Όσα κι αν ειπωθούν ή γραφτούν για την απόφαση του δικαστηρίου στη δίκη της εγκληματικής οργάνωσης Χρυσή Αυγή – και έχουν ήδη ειπωθεί αρκετά στοχευμένα και αστόχαστα – δεν πρόκειται να μειώσουν τη νομική, πολιτική και ηθική αξία της ετυμηγορίας. Η απόφαση αυτή είναι μια μεγάλη νίκη, ορόσημο στο διαρκή αγώνα κατά του φασισμού και του ναζισμού.
Με όλα αυτά στο χέρι, δεν πρέπει, ωστόσο, να παραβλέψουμε ότι μια απόφαση δικαστηρίου μπορεί να σημάνει το τέλος της ΧΑ, όχι όμως και το τέλος της απειλής του φασισμού. Η εγρήγορση χρειάζεται να είναι διαρκής και αδιάλειπτη, γιατί οι ρίζες αυτής της απειλής, οι λόγοι που την τροφοδοτούν δεν έπαψαν να υπάρχουν. Και όσα συμβαίνουν σήμερα, δεν προδικάζουν ευοίωνες εξελίξεις σ’ αυτό το μέτωπο.
Το έδαφος παραμένει εύφορο
Ένα σωρό πολιτικές αντιλήψεις και πρακτικές, που χαρακτηρίζουν τη δράση της επίσημης πολιτείας και συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων, εξακολουθούν να διαμορφώνουν εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη ξενοφοβικών, ρατσιστικών, εθνικιστικών αντιλήψεων, που δεν είναι δύσκολο, σε κατάλληλες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, να οδηγήσουν σε γιγάντωση της ναζιστικής απειλής.
Μήπως έπαψε η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ να παρουσιάζει τους πρόσφυγες σαν εθνικό κίνδυνο, σαν κοινωνική απειλή, σαν επικίνδυνο εισβολέα; Μήπως δεν συμπεριφέρεται ακόμα και σ’ αυτούς που δίνει τελικά άσυλο, σαν σε ανεπιθύμητους που τους αξίζει να αφεθούν στην τύχη τους χωρίς στέγη, χωρίς στοιχειώδες εισόδημα; Μήπως δεν ανέχεται η κεντρική διοίκηση αιρετούς της αυτοδιοίκησης να ενεργούν σαν επικεφαλής ξενοφοβικών ομάδων πληθυσμού; Μήπως δεν ανέχεται το κυβερνητικό κόμμα βουλευτές που δεν κρύβουν τις μισαλλόδοξες και ρατσιστικές αντιλήψεις τους; Μήπως έπαψαν να χαϊδεύονται τα αφτιά των ακραίων εθνικιστικών κύκλων για λόγους καθαρά ιδιοτελείς μικροκομματικούς; Πόσο πολύ απέχουν όλες αυτές οι καλλιέργειες από τη μετεξέλιξή τους σε φασιστικές νοοτροπίες και τη μετάλλαξή τους σε έτοιμη για ναζιστικά κόμματα ιδεολογική και πολιτική πελατεία;
Η αριστερά έχει πολλή δουλειά ακόμα
Θέλουμε πολύ δρόμο ακόμα, ώστε οι συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις, που έχουν, όπως είναι αναμενόμενο, συγγενικές σχέσεις με το ακραίο δεξιό πολιτικό φάσμα, να μη χρειάζονται αλλεπάλληλες δολοφονικές επιθέσεις, για να αποφασίσουν να κόψουν τους δεσμούς και να καταγγείλουν έμπρακτα τη δράση των φασιστικών εγκληματικών οργανώσεων. Το πόσο μακρύς και επίπονος θα είναι, πάντως, αυτός ο δρόμος, εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό και από την αποτελεσματικότητα της πολιτικής και κοινωνικής παρέμβασης της αριστεράς. Θα είναι η πολιτική και η πρακτική της τέτοια, ώστε να υποχρεώνει τη δεξιά να διαχωρίζει τη θέση της και να τοποθετείται έμπρακτα στην ίδια πλευρά με τις αντιφασιστικές δυνάμεις;
Εδώ αξίζει να σταθούμε λίγο, γιατί με αφορμή την πρωτοβουλία της «Εφημερίδας των Συντακτών» να ζητήσει δήλωση και από τον Α.Σαμαρά για τη δίκη της ΧΑ, άνοιξε πάλι μια συζήτηση που πολλοί νομίζαμε ότι έχει ολοκληρωθεί εδώ και δεκαετίες. Χρειάζεται να είναι κάθε φορά όσο γίνεται ευρύτερο το μέτωπο κατά του φασισμού; Είναι χρήσιμη και επιθυμητή η συναρίθμηση σ’ αυτό και δυνάμεων και προσωπικοτήτων του δεξιού πολιτικού φάσματος; Σημαίνει μήπως ότι μια τέτοια συνύπαρξη αναιρεί κάθε άλλη αντιπαράθεση ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερά; Τελικά, ποιος ωφελείται από μια τέτοια επιλογή, η δεξιά , ακόμα κι αν προσποιείται, επειδή «ξεπλένεται» ή η αριστερά και το αντιφασιστικό κίνημα; Ενενήντα χρόνια από τη διδακτική δεκαετία του 1930 και εβδομήντα πέντε χρόνια από τη λήξη του δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου, που εξελίχθηκε σε αντιφασιστικό πόλεμο, με ήττα και του φασισμού-ναζισμού και των βλέψεών του να τον μετατρέψει σε ήττα του κομμουνισμού, θα έπρεπε τα ερωτήματα αυτά να θεωρούνται απαντημένα από την ιστορία και από την εφαρμοσμένη θεωρία του αριστερού κινήματος.
Η τοποθέτηση της δεξιάς, μετά από δισταγμούς και υπολογισμούς , ακόμα και για τακτικούς λόγους, απέναντι στις φασιστικές επιδιώξεις, είναι θετική εξέλιξη πρώτα απ’ όλα για το αντιφασιστικό κίνημα, και κατά συνέπεια και για την αριστερά. Ακόμα κι αν η δεξιά στις τάξεις της διατηρεί πολιτικούς με ακροδεξιές απόψεις, ελάχιστα απέχουσες από τις ρατσιστικές, αυτοί θα έχουν πρόβλημα και όχι η αριστερά. Αλλά και η αριστερά δεν έχει κανένα λόγο να μην επισημαίνει αυτή την αντίφαση, ούτε της το απαγορεύει η σύμπτωσή της με ένα κόμμα της δεξιάς σε μια αντιφασιστική τοποθέτηση. Αντίθετα, απαιτεί να υπάρξουν οι συνέπειες αυτής της τοποθέτησης και στο εσωτερικό της.
Αμυντική η «θεωρία των δύο άκρων»
Ούτε πρέπει να μας παραξενεύει η προσφυγή της δεξιάς στη γνωστή «θεωρία των δύο άκρων», ως ενός επιπλέον στοιχείου και του αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου. Πολύ καλά κάνει η αριστερά και αντιστρατεύεται αυτή τη «θεωρία», που επιχειρεί να την εξομοιώσει με τη φασιστική δεξιά. Όμως οι υποστηριχτές της είναι εκείνοι που οφείλουν να εξηγήσουν πώς γίνεται να συμπέφτουν σε αντιφασιστικές τοποθετήσεις με το ένα «άκρο». Στην πραγματικότητα, η «θεωρία» τους συνιστά αμυντική τοποθέτηση. Είναι ένα φύλλο συκής για να κρύψουν την ανάγκη να αποστούν από την ταξική και ιδεολογική θέση τους ότι ένας είναι ο εχθρός, ο κομμουνισμός. Η ιστορικά βεβαιωμένη αλήθεια είναι πως εμφανίστηκε και εξακολουθεί να μας και τους απειλεί ένας εχθρός από τη δικιά τους, τη δεξιά παράταξη βγαλμένος, με τον οποίο, αφού είδαν ότι δεν μπορούν να συμμαχήσουν χωρίς τεράστιο κόστος, επιλέγουν να του αντιπαρατεθούν τελικά, συμβαδίζοντας μερικές φορές ακόμα και με τον ταξικό αντίπαλό τους. Για να συμβιώσουν μ’ αυτή την αντίφαση, χρειάζονται το κατασκεύασμα των «δύο άκρων».
Όπως και να ’χει, τη «θεωρία» αυτή χρειάζεται να την πολεμάμε και όχι να της δίνουμε έδαφος για πολιτική και επικοινωνιακή κερδοσκοπία, με αστόχαστες παρεμβάσεις, όπως του σύντροφου Κοντονή. Όσες πραγματικές διαφορετικές προθέσεις κι αν επικαλεστεί, αυτό που δυστυχώς θα μετρήσει, είναι ότι την ώρα που το δικαστήριο καταδίκαζε την εγκληματική Χρυσή Αυγή, εκείνος θύμισε τη διαφωνία του για διατάξεις του νέου ποινικού κώδικα, την οποία ήταν προβλέψιμο ότι θα αξιοποιούσε η κυβέρνηση της ΝΔ. Όχι απλώς για να βλάψει η Νέα Δημοκρατία τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος πρέπει να μάθει να αντιδρά ψύχραιμα σε τέτοιες προκλήσεις, να μην εγκαταλείπει τις εσωκομματικές του διαδικασίες αλλά να αφήνει τα όργανά του να λειτουργήσουν, να υπερασπίζεται τις ιδέες του, όπως το σκεπτικό πίσω από την μεταρρύθμιση του Ποινικού Κώδικα και όχι επιδεινώνοντας τη θέση του, αλλά για να μειώσει τη σημασία και την απήχηση μιας αντιφασιστικής νίκης μ’ ένα ρεσιτάλ μικροκομματικού ευτελισμού. Αυτό είναι που όφειλε να αποφύγει.