Διαψεύστηκαν ξανά η κυβέρνηση και ο κ. Μητσοτάκης προσωπικά στις διαβεβαιώσεις τους ότι αυτή τη φορά η Ελλάδα θα επιτύχει την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία. Διαβεβαιώσεις τις οποίες προέβαλε για εσωτερική κατανάλωση μολονότι ήξερε ότι κυρώσεις ούτε υπήρχαν στο τραπέζι της Συνόδου Κορυφής της περασμένης Πέμπτης και Παρασκευής, αλλά ούτε και πρόθεση να υπάρξουν – επειδή, απλούστατα, ευρωπαϊκές κυρώσεις εις βάρος της Τουρκίας θίγουν τα γερμανικά συμφέροντα της Γερμανίας, και όχι μόνον αυτής.
Αν η κυβέρνηση εννοούσε σοβαρά ότι επιδιώκει –και προσδοκά εύλογα— την επιβολή κυρώσεων, θα έπρεπε να αναζητήσει τρόπους πίεσης της Γερμανίας κατά κύριο λόγο , επικαλούμενη τα δικαιώματα που έχει η Ελλάδα ως κράτος-μέλος της Ε.Ε. Αντί γι’ αυτό, έχει εναποθέσει κάθε προσδοκία της στη διαμεσολάβηση της κ. Μέρκελ. Με αποτέλεσμα η Γερμανία να επιτρέπει στην Τουρκία να δημιουργεί συνεχή τετελεσμένα. Πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα η θέση της Ελλάδας σε έναν επιδιωκόμενο, υποτίθεται, ελληνοτουρκικό διάλογο —ακόμη και στο στοιχειώδες, αφετηριακό επίπεδο των διερευνητικών επαφών με την Τουρκία— να αποδυναμώνεται εκ των προτέρων.
Η διατύπωση, από μερίδα των μέσων, ότι ο κ. Μητσοτάκης «δεν πήρε τελικά αυτό που ήθελε από τη Σύνοδο, αφού στα συμπεράσματα δεν περιλαμβάνεται αναφορά για εμπάργκο όπλων στην Τουρκία, ούτε η διορία μιας εβδομάδας για απόσυρση του Oruç Reis», είναι ατυχής. Θέλω σημαίνει διεκδικώ σθεναρά. Ήθελε η κυβέρνηση Μητσοτάκη;
Εάν ήθελε, θα μπορούσε, στη συγκεκριμένη ευκαιρία της Συνόδου Κορυφής προχθές στις Βρυξέλλες, μετά και την κραυγαλέα προκλητική επανεμφάνιση του Oruc Reis, να είχε πιέσει έγκαιρα για αλλαγή της ατζέντας της συνόδου, ώστε να συμπεριληφθεί σε αυτήν το θέμα της αναζωπυρωμένης τουρκικής προκλητικότητας. Προκλητικότητας που έρχεται τώρα να ακυρώνει ουσιαστικά την έναρξη του διαλόγου τον οποίο, υποτίθεται, επέτυχε τη προηγούμενη Σύνοδος προ δεκαπενθημέρου, με την προοπτική τα αποτελέσματα από την εξέλιξή του να κριθούν, σε ό,τι αφορά τη συμμόρφωση της Τουρκίας, στη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου.
Θα μπορούσε να επιτύχει άρδην αλλαγή της ατζέντας η κυβέρνηση; Αμφίβολο. Θα μπορούσε, ωστόσο, κατ’ ελάχιστον, να ενημερώσει —στο πλαίσιο της ατζέντας των γενικών θεμάτων (general affairs) της συνόδου— τους ευρωπαίους ηγέτες για τις παραβιάσεις και να επιμείνει αποφασιστικά ότι η προκλητικότητα είναι τέτοια που επιβάλλεται το θέμα να μην περιοριστεί στη γενικόλογη ενημέρωση και στην αόριστη καταγγελία ,αλλά να υπάρξει κοινή θέση, ώστε να αποσαφηνιστούν κυρώσεις σε περίπτωση που η Τουρκία συνεχίσει να προκαλεί, όπως εμφανώς σχεδιάζει να κάνει.
