συνθήκες πανδημίας– είναι αρκετά ενδεικτικά από αυτή την άποψη.

Το κόμμα του Μακρόν LEM βγήκε αρκετά αποδυναμωμένο από τις δημοτικές εκλογές, καθώς εξέλεξε τις λιγότερες δημοτικές αρχές (δημάρχους, δημοτικούς συμβούλους) σε σχέση με τη Δεξιά, τους ρεπουμπλικανούς, την ενωμένη αριστερά (ΚΚΓ, ΣΚ, κ.λπ.), τους πράσινους. Ωστόσο, ο Μακρόν ελπίζει πως μπορεί να επαναληφθεί, όπως συνέβη και στις εκλογές του 2017, το φαινόμενο της συσπείρωσης ετερόκλητων δυνάμεων που είχαν ως κοινή τους επιδίωξη την εκλογή ενός νέου, σύγχρονου πολιτικού, ώστε να δοθεί μια νέα πνοή στη χώρα. Τα δείγματα της πολιτικής του στο υπουργείο επί Ολάντ, φαίνεται πως δεν ήταν αρκετά. Σήμερα όμως, η πολιτική του δοκιμάστηκε και απέτυχε. Ο νεοφιλελευθερισμός του, τον έφερε σε σύγκρουση με τα κίτρινα γιλέκα, τα συνδικάτα και τη νεολαία. Όπως σημειώνει ένας συνδικαλιστής της CGT, οι εργαζόμενοι στην ενέργεια, τους σιδηροδρόμους, τα μεγάλα εργοστάσια, τα νοσοκομεία –ιδιαίτερα μετά την χαοτική διαχείριση της πανδημίας– δεν έχουν πει ακόμα την τελευταία τους λέξη. Και ακόμα δεν έχουν γίνει ορατές οι συνέπειες από τη διαχείριση της οικονομικής κρίσης…

 

Ρευστό το τοπίο

 

Βέβαια, πέρα από την κοινωνική κρίση, τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών έδειξαν (όπως γράψαμε στην «Εποχή»), πως ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του Μακρόν στις προεδρικές εκλογές, προτίμησε να επιστρέψει πίσω στην πολιτική οικογένεια που παραδοσιακά ψήφιζε, κυρίως τους συντηρητικούς. Σε αυτή την επιλογή διευκολύνθηκε και από την έλλειψη κομματικών οργανώσεων με πολιτική συνοχή.

Σήμερα, οι δημοσκοπήσεις δίνουν στον Μακρόν ένα 22-25% και ορισμένες φορές τον φέρνουν πίσω από τον Εθνικό Συναγερμό της Λεπέν (25-27%). Η Δεξιά, με βάση τις δημοσκοπήσεις, παραμένει σταθερά σε ένα ποσοστό κοντά στο 20%. Το μεγάλο πρόβλημα βρίσκεται στο χώρο της αριστεράς και της οικολογίας. Ο Ζαν Λυκ Μελανσόν βρίσκεται κάτω από το 10% και με πτωτικές τάσεις. Σε χειρότερη θέση είναι το Σοσιαλιστικό Κόμμα καθώς δεν είναι τυχαίο που ο Γ.Γ. του κόμματος έχει ταχθεί υπέρ της συνεργασίας με τους οικολόγους πράσινους EELV. Με αυτή την άποψη διαφωνεί ένα μεγάλο μέρος των στελεχών και των οργανώσεων του ΣΚ.

Οι δημοσκοπικές εταιρείες συνεχίζουν τις κυλιόμενες έρευνες με διαφορετικές προσωπικότητες από το χώρο του ΣΚ και, ευρύτερα, της Αριστεράς. Από τις έρευνες αυτές έγινε γνωστό πως η δήμαρχος του Παρισιού, μετά και την τρίτη επανεκλογή της, θα μπορούσε να είναι ένα πρόσωπο που θα ένωνε το χώρο της αριστεράς, της οικολογίας και των κινημάτων. Η εξέλιξη αυτή ίσως να έδινε μια λύση διεξόδου για τον κόσμο της Αριστεράς. Είναι όμως, αρκετά πρόωρο. Θα υπάρξουν σίγουρα πολλές διεργασίες μέχρι την άνοιξη του 2022. Μέχρι τότε, αυτό που είναι βέβαιο, σύμφωνα με τα συνδικάτα, οι εργαζόμενοι δεν θα μείνουν άφωνοι μπροστά στις τεκτονικές αλλαγές που αναμένονται.

Πρόσφατα άρθρα ( Ευρώπη )
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet