Τη συνέντευξη πήρε ο Παύλος Κλαυδιανός
Θα προκύψουν αλλαγές, μετά τις εκλογές, στους συσχετισμούς και στο πολιτικό σύστημα;Η ιστορική νίκη της Αριστεράς, το Γενάρη, σηματοδότησε μια αλλαγή στο σύστημα πολιτικής εκπροσώπησης, η οποία προδιαγράφει μια νέα δυναμική των πολιτικών δυνάμεων. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο επιτεύχθηκε αυτή η νίκη και οι δυσκολίες που αντιμετώπισε η πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς, οδήγησαν, μετά το δημοψήφισμα του Ιουλίου, σε μια σημαντική υποχώρηση, μια ήττα. Αυτή την ήττα πρέπει να κατανοήσουμε ως μια καμπή σε ένα μεγάλο και μακρύ πόλεμο για την επικράτηση της Αριστεράς στον αγώνα του ελέγχου της κρατικής εξουσίας. Δεν αντιμετωπίστηκε, όμως, με συλλογικές διαδικασίες, με αποτέλεσμα να υπάρχουν απολύτως δικαιολογημένες θυμικές αντιδράσεις, με κύριο χαρακτηριστικό την απογοήτευση, που, φυσικά, έχει δημιουργήσει ένα συναίσθημα απογοήτευσης και κατά συνέπεια φυγόκεντρες τάσεις. Επρόκειτο για υποχώρηση ή και ήττα αλλά δεν ήταν αποτέλεσμα προδοσίας ή «κωλοτούμπας» μιας ιδιοτελούς και «πονηρής» ηγεσίας. Για μένα επρόκειτο για ελιγμό, μπροστά σε τρομακτικά υπέρτερες δυνάμεις, για να περισωθούν δυνάμεις και η δυνατότητα για τη συνέχιση του πολέμου την επόμενη μέρα. Έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να το δούμε και να το βιώσουμε έτσι και όχι είτε σαν επιτυχία είτε ακόμη με την απλουστευτική λογική ότι δεν γινόταν διαφορετικά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και η κοινωνία
Ασκείται σκληρή κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ ότι δεν έπρεπε να προκαλέσει εκλογές.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές υποσχόμενος ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα (πρόγραμμα Θεσσαλονίκης), αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί και γι’ αυτό καταφεύγει στη λαϊκή ετυμηγορία προτείνοντας νέα πολιτική πρόταση. Αυτό αντιτίθεται στις γνωστές παθογένειες της Μεταπολίτευσης. Υπάρχει, βέβαια, και η κοινοβουλευτική διάσταση (απώλεια δεδηλωμένης), αλλά αυτό δεν ήταν το κύριο. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο, εμφορείται από άλλη λογική. Συγκροτήθηκε και αναπτύχθηκε στη βάση της υπόσχεσης ότι «θα φέρει την κοινωνία στο πολιτικό προσκήνιο». Υποσχέθηκε δε, ότι θα το κάνει με τη δράση του στο κοινωνικό πεδίο, θα πάει στα κοινωνικά κινήματα, θα μάθει απ’ αυτά, δεν θα πάει εκεί με την παράδοση της Αριστεράς της μεταπολίτευσης ως πρωτοπορία και ως πάτρωνας ή υποκαταστάτης τους. Υποσχέθηκε, ακόμη, ότι θα φτιάξει ένα κυβερνητικό πρόγραμμα, που θα λαμβάνει υπόψη του όχι τόσο τεχνοκρατικές ιεραρχίες, αλλά την εμπειρία που εισπράττει από τα κινήματα. Μάλιστα, για τον ΣΥΡΙΖΑ προϋπόθεση αυτής της στρατηγικής αποτέλεσε η έκκληση ενότητας της Αριστεράς. Αυτή ήταν η στρατηγική του, όταν έλεγε ότι δεν ενδιαφέρεται αν κάποιος προέρχεται απ΄ την τάδε ή τη δείνα ιδεολογική – κομματική καταγωγή ή κίνημα και αναφέρονταν στο όλον της Αριστεράς με τρόπο πλουραλιστικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, με τη δράση του στο κοινωνικό πεδίο και με το πρόγραμμά του, που στηρίζεται σε αυτή του την δράση επεδίωξε τη συμμετοχή και στους θεσμούς. Πατάει, επομένως, με το ένα πόδι στην κοινωνία και στην κοινωνική δυναμική και με το άλλο σε μια σοβαρή, συστηματική παρουσία στους θεσμούς: στο κοινοβούλιο, στην αυτοδιοίκηση και συνδικάτα, στους συνεταιρισμούς, στις ποικίλες συλλογικότητες πολιτών κτλ. Μ’ αυτά τα προαπαιτούμενα, θεμελίωσε και νομιμοποίησε το «δικαίωμα» να κυβερνήσει, για να διαχειριστεί την κρατική εξουσία, σ΄ άλλη λογική απ’ αυτή που είχε επιβληθεί στα χρόνια της Μεταπολίτευσης.
Δυσκολεύεται να πείσει ότι θα τηρήσει τη λογική που παρουσίασες. Αυτό δεν δείχνει η χαμηλή, ακόμη, συσπείρωσή του;Η αδυναμία αυτή προέρχεται από το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έφτασε στο 27%, το 2012, μέσα απ’ τη λογική που περιέγραψα, ωστόσο φοβάμαι ότι ακόμη και τα στελέχη του, που είχαν συνδιαμορφώσει και λειτουργούσαν στο πλαίσιο αυτής της λογικής, δεν συνειδητοποίησαν πλήρως αυτή τη στρατηγική. Δεν προέβησαν σε επιμόρφωση των στελεχών και νέων μελών, ώστε να διασφαλιστεί η εμπέδωση του «συριζαίικου τρόπου».
Έτσι, μετά το 2012, άρχισε να γίνεται υπέρ το δέον «κυβερνητικός» και να βιάζεται ν’ ανέβει στην εξουσία, περίπου, «πάση θυσία». Έδωσε πολλή έμφαση στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι και η προσφυγή στο κοινωνικό πεδίο έμοιαζε πρακτική ρουτίνας. Έπαψε να παίρνει πρωτοβουλίες στην κοινωνία, να είναι ευρηματικός όσο ήταν το 2010 ή το 2011. Φάνηκε αυτό και στη συνδιάσκεψη του 2012 και ακόμη πολύ καθαρά στο ιδρυτικό συνέδριο του 2013, όπου τα ζητήματα που συζητήθηκαν, ήταν κυρίως διαδικαστικού χαρακτήρα και αφορούσαν, περίπου αποκλειστικά και ενδεχομένως αποκομμένα από το κοινωνικό πεδίο, τα «εσωκομματικά» οργανωτικά του κόμματος. Χωρίς καμιά έμπνευση και ευρηματικότητα, η οργάνωση ήταν αδύνατο να ανταποκριθεί και να στηρίζει αυτή τη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, που μέχρι το 2012 είναι πιο καθαρή και φρέσκια.
Απόλυτη αφέλεια
Όμως, υπήρχε μια λαϊκή πίεση προς τον ΣΥΡΙΖΑ, για να κυβερνήσει.Η κριτική αποτίμηση που κάνουμε, δεν μπορεί να αποδοθεί απλώς στις ελλειμματικές επιλογές της ηγεσίας, αλλά είναι ανταπόκριση σε πραγματικές πιέσεις και αναγκαιότητες, που προέκυπταν από την κοινωνική δυναμική και την πολιτική αναγκαιότητα. Επρόκειτο για «επιστράτευση» του ΣΥΡΙΖΑ από τις λαϊκές τάξεις, που απαιτούσαν να κυβερνήσει. Έτσι, δεν αντιμετωπίστηκαν ούτε τα οργανωτικά προβλήματα του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε και οι απαραίτητες προσαρμογές στα νέα δεδομένα, που θα απαιτούσαν μια καλύτερη εμπέδωση της στρατηγικής.
Παράλληλα, υπήρξαν σειρά από αφέλειες, που έχουν να κάνουν με τη δράση του ΣΥΡΙΖΑ εντός της χώρας και την αντίληψή του στο διεθνές περιβάλλον. Υπήρχε η αντίληψη, ότι αν πάμε στην Ευρώπη και πούμε με σαφήνεια και καλά τεκμηριωμένα την άποψή μας, αυτή θα ακουστεί και θα υποχωρήσουν οι «θεσμοί». «Θεσμοί» που, ωστόσο, είναι εμποτισμένοι από τη νεοφιλελεύθερη λογική και εκφράζουν πολύ σκληρά και ανελαστικά συμφέροντα. Αυτό ήταν μια τεράστια αφέλεια, που επηρέασε καθοριστικά τη διαπραγμάτευση. Στο εσωτερικό, αν προσπαθούσαμε να κωδικοποιήσουμε τις αφέλειες, θεωρήθηκε ότι αφού εκλογικά πάμε καλά δεν χρειάζεται να έχουμε και ένα κόμμα ζωντανό, δημοκρατικό, συμμετοχικό. Η θεωρητική δουλειά αγνοήθηκε και εν πάση περιπτώσει αν πάρεις την κυβέρνηση σιγά – σιγά θα αλλάξεις και την εξουσία. Η αφέλεια αυτή, που στηρίζεται σε εργαλειακές αντιλήψεις για την εξουσία και το κράτος, οδήγησε την κυβέρνηση στην ανοχή ανθρώπων κλειδιά στη δημόσια διοίκηση, που εξυπηρετούσαν άλλη λογική ή ακόμη και τεχνοκρατών, που καταφανώς είχαν άλλη συγκρότηση από εκείνη που υπηρετούσε την κοινωνική συμμαχία του ΣΥΡΙΖΑ. Με άλλα λόγια, την κοινωνική συμμαχία που ανέδειξε το ΣΥΡΙΖΑ και που δεν αποτελείται μόνο από τις υποτελείς κοινωνικές τάξεις (των εργαζόμενων, των επισφαλώς εργαζομένων, των ανέργων κτλ) αλλά και από τη λεγόμενη μικροαστική παραδοσιακή τάξη (μαγαζάτορες, μικρέμποροι κτλ), που συνθλίβεται κάτω από τις πολιτικές λιτότητας, αλλά και τη νέα μικροαστική τάξη (ελεύθεροι επαγγελματίες, τα μορφωμένα στρώματα των πόλεων κ.ο.κ.) Αυτή τη συμμαχία έπρεπε ο ΣΥΡΙΖΑ να έχει στο μυαλό του και να την ενδυναμώνει, ούτως ώστε σιγά – σιγά με δομικές μεταρρυθμίσεις να αλλάζει συσχετισμούς και παρά τις αντίξοες συνθήκες, να ανοίγει δρόμους για έναν ευρύτερο κοινωνικό μετασχηματισμό.
Η άποψη ότι όταν θα πάρουμε την κυβέρνηση όλα θα γίνουν, ήταν μια εξόφθαλμα εργαλειακή αντίληψη.Ακριβώς! Παρά το θεωρητικό κεκτημένο της ριζοσπαστικής, ανανεωτικής αριστεράς, που στέκεται απέναντι σε εργαλειακές λογικές, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αυτό δεν το ακολούθησε. Έδειξε μια απόλυτη αφέλεια. Συνάντησε, λοιπόν, τοίχο η νέα κυβέρνηση, αποδείχθηκε πιο αναποτελεσματική απ’ αυτό που περίμενε, με αποτέλεσμα την κριτική που γίνεται, νομίζω δικαίως, ότι πέρα από τους περιορισμούς του μνημονίου, σε άλλα πράγματα όπου δεν ακουμπάει, η κυβέρνηση δεν ήταν όσο αποτελεσματική έπρεπε να είναι.
Να επιβεβαιωθεί ο πλουραλισμός
Θεωρείς ότι η σημερινή δυσκολία του ΣΥΡΙΖΑ να συσπειρώσει, εκλογικά, την επιρροή της 25ης Γενάρη, αλλά και της νέας που κέρδισε ακόμη και παρά την επαχθή συμφωνία, έχει τις ρίζες της στη μετά το 2012 περίοδο.Από το 2012 και μετά, νομίζω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε πιο «κυβερνητικός», πριν ακόμη πάρει την κυβέρνηση. Ξέχασε, κατά κάποιο τρόπο, αυτό που τον είχε φέρει στο προσκήνιο, πρωταγωνιστή των εξελίξεων στη χώρα και στην Ευρώπη, στο παγκόσμιο δημοκρατικό κίνημα. Μετά, όμως, την υποχώρηση που έγινε τον Ιούλιο, υπήρξε ο εξής κίνδυνος: η διαχείριση της ήττας να είναι βαρύτερη σε επιπτώσεις από αυτή καθεαυτή την υποχώρηση. Πρώτον, δεν έγινε μέσα από τις συλλογικές διαδικασίες του κόμματος, αν και υπήρξαν πολλές δικαιολογίες, σε ένα βαθμό κατανοητές. Αποτελεί, ωστόσο, λάθος ότι προέκυψε ένα μνημονιακό, όπως ακούστηκε πολλές φορές, κόμμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αυτό. Είχαμε μια κυβέρνηση, «με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ», η οποία απέναντι στο πραξικόπημα, πρέπει να το λέμε αυτό, υποχρεώθηκε να υποχωρήσει. Το κόμμα αυτό δομήθηκε και ενδυναμώθηκε σε τελείως άλλη λογική, όπως ανέλυσα προηγουμένως, αντλώντας δύναμη από την αγωνία και τους αγώνες της αντίστασης κατά της λιτότητας όλα αυτά τα χρόνια.