Εάν ούτε αυτή η κίνηση απέδιδε; Εάν, όπως είναι βέβαιο, θα προσέκρουε στην απροθυμία της κ. Μέρκελ να διακινδυνεύσει τη συμφωνία της με τον κ. Ερντογάν για το προσφυγικό, και, βέβαια, την οικονομική «διαπλοκή» των δύο χωρών τους; Αλλά και στην άρνηση της Ισπανίας και της Ιταλίας να αφήσουν στο έλεος μιας πιθανής τουρκικής οικονομικής χρεοκοπίας (ως αποτέλεσμα οικονομικών και άλλων κυρώσεων) τις τράπεζές τους που έχουν ανοίγματα 80 δισ. δολαρίων στην Τουρκία;
Υπήρχε πάντα η επόμενη κίνηση. Ποια; Να προχωρήσει η Αθήνα στη «μεγάλη πρόκληση». Να θέσει ζήτημα αρνησικυρίας στα άλλα θέματα της συνόδου μέχρι να υποχωρήσουν οι ανένδοτοι στο θέμα των κυρώσεων. Έχει χρησιμοποιηθεί επιτυχώς στο παρελθόν από άλλους. Προϋποθέτει, όμως, αποφασιστικότητα και αυτοπεποίθηση που η κυβέρνηση δεν διαθέτει. Θα μπορούσε, ωστόσο, να την διαθέτει. Υπό τον όρο ότι θα είχε φροντίσει να εξασφαλίσει την απαιτούμενη σύμπνοια εντός της χώρας. Δεν το φρόντισε —και ούτε πρόκειται— επειδή διακατέχεται από το φόβο ότι κινήσεις όπως αυτή θα υπονομεύσουν την κύρια μέριμνά της, αυτή που υπαγορεύει κάθε της κίνηση. Τη διατήρηση, με κάθε κόστος για τη χώρα σε τελική ανάλυση, του επιτελικού προφίλ που καλλιεργεί για τον εαυτό της ως αδιαμφισβήτητο.
Αυτή της η μέριμνα είναι που υπαγορεύει και την άρνησή της να αντιμετωπίσει με τη δέουσα προσοχή και σοβαρότητα την πρόταση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια ανατολικά και νότια της Κρήτης, με την προοπτική αυτή να συμπεριλάβει μελλοντικά την Κάσο, την Κάρπαθο και την Ρόδο, αλλά και το σύμπλεγμα του Καστελόριζου. «Πρόκειται για αναφαίρετο δικαίωμα άσκησης των κυριαρχικών της δικαιωμάτων που προβλέπονται από το διεθνές δίκαιο» και, οπωσδήποτε, για υπολογίσιμο μέσο πίεσης απέναντι στην επιθετικότητα της Τουρκίας αλλά και την αδράνεια της Ευρώπης.
Η κυβέρνηση οφείλει να εξηγήσει με επιχειρήματα —όχι με μικροπολιτικά προσχήματα τους είδους «εσείς γιατί δεν το κάνατε όταν ήσασταν κυβέρνηση;»— τους λόγους για τους οποίους αρνείται εκ προοιμίου να δει τα θετικά στοιχεία της πρότασης που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία. Τα θετικά τής άποψης ότι «οι εξελίξεις επιβάλλουν την επέκταση των χωρικών υδάτων αρχικά νότια και ανατολικά της Κρήτης, με την προοπτική επέκτασης και νότια των νησιών της Ανατ. Μεσογείου ανάλογα με τις περαιτέρω εξελίξεις». Γνωρίζει η κυβέρνηση ότι η θέση αυτή «είχε αναδειχθεί πολλές φορές από τον Αλέξη Τσίπρα, μεταξύ άλλων και στις δηλώσεις του στο Περιστύλιο της Βουλής μετά τη συνάντηση με τον κ. Μητσοτάκη». Όπως επίσης γνωρίζει ότι το «casus belli —που επικαλούνται όσοι έσπευσαν να χαρακτηρίσουν την πρότασή του «βόμβα» — αφορά αποκλειστικά το Αιγαίο», άρα δεν διακινδυνεύεται ανάφλεξη.
Αναμένεται με ενδιαφέρον αν και πότε η κυβέρνηση θα καταθέσει τεκμηριωμένα τα αντεπιχειρήματά της, αντί να περιμένει την επόμενη διάψευση των προσδοκιών της από τους εταίρους και συμμάχους στη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου.