Ψηφίστηκε την Πέμπτη το βράδυ, στην Ολομέλεια της Βουλής, από τους βουλευτές της ΝΔ, ο νέος νόμος για την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας μέσω πολιτογράφησης, παρά τις μαζικές αντιρρήσεις που σημειώθηκαν από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, εντός και εκτός βουλής, και από τους αρμόδιους κοινωνικούς φορείς, καθώς οι νέες ρυθμίσεις δυσχεραίνουν σε μεγάλο βαθμό την απόκτησή της.
Ιδιαίτερη αίσθηση προκαλεί δε το γεγονός ότι η ψήφισή του ήρθε μία μέρα μετά τη νίκη ενάντια στο φασισμό, με την καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματική οργάνωση. Το νεοναζιστικό μόρφωμα μπορεί να οδηγείται σιγά-σιγά στη φυλακή, όμως οι ιδέες του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, της μισαλλοδοξίας που πρεσβεύει, χρειάζεται ακόμα πολλή δουλειά για να ξεριζωθούν από την κοινωνία και από τη Βουλή.
«Δεν μπορούμε να μιλάμε για νίκη απέναντι φασισμό, αν δεν καταπολεμάμε κάθε μέρα το ρατσισμό, την ξενοφοβία, τον εθνικισμό, την εργοδοτική αυθαιρεσία κοκ. Με τέτοια νομοσχέδια πάμε πίσω και αναζωπυρώνονται τα ακροδεξιά ανακλαστικά. Οι νέες προβλέψεις αποκλείουν ουσιαστικά χιλιάδες ανθρώπους από την ιθαγένεια, κυνικά, αυθαίρετα, χωρίς καμία δικαιολογία. Πρόκειται για την ιδεοληψία, το κοντόφθαλμο πλαίσιο στο οποίο κινούνται και σαφώς για την ικανοποίηση του ακροδεξιού ακροατηρίου τους
», σημειώνει στην «Εποχή» ο Γιώργος Ψυχογιός, βουλευτής και τομεάρχης Μεταναστευτικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ.
Σκανδαλωδώς δύσκολες εξετάσεις
Πιο αναλυτικά, ο νέος νόμος, πλέον της μέχρι τώρα συνέντευξης που διεξαγόταν, εισάγει τη συμμετοχή σε πανελλαδικές γραπτές εξετάσεις για την πιστοποίηση της ελληνικής γλώσσας, επιπέδου Β1, με ερωτήσεις ιστορίας, γεωγραφίας, πολιτισμού και θεσμών του πολιτεύματος, με τους συμμετέχοντες να πρέπει να συγκεντρώσουν ποσοστό επιτυχίας 70% (εξαιρούνται όσοι έχουν αποφοιτήσει από ελληνικό γυμνάσιο ή ΑΕΙ).
Η αρχική πρόβλεψη ήταν 80%, αλλά μετατράπηκε μετά τη σωρεία ενστάσεων, χωρίς να αλλάζει όμως την ουσία του προβλήματος που δημιουργεί. Ότι μειώνει, δηλαδή, την πιθανότητα κτήσης ιθαγένειας, θέτοντας ένα «ποσοστό για την επιτυχία στις εξετάσεις αναίτια υψηλό, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι για τα ξενόγλωσσα πτυχία το απαιτούμενο ποσοστό βαθμολογίας είναι μόλις το 50% ή 60», όπως τονίζει η Generation 2.0.
Να σημειωθεί εδώ ότι η οργάνωση, όπως και κανένας άλλος μεταναστευτικός φορέας, δεν προσκλήθηκε τελικά στη συζήτηση της επιτροπής στη Βουλή, θέτοντας στο περιθώριο τη φωνή των μεταναστών για ζήτημα που αυτούς αφορά και καταδεικνύοντας τη φιλοσοφία αποκλεισμού πίσω από το νομοσχέδιο.
«Ο νόμος κάνει σχεδόν αδύνατη την πρόσβαση στην ελληνική ιθαγένεια μέσω της πολιτογράφησης. Με την εισαγωγή γραπτών εξετάσεων επιπέδου Β1 από διοικητική διαδικασία, την μετατρέπει σε μια πολύ δύσκολη δοκιμασία, που ούτε πολλοί γεννημένοι Έλληνες δεν θα μπορούσαν να ανταποκριθούν», τονίζει και η Δέσποινα Παπαδοπούλου, καθηγήτρια Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Άλλωστε, η διαπίστωση της γνώσης της γλώσσας και των υπόλοιπων θεμάτων γινόταν επαρκώς και από τη συνέντευξη. Μάλιστα, κάποιες φορές ήταν κι αυτή ιδιαίτερα δύσκολη, σύμφωνα με την εμπειρία της καθηγήτριας από συμμετοχή σε σχετική επιτροπή, με πολύ εξειδικευμένες ερωτήσεις ιστορίας, αλλά και της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας.
