Από την Τετάρτη έχουν κηρυχθεί ένοχοι σχεδόν όλοι οι κατηγορούμενοι και η Χρυσή Αυγή έχει πλέον χαρακτηριστεί ποινικά ως εγκληματική οργάνωση. Πώς σχολιάζεις την απόφαση;
Κατ’ αρχάς η απόφαση αποτελεί μια τομή για το θεσμό της Δικαιοσύνης και την εμπιστοσύνη στους θεσμού, για την προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος και επομένως, ένα βήμα για την αντιμετώπιση του φασισμού, που τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να εξαπλώνεται στην Ευρώπη. Δεν θα αναφερθώ στην οικογένεια Φύσσα, γιατί αυτό που έχει υποστεί και αυτό που συνέβη στον ίδιο τον Παύλο Φύσσα, είναι κάτι που δεν μπορεί κάποιος να καταμετρήσει. Έχασε ένας νέος άνθρωπος άγρια και άδικα τη ζωή του και μια οικογένεια καταστράφηκε. Καμία απόφαση δεν θα μπορέσει να αλλάξει αυτή την κατάσταση, αλλά είναι η μοναδική ικανοποίηση που μπορεί να λάβει η οικογένειά του.
Ταυτόχρονα, σχεδόν, με την ανακοίνωση της απόφασης, διαλύθηκε από την αστυνομία η συγκέντρωση, παρότι δεν υπήρχαν βίαια επεισόδια που να πυροδότησαν αυτή την αντίδραση. Ο αρμόδιος υπουργός στο τουίτερ έγραψε πως «Από τις 20.000 που χειροκροτούσαν έξω από το Εφετείο, 600 την υποδέχθηκαν με 150 μολότοφ, πέτρες και φθορές σε 10 αυτοκίνητα της Αστυνομίας. Στην αρχή η αστυνομία έριξε νερό για να αποφύγει τα χημικά. Στη συνέχεια αναγκάσθηκε σε περιορισμένη χρήση». Ήταν στοχευμένη, θεωρείς, η διάλυση της συγκέντρωσης;
Κατά τη γνώμη μου, η αντίδραση της αστυνομίας ήταν δυσανάλογη προς τις συνθήκες. Όλες αυτές οι λεπτομέρειες, από τον αρμόδιο υπουργό, για 600 διαδηλωτές και 150 μολότοφ, δεν πείθουν. Αντίθετα, φαίνεται ότι όσοι διαμορφώνουν τα μέτρα τάξης, δεν θέλουν να βγαίνει ο κόσμος στο δρόμο και να διαδηλώνει και ότι το πλήθος πρέπει να διαλύεται βίαια με το παραμικρό. Διεθνείς κανόνες και οδηγίες υποδεικνύουν όμως, ότι η αστυνομία πρέπει να διευκολύνει τους ανθρώπους να ασκούν το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, να φροντίζει να μην κινδυνεύσουν άνθρωποι και πως αν προκληθεί η αστυνομία, υπάρχουν συγκεκριμένες τακτικές ήπιας αντιμετώπισης. Στη συγκεκριμένη διαδήλωση, δεν είναι άμεσα κατανοητό για ποιο λόγο υπήρξαν τόσο έντονες αντιδράσεις από την αστυνομία.
Όσον αφορά την απόφαση, ένα σημείο έντονης κριτικής είναι η αλλαγή του ποινικού κώδικα που θα διευκολύνει τους κατηγορούμενους, και ειδικά την ηγεσία, «να πέσουν στα μαλακά». Για μία ακόμα φορά, μπαίνει στο «ζύγι» ένα έγκλημα, αντί να συζητηθεί ο αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισής του. Ποια η γνώμη σου;
Όσοι καταδικάστηκαν ως μέλη και διευθύνοντες την εγκληματική οργάνωση, λογικά δεν θα καταδικαστούν μόνο για αυτή την πράξη: είναι και άλλες και θα το δούμε, όταν θα υπάρξει η επιμέτρηση και συγχώνευση ποινών. Προσωπικά εκτιμώ ότι το μείζον ζήτημα δεν είναι αν κάποιος θα μείνει δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια στη φυλακή, αλλά πώς δεν θα οργανώσει άλλη μία Χρυσή Αυγή, μέσα στη φυλακή. Είναι, δηλαδή, πολύ σύνθετο το ζήτημα. Φοβάμαι ότι όλη η συζήτηση για το ύψος της ποινής παρακάμπτει τη συζήτηση για την ουσιαστική σημασία της. Δηλαδή, πρέπει να απαντήσουμε «γιατί βάζουμε κάποιον στη φυλακή» από την ίδια αξιακή και δικαιοπολιτική θέση, είτε έχουμε ενώπιον μας έναν νεαρό που έχει παρεκκλίνει μιας πορείας, είτε έναν στυγνό εγκληματία, είτε όταν έχουμε έναν προκλητικό και κυνικό εγκληματία - φασίστα. Στην Ελλάδα δεν συζητάμε γιατί κλείνουμε κάποιον στη φυλακή, αλλά για πόσο καιρό τον κλείνουμε. Η φυλακή είναι όντως το έσχατο μέσο που έχουμε ως αντίδραση. Όμως, θα πρέπει να δούμε ποιο είναι το αποτέλεσμα: έτσι αναγκαστικά ξαναγυρίζουμε στη διερεύνηση του σκοπού της ποινής. Από την άποψη αυτή, δεν μπορείς να σταθμίζεις την ποινή και να κρίνεις τον Ποινικό Κώδικα λαμβάνοντας υπόψη μονάχα ένα συγκεκριμένο έγκλημα. Η μεταρρύθμιση που έγινε, αποφάσισε –και αυτό ήταν πολιτική επιλογή- τη γενική μείωση του ύψους των ποινών, για πολλούς λόγους και όχι μόνο επειδή το Συμβούλιο της Ευρώπης μας καταδίκαζε ως χώρα. Οι εγκληματολόγοι ξέρουμε ότι είναι αναποτελεσματικός ο μακροχρόνιος εγκλεισμός, είναι αναποτελεσματικός ο συγχρωτισμός κρατουμένων σε συνθήκες υπερσυνωστισμού, για να αποτρέψεις μελλοντικά εγκλήματα. Αυτά τα έχει λύσει η θεωρία και η έρευνα, γιατί ξαναγυρνάμε πίσω, δεν το καταλαβαίνω. Η γενική τάση του Ποινικού Κώδικα να περιορίζει το ύψος των ποινών, προσωπικά, υπό το σκεπτικό που ανέφερα με βρίσκει σύμφωνη. Αλλά οι διατάξεις που είναι άστοχες δεν είναι αυτές για τις οποίες γίνεται λόγος. Από εκεί και πέρα, αν δεν θέλουμε χαμηλές ποινές να το πούμε: Να πούμε δηλαδή, ότι θέλουμε να «αποθηκεύουμε» τους εγκληματίες στη φυλακή και να τους «ξεχνάμε». Διότι ο Μιχαλολιάκος και η παρέα του, πλέον, είναι και με τη βούλα κοινοί εγκληματίες. Αυτό που λέω, δηλαδή, είναι ότι έχει σημασία η μεταχείριση από εδώ και πέρα και όχι τόσο το χρονικό εύρος της ποινής εγκλεισμού.
Κατά τη διάρκεια της δίκης αποκαλύφθηκε εμπλοκή της Χρυσής Αυγής στην αστυνομία και τον κρατικό μηχανισμό. Αυτό το γεγονός μπορεί να διερευνηθεί περαιτέρω; Προβλέπεται; Γίνεται;
Σαφώς και προβλέπεται με συγκεκριμένες διαδικασίες. Το ερώτημα είναι όντως γιατί δεν επεκτάθηκαν οι έρευνες και επίσης, εάν μιλάμε για διείσδυση της Χρυσής Αυγής στην αστυνομία ή για συνεργασία της αστυνομίας με τη Χρυσή Αυγή. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Η διείσδυση της Χρυσής Αυγής στην αστυνομία, υποθέτω, είναι μια εύλογη επιδίωξη. Όλες οι εγκληματικές οργανώσεις θέλουν να έχουν πρόσβαση στην αστυνομία. Από εκεί μέχρι το ότι «η αστυνομία συνεργάζεται με τη Χρυσή Αυγή» είναι πολύ μεγάλη απόσταση. Το δεύτερο σημαίνει ότι οργανωμένα, συστηματικά και μέσα από συγκεκριμένες δράσεις η ηγεσία της αστυνομίας ή Τμημάτων της (άρα όχι ατομικά) διευκολύνει, κάνει ότι δεν βλέπει ή συνεργάζεται σε εγκληματικές πράξεις. Και αυτό το σκέλος, προσωπικά, δεν πιστεύω ότι συμβαίνει. Από την άλλη, η διείσδυση της Χρυσής Αυγής στην αστυνομία αποτυπώθηκε και είναι ένα ζήτημα που η αστυνομία μπορεί να αντιμετωπίσει άμεσα και συστηματικά.
Και τώρα τι γίνεται; Τελειώσαμε με τη Χρυσή Αυγή;
Αυτό είναι το πρώτο ερώτημα: Η Χρυσή Αυγή δεν μας προέκυψε ξαφνικά. Επομένως, όσοι τώρα λένε ότι «επί των ημερών μας αποκαλύφθηκε η Χρυσή Αυγή», παραβλέπουν ότι επί των ημερών τους εγκλημάτησε. Η δολοφονία Φύσσα έγινε στην ίδια κυβέρνηση που είχε 32 σχετιζόμενες υποθέσεις στο συρτάρι. Είναι στο πλαίσιο της κοινής λογικής να υποθέσουμε, ότι όταν μια οργάνωση επί τριάντα χρόνια δρα και μένει ασύλληπτη, από κάπου συγκαλύπτεται. Υπήρξε μια συλλογική νοοτροπία αποδοχής της δράσης της Χρυσής Αυγής και αυτή ήταν που την έκανε για τρεις δεκαετίες ανεκτή. Δεν αρκεί, λοιπόν, μόνο να χαιρόμαστε που καταδικάστηκε τώρα. Πρέπει να απαντήσουμε και τι κάναμε τόσο καιρό. Και ερχόμαστε στο δεύτερο ερώτημα, τι κάνουμε τώρα. Θα αναληφθούν σοβαρές πολιτικές δράσεις και πρωτοβουλίες στην κοινωνία, στα σχολεία, στην τηλεόραση, τα μίντια κ.λπ., για να αποδομηθεί η «υπόγεια» κουλτούρα του φασισμού και του ναζισμού, οι θύλακοι αναπαραγωγής της δράσης τους, η έμμεση επιβράβευση τους στο δημόσιο λόγο και χώρο; Θα συζητήσουμε για αυτά ή θα μείνουμε στο τι έκανε ο Σαμαράς, ο ΣΥΡΙΖΑ και το πολιτικό σύστημα; Δεν είναι πια αυτή η συζήτηση. Έχουμε περάσει στην επόμενη μέρα. Και το ζητούμενο είναι το επίπεδο μεταχείρισης των κρατουμένων-χρυσαυγιτών. Αυτές είναι οι τρεις παράμετροι (αποδόμηση της κουλτούρας και των μηχανισμών της Χρυσής Αυγής, να απαντηθεί γιατί δεν κάναμε κάποια πράγματα και να πούμε τι θα γίνει από εδώ και μπρος) που βάζουν το πλαίσιο μιας νέας πολιτικής.
Η Σοφία Βιδάλη είναι καθηγήτρια εγκληματολογίας και αντεγκληματικής πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.