Κώστας Κατσάπης, «Οι καταραμένοι. Σπαράγματα κοινωνικής ιστορίας, αντίδοτο στη νοσταλγία του εξήντα», εκδόσεις Οκτώ, 2019

Η δεκαετία του 1960, και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, υπήρξε σημαδιακή και έμεινε στη συλλογική μνήμη ως μια περίοδος που η νεολαία επαναστάτησε, διεκδίκησε νέους ρόλους και τελικά πέτυχε να τραβήξει μια γραμμή σε σχέση με το παρελθόν, ιδίως στον τομέα της ηθικής και των ηθών, σπάζοντας νοοτροπίες που κρατούσαν μέχρι και αιώνες.
Βέβαια αυτό δεν είναι κάτι που έγινε αποκλειστικά τότε, είναι οπωσδήποτε απότοκο μιας αλυσίδας αλλαγών της νεωτερικής, βιομηχανικής εποχής που οδήγησε αναπόφευκτα στη σύγκρουση, καθώς η νέα εποχή του διεθνοποιημένου, ελεύθερου εμπορίου και της κατανάλωσης δεν συμβάδιζε πια με το πατριαρχικό και απόλυτα εξουσιαστικό μοντέλο των προηγούμενων περιόδων. Κάτι που εξηγεί και την αμφίπλευρη πολιτικά κριτική που δέχθηκε η νεανική εκείνη εξέγερση, αφενός από τους υπερσυντηρητικούς δεξιούς, αφετέρου από τους θεματοφύλακες των ηθών κομουνιστές της εποχής, που ερμήνευαν τα γεγονότα σχεδόν αποκλειστικά στο πλαίσιο του ευρύτερου ιμπεριαλιστικού σχήματος και της πολύπλευρης αμερικανικής διείσδυσης στις δυτικές κοινωνίες.
Ωστόσο, είναι γεγονός πως τη δεκαετία εκείνη υπήρξε κορύφωση μιας έκρηξης νεολαιΐστικων κινημάτων, ιδίως όμως μια μεγάλη πολιτιστική έκρηξη (σε τομείς όπως η μουσική και το σινεμά) που σημάδεψε τη νεανική ζωή και επηρέασε γενικότερα το πνευματικό κλίμα των επόμενων δεκαετιών. Όλα αυτά όμως οδήγησαν αργότερα και οδηγούν και στις μέρες μας σε μια νοσταλγική επιστροφή της μνήμης στη δεκαετία αυτή, σε μια ωραιοποίηση των συνθηκών και σε μια ρητορική που τείνει να μιλάει για «χρυσή εποχή», να περιβάλλει δηλαδή με χρυσόσκονη μια περίοδο με ποικίλες όψεις. Βοηθάει φυσικά σε αυτό και το γεγονός ότι, παρά τη μεγάλη φτώχεια που προκάλεσαν και τα ερείπια που άφησαν πίσω τους οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, ήταν μια εποχή ανάπτυξης για το δυτικό κόσμο. Τα χρόνια του ’60 ανήκουν στην περίοδο που έχει επικρατήσει να ονομάζεται «ένδοξη τριακονταετία» (ή και «χρυσή τριακονταετία»), όπου – εξαιτίας του αντίπαλου δέους της Σοβιετικής Ένωσης – επικράτησαν κεϊνσιανές λογικές και αρκετοί από τους «πολλούς» κατάφεραν να βελτιώσουν αισθητά τη θέση τους και να ευημερήσουν. Σε αντίθεση με τη σημερινή εποχή, που η μεσαία τάξη στο δυτικό κόσμο αγωνίζεται για την επιβίωση.
Η σκληρότητα μέσα από ντοκουμέντα
Ακριβώς λοιπόν πάνω σε αυτή την προβληματική έρχεται το νέο βιβλίο του Κώστα Κατσάπη να μας θυμίσει ότι η δεκαετία του ’60 δεν ήταν καθόλου ιδανική. Το αντίθετο μάλιστα, ότι από πολλές πλευρές ήταν ιδιαίτερα σκληρή, γεγονός που αποτυπώνεται σε πλήθος ντοκουμέντων της εποχής. Τον Κώστα Κατσάπη, που διδάσκει Πολιτισμική Ιστορία της Μεταπολεμικής Ελλάδας και Ιστορία της Νεολαίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου, τον έχουμε γνωρίσει από δύο πολύ σημαντικά βιβλία του: «Ήχοι και απόηχοι. Κοινωνική ιστορία του ροκ εν ρολ φαινομένου στην Ελλάδα, 1956-1967» (εκδ. Γεν. Γραμματεία Νέας Γενιάς, 2007) και «Το “πρόβλημα νεολαία”. Μοντέρνοι νέοι, παράδοση και αμφισβήτηση στη μεταπολεμική Ελλάδα, 1964-1974» (Απρόβλεπτες εκδόσεις, 2013). Ενώ επιμελήθηκε και το συλλογικό τόμο «Οι απείθαρχοι. Κείμενα για την ιστορία της αναίδειας τη μεταπολεμική περίοδο» (εκδ. Οκτώ, 2018).
Φέτος κυκλοφόρησε μια νέα, λοιπόν, πραγματεία με τίτλο «Οι καταραμένοι. Σπαράγματα κοινωνικής ιστορίας, αντίδοτο στη νοσταλγία του εξήντα» (εκδ. Οκτώ). Την έκδοση προλογίζει ο Βασίλης Βασιλικός, καθόλου τυχαία. Ο Κώστας Κατσάπης, στο εξαιρετικό αυτό βιβλίο, λέει απερίφραστα ότι για τη δεκαετία του ’60, μέχρι τώρα, έχει μιλήσει πολύ καλύτερα η λογοτεχνία (κυρίως, αλλά και το σινεμά και το τραγούδι), παρά η ιστορική επιστήμη. Το Νοέμβριο του 1966 κυκλοφόρησαν κατά διαβολική σύμπτωση ταυτόχρονα το «Ζ» του Βασίλη Βασιλικού και το «Φορτηγό» του Διονύση Σαββόπουλου. Δύο από τα σημαντικότερα πολιτισμικά «πειστήρια» του κλίματος της δεκαετίας αυτής. Ο Κώστας Κατσάπης λέει ότι από την άτυπη τριλογία σημαινόντων πολιτικών βιβλίων της περιόδου, η «Χαμένη Άνοιξη» του Στρατή Τσίρκα (το άλλο είναι το «Διπλό βιβλίο του Δημήτρη Χατζή», τα δύο αυτά βιβλία κυκλοφόρησαν το 1976) είναι το πιο «νοσταλγικό», με την έννοια ότι δεν αφήνει τις πνιγηρές πολιτικές εξελίξεις του ’65 να αλλοιώσουν το γενικό κλίμα αισιοδοξίας που αποπνέει. Αντίθετα το «Ζ», πολύ περισσότερο από ένα «φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος», είναι βιβλίο που αποτελεί πραγματικό χρονικό και «αυθεντικό τεκμήριο της καθημερινής ζωής στο κέντρο και τις λαϊκές συνοικίες της Θεσσαλονίκης».
Υλικό από έξι αστυνομικά τμήματα της Αττικής
Ο Κώστας Κατσάπης δηλώνει ευθαρσώς ότι η ιδέα του βιβλίου αυτού του γεννήθηκε από τη λογοτεχνία και, κυρίως, από βιβλία όπως τα «Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60» του Θανάση Βαλτινού, ο «Γύρος του θανάτου» του Θωμά Κοροβίνη και η άτυπη τριλογία του Πειραιά του Διονύση Χαριτόπουλου. Εδώ τα πράγματα παρουσιάζονται «όπως είναι», χωρίς δηλαδή εξωραΐσμούς, με τις τεράστιες αντιθέσεις και αντιφάσεις τους και με τη φρίκη, ακόμα, να εκτίθεται σε κοινή θέα. Ο συγγραφέας ξεκινάει με μια εκτενή εισαγωγή για το θέμα της νοσταλγίας δίνοντας τρόπον τινά το θεωρητικό πλαίσιο της έρευνάς του. Αφού λοιπόν κάνει μια αναδρομή στην έννοια του «χαμένου παραδείσου» και της «πτώσης» του ανθρώπου από μια κατάσταση ευτυχίας, έτσι όπως απαντάται – πολύ πριν το Χριστιανισμό – στον Ησίοδο, και αργότερα και στον Οβίδιο ο οποίος επινόησε την περίφημη «Αρκαδία», τον άχρονο τόπο που, με την υποτιθέμενη ευτυχία και γαλήνη που εξέπεμπε, στοίχειωσε τη δυτική κουλτούρα, αφού επίσης μιλήσει για τις ρίζες της λέξης νοσταλγία – που επινοήθηκε πρώτα ως ψυχική ασθένεια από τον Ελβετό Γιοχάνες Χόφερ το 1688 –, ο Κώστας Κατσάπης μπαίνει στο «ψητό»: αποτυπώνει και αναλύει διεξοδικά και γλαφυρά ένα παρθένο υλικό, καταγραφές του 1963 από έξι αστυνομικά τμήματα της Αττικής (Γλυφάδας, Πειραιά, Αιγάλεω, Νέας Ιωνίας, Κηφισιάς και Αγίας Παρασκευής) που υπάρχουν σήμερα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Εκεί δεν καταγράφονται μόνο εγκλήματα, καταγράφονται και συμβάντα που δεν τους αξίζει ούτε ένα μονόστηλο στις εφημερίδες. Πρόκειται για υλικό που ο συγγραφέας το χρησιμοποιεί ως μαγιά, προσθέτοντας βέβαια καταγραφές και άλλων πηγών. Επιθέσεις απατημένων γυναικών με βιτριόλι, συζυγική βία, γρονθοκοπήσεις πεθερών από έξαλλους γαμπρούς, παιδεραστία, συλλήψεις παράνομων εραστών κ.ά. Η παιδεραστία είναι λ.χ. από τα θέματα - ταμπού. Ενώ και οι απόπειρες αυτοκτονιών ήταν ιδιαίτερα αυξημένες, είτε από καταπιεσμένες γυναίκες είτε από άντρες σε απελπιστική οικονομική κατάσταση.
Πέπλα σιωπής
Ειδικά όσον αφορά τις γυναίκες, σε πολλές περιπτώσεις θεωρούνταν ότι αυτό γινόταν είτε για να συγκινηθεί ο σκληρός μνηστήρας είτε γιατί οι γυναίκες είναι «πιο ευαίσθητες», ωστόσο η αιτία θα πρέπει να αναζητηθεί μάλλον στη μεγάλη καταπίεση πατεράδων, αδελφών, συζύγων και στη διεκδίκηση δικαιωμάτων που είχαν οι άντρες δίπλα τους και εκείνες δεν διανοούνταν. «Εχθές 12-10-63 ημέραν Σάββατον και ώρα 10.45 η Ζελιλίδου Βασιλική, θυγάτηρ του Δημητρίου, ετών 20, απεπειράθη να αυτοκτονήση εντός της οικίας της δια λήψεως 28 δισκίων Λουμινάλ. Αιτία διαβήματός της λόγοι αισθηματικοί», λέει το αστυνομικό δελτίο.
Αν όμως πολλές αυτοκτονίες αποσιωπούνταν, πραγματικό πέπλο σιωπής κάλυπτε την παιδεραστία. Με αγόρια και κορίτσια. Ενώ απουσιάζουν εκκωφαντικά και οι σχετικές μελέτες, αν και τα στοιχεία υπάρχουν. «Χθες, 4-10-1963 ημέραν Παρασκευή και ώραν 19.00, παρ’ οργάνων του Α.Τ. Ν. Φιλαδελφείας και κατόπιν υποβληθείσης εγκλήσεως, συνελήφθη και αποσταλήσεται αρμοδίως ο (…), ετών 18, κάτοικος Νέας Χαλκηδόνος, ελαιοχρωματιστής, άγαμος, πτωχής οικονομικής καταστάσεως, διότι την 3-10-63 και κατά τας βραδυνάς ώρας, εντός του Άλσους Ν. Φιλαδελφείας ησέλγησεν κατά φύσιν και παρά φύσιν επί της (…), ετών 15, υπηρετρίας, κατοίκου Ν. Χαλκηδόνος, διακορεύσας συγχρόνως ταύτη. Αίτια λοιπά, περιοχή ύπαιθρον». Εκτός όμως από το αστυνομικό δελτίο υπάρχει και η λογοτεχνία που πάλι σώζει την παρτίδα. Στο «Ζ» ο Βασίλης Βασιλικός περιγράφει τον Βάγγο του τρίκυκλου που χτύπησε τον Λαμπράκη ως συστηματικό παιδεραστή. Δούλευε σχεδόν πάντα εκεί που υπήρχαν αγόρια – ως παιδονόμος, επόπτης σε κατασκήνωση, σε ποδηλατάδικο, ήταν πρόεδρος δεξιάς νεολαίας στην Κάτω Τούμπα κ.ά. Όπως πάλι ο Βασιλικός λέει, αυτή τη φορά στον πρόλογο του βιβλίου, ο Κατσάπης με τους «Καταραμένους» του «βουτά όπως ο δύτης στα βαθιά νερά για να δει τη δεκαετία από το βυθό της θάλασσας, εκεί που δεν φτάνουν οι ακτίνες του ζωοδότη ήλιου».