Η ιστορία του βραζιλιάνου Αρτουρ Φριντενράιχ του πρώτου αντιρατσιστή ποδοσφαιριστή
Εδώ και παρά πολλές δεκαετίες οι βραζιλιάνοι ποδοσφαιριστές είναι ίσως τα πιο διάσημα ονόματα του αθλήματος. Δεν υπάρχει πρωτάθλημα στο πλανήτη που να μην πρωταγωνιστούν βραζιλιάνοι παίκτες. Όμως δεν ήταν πάντα έτσι. Αρκετά χρόνια πριν το φαινόμενο Πελέ κάνει την εμφάνισή του, ένας άλλος ποδοσφαιριστής, άγνωστος σήμερα στο ευρύ φίλαθλο κοινό, μεσουρανούσε κόντρα στη ρατσιστική μισαλλοδοξία της εποχή τους, που δεν επέτρεπε στους αυτόχθονες μαύρους Βραζιλιάνους να παίζουν ποδόσφαιρο. Ο λόγος για τον Αρτούρ Φριντενράιχ. Μεγαλωμένος στη περιοχή Λουζ του Σάο Πάολο, με πατέρα έμπορο, γιος γερμανού μετανάστη και μητέρα μαύρη, απόγονη σκλάβων, ανακάλυψε στα 10 του χρόνια το ποδόσφαιρο μέσω της φυσικής αγωγής στο Κολέγιο Μακένζι, ένα ιδιωτικό εκπαιδευτήριο στο Σάο Πάολο.
Στην Βραζιλία, ήδη από τις αρχές του 1900, το ποδόσφαιρο ήταν ανεπτυγμένο, αλλά ως γερμανοβραζιλιάνος, μπορούσε να γίνει μέλος του πανεπιστημιακού σωματείου του στο Σάο Πάολο της Ζερμάνια, ενός συλλόγου γερμανικής καταγωγής παικτών, που ιδρύθηκε από γερμανούς μετανάστες και μετονομάστηκε σε Εσπόρτε Κλούμπε Πινιέιρος το 1942. Ο Αρτούρ Φριντενράιχ έγινε μέλος του συλλόγου το 1909, αλλά τα πράγματα δεν ήταν καθόλου εύκολα γι’ αυτό. Η μητρική του προέλευση, το χρώμα του δέρματος του, τον έκαναν στόχο στο ρατσισμό που επικρατούσε στην Βραζιλία στις αρχές του 20ού αιώνα. Μερικοί διαιτητές δεν καταλόγιζαν φάουλ σε μη λευκούς παίκτες. Οι αντίπαλοί του γνώριζαν βεβαίως, ότι οι αθέμιτες επιθέσεις συχνά παρέμειναν ατιμώρητες. Ο Φριντενράιχ ήταν αδύνατος και βελτίωσε τους θρυλικούς ελιγμούς στο παιχνίδι του, για να δυσκολέψει τους λευκούς του αντιπάλους να τον σταματήσουν. Όμως η ρατσιστική συμπεριφορά εντός και εκτός γηπέδων τον ανάγκαζε να βάφει τα μαλλιά του, να βάζει μπριγιαντίνη και διχτάκι πριν από κάθε αγώνα για να τιθασεύσει το μαλλί του, ενώ άλειφε το πρόσωπό του με αλεύρι για να φαίνεται λευκός. Όμως εκεί που έδινε «απάντηση» στους ρατσιστές ήταν μέσα στο γήπεδο. Πρωτοπόρος στο στυλ παιχνιδιού χρησιμοποιούσε συχνά την εναλλαγή κοντινής πάσας με τους συμπαίκτες του, ενώ θεωρείται ότι ήταν ο πρώτος που χρησιμοποιείσαι τα "ψηλοκρεμαστά" σουτ για να πετυχαίνει γκολ.
Ο «Τίγρης»
Το 1916 πήρε μέρος στον πρώτο αγώνα του Πρωταθλήματος Νότιας Αμερικής ("Campeonato Sudamericano", μετέπειτα Κόπα Αμέρικα), τρία χρόνια αργότερα το 1919, το κέρδισε με την εθνική ομάδα της Βραζιλίας, καθώς και το 1922. Στη διοργάνωση του 1919 που πραγματοποιήθηκε στη Βραζιλία, ήταν ο καλύτερος παίκτης και ο πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης σημειώνοντας το μοναδικό τέρμα του τελικού απέναντι στην Ουρουγουάη και οι Ουρουγουανοί τον ονόμασαν El Tigre («ο Τίγρης»). Μετά τον τελικό, οι δρόμοι του Ρίο πλημμύρισαν ανθρώπους καθώς άρχισαν οι εορτασμοί. Και πάνω από όλα ήταν το παπούτσι που σκόραρε το νικητήριο γκολ στο κοντάρι μιας σημαίας και ένα τεράστιο πανό που έλεγε «Το λαμπρό πόδι του Φριντενράιχ». Την επόμενη εβδομάδα, το παπούτσι του έκανε περιοδεία στο Ρίο καθώς ήταν τοποθετημένο σε θήκη κοσμηματοπωλείου για να το δουν όλοι.
Ο «Θεός των σταδίων»
Το 1925 ήταν το αστέρι της θριαμβευτικής ευρωπαϊκής περιοδείας της Ατλέτικο Παουλιστάνο. Σε 8 φιλικούς αγώνες σημείωσε 11 τέρματα με μία μόνο ήττα. Η νίκη επί της εθνικής Γαλλίας με 7-2 οδήγησε το γαλλικό τύπο να τον ονομάσει Roi des Rois du Football («Ο βασιλιάς των ποδοσφαιρικών βασιλέων»). Είχε όμως και άλλα ψευδώνυμα όπως «Fred o Destroider» (Φρεντ ο καταστροφέας) και «O Deus dos Estadios» (Ο Θεός των σταδίων). Ήταν όμως ο πρώτος που ονομάστηκε "Βασιλιάς του ποδοσφαίρου" δεκαετίες πριν τον Πελέ. Όταν η ομάδα της Ατλέτικο Παουλιστάνο επέστρεψε στην Βραζιλία, της έγινε υποδοχή ηρώων. Χιλιάδες φίλαθλοι με επικεφαλής τον Πρόεδρο της χώρας υποδέχθηκαν τον Αρτουρ και τους συμπαίκτες του.
Από το 1909, ο Αρτούρ Φριντενράιχ έπαιξε σε πολλές Βραζιλιάνικες ομάδες, κυρίως στο Σάο Πάολο. Κέρδισε το Πρωτάθλημα Παουλίστα με την Ατλέτικο Παουλιστάνο το 1918, 1919, 1921, 1926, 1927 και 1929 και με τη Φλορένστα του Σάο Πάολο το 1931.
Σε πολύ δύσκολους καιρούς, ο Αρτουρ έγινε ο πρώτος παίκτης που έσπασε τη λευκή ηγεμονία στο άθλημα. Γεννημένος σε μια ταξική κοινωνία, γεμάτη διακρίσεις, ήρθε να πρωταγωνιστήσει στον κόσμο του "όμορφου παιχνιδιού". Ο Εντουάρντο Γκαλεάνο γράφοντας για τον Αρτούρ υπογράμμισε: «Αυτός ο μιγάς με τα πράσινα μάτια καθιέρωσε το βραζιλιάνικο στυλ ποδοσφαίρου. Αυτός, ή ο διάβολος που είχε χωθεί στα πόδια του, έσπασε όλους τους κανόνες του αγγλικού ποδοσφαίρου. Έφερε στο σοβαρό στάδιο των λευκών την αυθάδεια των παιδιών με το σκούρο δέρμα που διασκέδαζαν στις φτωχογειτονιές κλοτσώντας μια μπάλα από κουρέλια. Έτσι γεννήθηκε ένα στιλ ανοιχτό στη φαντασία που προτιμά την ευχαρίστηση από το αποτέλεσμα. Από τον Φρίντενραϊχ και μετά, το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο δεν έχει ορθές γωνίες, όπως δεν έχουν και τα βουνά του Ρίο ντε Τζανέιρο ή τα κτίρια του Όσκαρ Νιμάγερ».