Σε ποια βάση, λοιπόν, μπορεί να επιτευχθεί η συσπείρωση;Πρώτα απ’ όλα, πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να επαναβεβαιώσει τον πλουραλιστικό, με όρους ριζοσπαστικής, ανανεωτικής Αριστεράς, χαρακτήρα του κόμματος και της μέλλουσας κυβέρνησης, έχοντας πάρει κάποια μαθήματα απ΄ τη θητεία των επτά μηνών. Δεύτερον, τα πρόσωπα που θα επιλεγούν θα πρέπει να σηματοδοτούν αυτό το κεκτημένο. Τρίτον, πρέπει να εκτιμήσουμε τη σημασία, που έχει η κυβερνητική διαχείριση του κράτους. Δεν μπορεί κάποιος να λέει «μα, είναι δύσκολα τα πράγματα, φεύγω από τη διαχείριση του κράτους». Διότι, τους κρατικούς πόρους - δεν αναφέρομαι στα χρήματα - όταν τους διαχειρίζεται η ριζοσπαστική αριστερά, που επιδιώκει την ενδυνάμωση υποτελών τάξεων και εξ αυτού θέλει να αλλάξει θεσμούς και σχέσεις, ώστε να ανατρέψει το κρατικοκεντρικό μοντέλο διαχείρισης και να το κάνει κοινωνιοκεντρικό, δεν μπορεί να αδιαφορεί για το ποιος θα τους διαχειρίζεται. Αντίθετα, θα πρέπει να τους διαχειρίζεται με ευρηματικό τρόπο, ιδιαίτερα κάτω από τους περιορισμούς που βάζει η νέα συμφωνία. Κάτι ακόμη που πρέπει να γίνει, και νομίζω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ το κάνει σε ένα βαθμό, είναι να ανέβει στην ατζέντα η σημασία που έχει η επαναδιαπραγμάτευση του χρέους, να συνδεθεί με ένα πρόγραμμα επενδύσεων στον κοινωνικό τομέα. Αυτά δεν θα απαλύνουν μόνο τις δυσκολίες, που επιβάλλει αυτή η συμφωνία στο κοινωνικό πεδίο, αλλά θα δίνουν και ένα, έστω μικρό, όραμα, μια θετική ματιά για το άμεσο μέλλον των υποτελών τάξεων. Να αναδειχθεί η συμβολή της στη νέα στρατηγική, ενός νέου οράματος, που πρέπει να δώσουμε στην ελληνική κοινωνία για να αναθερμανθεί η ελπίδα του ΣΥΡΙΖΑ. Πρέπει, επίσης, να ανασκευάσουμε την πληγωμένη και όχι και τόσο δημοκρατική λειτουργία του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν μπορεί, παρά το κόμμα γρήγορα να προχωρήσει σε ένα συνέδριο, το οποίο, με συριζαίικο τρόπο, θα πρέπει να συγκροτηθεί, να αξιοποιήσει τις γέφυρες με όσους απογοητεύθηκαν, κουράστηκαν, απολύτως δικαιολογημένα το ξαναλέω, και φαίνεται ότι πρόσκαιρα, θέλω να πιστεύω, αποστρατεύτηκαν από την υπόθεση, που λέγεται ΣΥΡΙΖΑ και τόσο ενέπνευσε.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κοινωνικά προσανατολισμένη πολιτική δύναμη, αυτό είναι σαφές και όσοι νομίζουν ότι αυτό χάθηκε με την εξαναγκαστική συμφωνία, κάνουν λάθος. Ωστόσο δυο στοιχεία στο θεωρητικό εξοπλισμό του πάσχουν, δεν είχαν αφομοιωθεί και, δυστυχώς, τώρα θα μας χρειαστούν πάρα πολύ. Το ένα είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μόνο αντιμνημονιακό κόμμα, αλλά αριστερό, άρα έχει μεγάλο εύρος να δρα, ιδίως σε μια κοινωνία όπως η ελληνική. Το άλλο, είναι ο στόχος -προπαντός η ικανότητα να τον υλοποιείς - του μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας. Εξάλλου αυτά τα δυο λειψά χαρακτηριστικά προσπαθεί να υπογραμμίσει η συζήτηση που κάνουμε ως τώρα.Γι’ αυτό και εγώ επέμενα στην ανάγκη να ανανεώσουμε, να ανακτήσουμε, να αναπτύξουμε, συνειδητοποιήσουμε και συστηματοποιήσουμε τη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ. Εδώ και πολύ καιρό, ήταν σαφές ότι έπρεπε να απαλλαγούμε από τον αντιμνημονιακό χαρακτήρα και να επιμένουμε ότι είμαστε ενάντια στη λιτότητα και την εσωτερική υποτίμηση και ότι αυτό ουσιαστικά, στη σημερινή συγκυρία, είναι και αντινεοφιλελεύθερο και, εντέλει, με έναν τρόπο, αντικαπιταλιστικό. Δεν έγινε και πρέπει να γίνει τώρα, να είμαστε ευρηματικοί και σε πεδία που δεν πιάνει το μνημόνιο, αλλά ακόμη και σε πεδία που πιάνει το μνημόνιο. Αυτή η τακτική μας δίνει μια άλλη δύναμη, μια άλλη προοπτική, γνωρίζοντας – και λέγοντας – ότι αυτό δεν είναι το μάξιμουμ που θέλουμε, το διαχειριζόμαστε, αλλά παράλληλα και με τη μείωση του χρέους, με δημοκρατικές τομές που πρέπει να κάνουμε σ΄ ό,τι αφορά τη διαφάνεια, τη διαφθορά, την αναβάθμιση της τοπικής αυτοδιοίκησης, τον εκδημοκρατισμό της δημόσιας διοίκησης, τη φοροδιαφυγή κ.ά., με άλλα λόγια ένα σύνολο μεταρρυθμιστικών τομών, που θα υπονομεύσουν ουσιαστικά τον αναπαραγωγικό πυρήνα του ελληνικού καπιταλισμού. Διότι η διαφθορά, τα λεγόμενα διαπλεκόμενα, είναι συστατικό στοιχείο της αναπαραγωγής του ελληνικού καπιταλισμού, δεν είναι απλώς ηθικό ή απλώς νομικό στοιχείο. Η συζήτηση είναι μεγάλη, διότι ένα τέτοιο σχέδιο μετασχηματισμού εμπλέκει όλες τις δυνάμεις του κόμματος. Ο Αλέξης Τσίπρας, πράγματι, στην προτελευταία Κ.Ε. σημείωσε ότι θέλουμε να εκκινήσουμε τις διαδικασίες για τον γενικότερο κοινωνικό μετασχηματισμό. Πρέπει να συζητηθούν όλα αυτά, προχωρώντας πάντα και στην επαλήθευσή τους στην ίδια την, πάντα πλουσιότερη σε ιδέες, κοινωνία.
Να πιάσουμε το νήμα
Το πρόβλημα που συζητάμε, νομίζω, είναι και μια από τις βαθύτερες αιτίες της διάσπασης, με την έννοια της μη εμπέδωσης της στρατηγικής αυτής ή και μη αποδοχής της από όσους συντρόφους συγκρότησαν τη ΛΑ.Ε.Να θυμίσω ότι η πλειονότητα των μελών του ΣΥΡΙΖΑ, που συνδέθηκαν με τη ΛΑ.Ε, είχαν μια εργαλειακή αντίληψη για το κράτος, την οποία η πλειονότητα του ΣΥΡΙΖΑ δεν την ασπάζεται. Επίσης, δεν γινόταν απολύτως κατανοητό αυτό που έλεγε ο ΣΥΡΙΖΑ στα επίσημα κείμενά του περί κοινωνικού ελέγχου. Αυτή η τάση έδινε ιδιαίτερη έμφαση στον κρατικό έλεγχο. Είναι κατακτήσεις της ριζοσπαστικής ανανεωτικής Αριστεράς που, όπως φαίνεται, δεν τις μοιράζονταν. Ένα τρίτο στοιχείο, είναι ότι δεν μπορούσε αυτό το ρεύμα να κατανοήσει πλήρως τη σημασία των δικτύων αλληλεγγύης και των κοινωνικών κινημάτων και κατέληγε ουσιαστικά σε άρνηση συμμετοχής. Υπήρχε μια σύγχυση, διότι εθεωρείτο ότι η αλληλεγγύη είναι φιλανθρωπία. Θέλω να πω υπήρχαν πολλές παρεξηγήσεις, αλλά δεν