Ταξικός αποκλεισμός
Με το νέο νόμο αυξάνονται επίσης και τα παράβολα, καθώς πέραν των 550 ευρώ που προβλεπόταν για τη συνέντευξη, τώρα θα πρέπει να πληρώσουν κι άλλα 150 (η αρχική πρόβλεψη ήταν 250) για τις γραπτές εξετάσεις.
Παράλληλα, ο νόμος χαρακτηρίζεται από έντονη ταξικότητα, καθώς εισάγει εισοδηματικά κριτήρια για την κτήση ιθαγένειας. Δικαίωμα γι’ αυτήν θα έχουν μόνο όσοι έχουν σταθερή εργασία και άνω των 7.700 ευρώ ετήσιο εισόδημα. Ο υπουργός Εσωτερικών, Τ. Θεοδωρικάκος, είπε στην Ολομέλεια ότι με αυτή την αλλαγή από την αρχική πρόβλεψη του νομοσχεδίου (άνω του ετήσιου εισοδήματος ενός ανειδίκευτου εργάτη πλήρους απασχόλησης), δεν θα υπάρχει πια πρόβλημα αποκλεισμού, όπως είχαν σημειώσει όλοι οι φορείς.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, το πρόβλημα παραμένει, καθώς και τα εισοδηματικά κριτήρια συνεχίζουν να είναι υψηλά, αποκλείοντας τους άνεργους (που είτε λαμβάνουν επίδομα, είτε όχι), εργαζόμενους μερικής και εποχιακής απασχόλησης, ή και υποδηλωμένους-αδήλωτους εργαζόμενους. «Ο υπουργός έθεσε υποκριτικά ότι η πρόβλεψη αυτή είναι για να μην προωθείται η μαύρη εργασία, την ώρα που η κυβέρνηση της ΝΔ διέλυσε τον ΣΕΠΕ και ευνοεί τα συνεργεία των εργολάβων. Όταν αποκόβεις τους ανθρώπους από οποιαδήποτε νομική διαδικασία και νόμιμη εργασία, πώς μπορείς να καταπολεμήσεις τη μαύρη εργασία; Ίσα ίσα που χωρίς ιθαγένεια, θέτεις τους ανθρώπους πιο εύκολα στο περιθώριο και την ευνοείς», εξηγεί ο Γιώργος Ψυχογιός, προσθέτοντας πως ούτως ή άλλως η κτήση ιθαγένειας δεν θα έπρεπε να συνδέεται με οποιαδήποτε εισοδηματικά κριτήρια. «Αυτό δεν υπάρχει σε άλλη ευρωπαϊκή νομοθεσία. Μπαίνουν κάποια κριτήρια, προκειμένου να διαπιστώνεται ότι οι ενδιαφερόμενοι βρίσκονται νόμιμα και μόνιμα στη χώρα, όπως πχ φορολογικές δηλώσεις προηγούμενων ετών, χωρίς όμως εισοδηματικό πήχη».
Η κτήση ιθαγένειας όφελος για την κοινωνία
Για τους λόγους αυτούς η καθηγήτρια Δέσποινα Παπαδοπούλου κρίνει πως «ο νέος νόμος βρίσκεται στη λάθος κατεύθυνση, με εθνοκεντρική και ξενοφοβική διάθεση. Αυτές οι πολιτικές αποβλέπουν σε πρόσκαιρα ψηφοθηρικά οφέλη και δεν εντάσσονται σε ένα ευρύτερο σχέδιο ανάπτυξης της κοινωνίας. Φαίνεται καθαρά η βούληση του νομοθέτη να περιορίσει την πρόσβαση στην ελληνική ιθαγένεια».
Τη στιγμή που, αντίθετα, η διεύρυνση της κτήσης ιθαγένειας θα έπρεπε να αποτελεί βασικό κομμάτι της μεταναστευτικής πολιτικής για την ένταξη, αποφέροντας οφέλη και για τους ίδιους τους μετανάστες και για την ελληνική κοινωνία εν γένει, όπως εξηγεί:
«Όταν κάποιος συμμετέχει οικονομικά και ουσιαστικά μέσα από την καθημερινότητά του σε μία χώρα, θα πρέπει να του δίνεται και η δυνατότητα να έχει όλα τα δικαιώματα. Αυτό είναι βασικό κομμάτι του κράτους δικαίου. Δεν γίνεται οι άνθρωποι να μένουν εδώ 10 και 30 χρόνια και να μην έχουν πολιτικά δικαιώματα. Ταυτόχρονα, η ελληνική κοινωνία έχει κάθε συμφέρον να εντάξει τους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Μην ξεχνάμε ότι η χώρα έχει υψηλό ποσοστό υπογεννητικότητας, και η ένταξη των μεταναστών θα μπορούσε να θεραπεύσει αυτό το πρόβλημα. Επίσης έχουμε μεγάλη έλλειψη από εργατικά χέρια τόσο στον πρωτογενή, όσο και στο δευτερογενή παραγωγικό τομέα, την ίδια ώρα που η νέα γενιά των Ελλήνων έχει γαλουχηθεί δυστυχώς με την ιδέα ότι η ενασχόλησή τους εκεί θα αποτελούσε επαγγελματική αποτυχία. Αυτό δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην οικονομία, που και πάλι η ένταξη των μεταναστών θα μπορούσε να λύσει».
Ποιες αλλαγές θα έπρεπε να γίνουν
Οι μέχρι σήμερα διαδικασίες πολιτογράφησης, βέβαια, υπήρχε χώρος να βελτιωθούν, αλλά για να συμβεί αυτό θα έπρεπε να κινηθούμε στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από το νέο νόμο.
«Παρά την ύπαρξη επαρκούς νομικού πλαισίου παρατηρούνται προβλήματα και η διεκπεραίωση των αιτημάτων προχωρά εν μέσω μεγάλων καθυστερήσεων. Το χρονικό πλαίσιο όπως οριζόταν (1 έτος) δεν τηρείται επί της ουσίας και οι συνεντεύξεις πολιτογράφησης, σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα, διενεργούνται έως και 5 χρόνια μετά την υποβολή του αιτήματος. Οι ακραίες, σε αρκετές περιπτώσεις, καθυστερήσεις οφείλονται στην υποστελέχωση των διευθύνσεων ιθαγένειας, στη δυσκολία συγκρότησης των αρμόδιων επιτροπών πολιτογράφησης και στην καθυστέρηση της έκδοσης των αναγκαίων υπουργικών αποφάσεων. Οι βελτιωτικές κινήσεις που χρειάζονται άρα, είναι η επιπλέον στελέχωση των διευθύνσεων ιθαγένειας και αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, ώστε σταδιακά να επιτευχθεί πλήρης ψηφιοποίηση των διαδικασιών. Τέλος, σε κάθε περίπτωση, είναι αναγκαίο η ελληνική πολιτεία να επανεξετάσει ολοκληρωμένα το υπάρχον σύστημα πολιτογράφησης, με σκοπό τη δημιουργία ενός νέου δικαιότερου συστήματος, κατά το οποίο η πραγματική ένταξη των αλλογενών θα συνιστά το πρωταρχικό κριτήριο για την πολιτογράφησή τους», σημειώνει στην «Εποχή» η Generation 2.0.
Ένα τέτοιο σύστημα, σύμφωνα με την καθηγήτρια Δέσποινα Παπαδοπούλου, θα ήταν η υιοθέτηση του «πιο σύγχρονου και δημοκρατικού τρόπου απόκτησης ιθαγένειας», μέσω της απλής δήλωσης, όπως συμβαίνει για τα παιδιά δεύτερης γενιάς. «Η πολιτογράφηση εν γένει είναι ένας χρονοβόρος και κοστοβόρος τρόπος, που οι προϋποθέσεις της σχεδόν πάντα καθιστούν δύσκολη την πρόσβαση στην ιθαγένεια. Θα πρέπει να υιοθετηθεί ο τρόπος της απλής δήλωσης οπωσδήποτε για τους γονείς των παιδιών δεύτερης γενιάς, όπως και γενικά για τους μετανάστες μετά την 5ετή νόμιμη και μόνιμη διαμονή τους στη χώρα -που δεν είναι ούτε εύκολη, ούτε δεδομένη- ελέγχοντας βέβαια τη γνώση της γλώσσας με προφορική συνέντευξη, χωρίς παράλογες απαιτήσεις γνώσεων».