υπήρχαν οι διαδικασίες θεωρητικής και πολιτικής αντιπαράθεσης και συζήτησης. Δεν βοήθησε και ο «ομοσπονδιακός» χαρακτήρας των τάσεων, που λειτουργούσαν λίγο ως πολύ σαν μικρά ή μεγαλύτερα δίκτυα ή ακόμη και σαν κινήσεις ή και κόμματα μέσα στο κόμμα, γι’ αυτό και δεν επέτρεπαν τη σύνθεση. Θεωρήθηκε ότι με αποφάσεις από τα πάνω, με μειοψηφίες και πλειοψηφίες στο ιδρυτικό συνέδριο θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν. Αυτό γίνεται με επίπονη δουλειά, που προϋποθέτει ένα λειτουργόν ζωντανό κόμμα, που η οργάνωσή του θα στηρίζει τη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ και που οργανωτικά θα αποτελεί το νέο που φέρνει ο «συριζαίικος τρόπος». Στην έλλειψη αυτή πρέπει να αποδοθεί, σε ένα βαθμό, η διάσπαση η οποία κοστίζει σε ενέργεια, σε αποτελεσματικότητα και σε ψήφους. Να προσθέσω κάτι ακόμη. Δεν παίρνει κανείς πρωτοβουλίες, που εξωθούν κάποιους προς την έξοδο, είτε σε πρωτοβουλίες οι οποίες υπονομεύουν τη διαχείριση του κράτους από την Αριστερά, παρά μόνο αν έχεις μια εργαλειακή αντίληψη της εξουσίας. Αντίληψη, δηλαδή, ότι εγώ εφόσον είμαι στα πράγματα και στην κυβέρνηση θα τα καταφέρω. Ή αντίθετα ότι δεν μπορώ να είμαι, διότι δεν μπορώ άμεσα να εφαρμόσω το όλον του πολιτικού μου σχεδίου και αποσύρομαι. Έτσι οι δύο αυτές απόψεις συναντήθηκαν στο ίδιο σημείο. Μπορείς να κάνεις την κριτική, και από τη μια και από την άλλη πλευρά της διαχείρισης του κράτους και της εξουσίας, αν δεν γειώσεις τα πράγματα στους πραγματικούς κοινωνικούς αλλά και πολιτικούς συσχετισμούς δυνάμεων όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και στην Ευρώπη; Ξέραμε απ΄ την ιστορία της Αριστεράς ότι δεν γίνεται κοινωνικός μετασχηματισμός σε μια μόνο χώρα, πόσο μάλλον σήμερα με διαδικασίες παγκόσμιας καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, η οποία έχει στον σκληρό πυρήνα της και θεσμικά πια λόγω ΕΕ, ένα σκληρό πυρήνα της καπιταλιστικής δυναμικής. Δεν εγκαταλείπεις, όμως, την κυβέρνηση γι’ αυτό. Να ξαναπάρουμε το νήμα και με συριζαίικο τρόπο να φτιάξουμε το κόμμα, έτσι όπως το φτιάξαμε, ενδεχομένως χωρίς πλήρη επίγνωση του τι κάνουμε, αλλά το κάναμε από το 2006 και εδώ σιγά – σιγά.
Και τα όσα επικριτικά λέγονται για το κόμμα και την αποτελεσματικότητά του να επικοινωνεί με τον λαό;
Αυτή η συζήτηση, πολύ μεγάλη, είναι προϊόν μας διάχυτης προπαγανδιστικής λογικής, που στην πραγματικότητα εκφράζει τάσεις μεταδημοκρατίας. Μιας δημοκρατίας, δηλαδή, που δεν θέλει συλλογικότητες, αλλά βλέπει τη διαχείριση της πολιτικής με, περίπου, τους όρους που λειτουργούν οι επιχειρήσεις. Αντίθετα, πιστεύω ότι υπάρχουν μερικά πλεονεκτήματα στο ΣΥΡΙΖΑ, που αν αξιοποιηθούν όχι απλώς θα ανακάμψει αλλά θα απογειωθεί. Η αρχή αυτής της θετικής προοπτικής δεν μπορεί παρά να είναι το καλό αποτέλεσμα των εκλογών της άλλης Κυριακής.