Όσα διαδραματίστηκαν το τελευταίο δεκαήμερο με επίκεντρο την επικείμενη – τότε – απόφαση του δικαστηρίου για την εγκληματική οργάνωση Χρυσή Αυγή, θα όφειλαν να είναι ιδιαίτερα διδακτικά για την αξιωματική αντιπολίτευση. Κι αυτό γιατί αναδεικνύουν με αρκετή σαφήνεια τα κενά και τις αδυναμίες που παρουσιάζει η ανάλυσή της για την τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα και συνεπώς ο σχεδιασμός της δράσης της. Κενά και αδυναμίες που ξέρει να εκμεταλλεύεται η κυβερνώσα ΝΔ.
Προβλέψιμη η επίθεση της ΝΔ
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, πριν ακόμα ανακοινωθεί η απόφαση του δικαστηρίου, η οποία όμως διαφαινόταν ήδη ότι θα είναι καταδικαστική, έσπευσε να καταγγείλει την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ότι μεθόδευσε την τροποποίηση της νομοθεσίας, ώστε να πέσουν τα υπόδικα στελέχη της εγκληματικής οργάνωσης «στα μαλακά». Και συνόδευσε αυτή τη συκοφαντική δήλωση με την αναβίωση της γνωστής «θεωρίας των δύο άκρων». Ο τρόπος που αντέδρασε η αξιωματική αντιπολίτευση, έδειχνε ότι δεν περίμενε μια τέτοια εξέλιξη. Η σύγχυση που προκάλεσαν οι δηλώσεις Κοντονή, τις οποίες εκμεταλλεύτηκε η κυβέρνηση, ήρθε σε δεύτερο χρόνο να επιδεινώσει μια προϋπάρχουσα πραγματικότητα. Εάν είχε ορθά εκτιμηθεί η γενικότερη στάση της κυβέρνησης και της ΝΔ, θα ήταν σαφές σε όλους ότι δεν θα αφηνόταν απερίσπαστη η αντιπολίτευση να πανηγυρίσει μια καταδικαστική απόφαση και να καρπωθεί τα οφέλη από το ενωτικό κοινωνικό κίνημα που διαμορφώθηκε με σύνθημα την καταδίκη της ΧΑ.
Για το σκοπό αυτό δεν τους αρκούσε να μοιραστούν το οποιοδήποτε πολιτικό όφελος με άλλους και ιδίως με την αξιωματική αντιπολίτευση. Με τη συκοφαντική παρέμβασή τους επιδίωκαν έναν διπλό στόχο: να εμφανιστούν σαν μοναδική, συνεπής, αντιφασιστική πολιτική δύναμη και, ταυτόχρονα, να σπείρουν και τη διχόνοια στο ενωτικό κίνημα αποδυναμώνοντάς το.
Πώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί ένα τέτοιο σχέδιο; Πρώτα απ’ όλα με μια σωστή πρόβλεψη, που προϋποθέτει σωστή ανάλυση των διαθέσεων της ΝΔ. Και με μια σωστή προετοιμασία, που θα είχε κορμό την ενεργότερη συμμετοχή στο διαμορφούμενο κίνημα και στόχο την υπεράσπιση του ευρύτερου δυνατού χαρακτήρα του, βασισμένη όμως σε μια δίκαιη πολιτική κριτική για τις ευθύνες του πολιτικού συστήματος και των κομμάτων, όπου υπήρξαν. Μια τέτοια πολιτική τα εφτά χρόνια που μεσολάβησαν από τη δολοφονία του Παύλου Φύσα μέχρι την καταδικαστική απόφαση, αφενός δεν θα άφηνε έδαφος για μικροπολιτική από την πλευρά της ΝΔ, αφετέρου θα επέτρεπε, σε περίπτωση που θα την επέλεγε, την υπερφαλάγγισή της με ένα ηγεμονικό καλωσόρισμά της στο κοινό μέτωπο, το οποίο σχηματίστηκε με επιλογή και πρωτοβουλία άλλων και σε αντίθεση με κάθε κυβερνητική προσπάθεια να μονοπωλήσει τον αντιφασισμό. Δεν θα χρειαζόταν να αποκαλυφθούν εκ των υστέρων οι ευθύνες της, και μάλιστα με υπερβολές που επιχειρούν να καλύψουν παλιότερες ελλείψεις.
Προγραμματική συνείδηση
Αν χρειάστηκε να επιμείνουμε σ’ αυτό το επεισόδιο, είναι γιατί αναδεικνύει ένα σημαντικό έλλειμμα στην πολιτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στο οποίο θα μπορούσε να αποδοθεί σε μεγάλο βαθμό τόσο η ευαλωτότητά της στις επιθέσεις του μιντιακού συστήματος όσο και η δυσκολία της, μέχρι στιγμής, να εισπράξει τις μικρές έστω απώλειες της ΝΔ στο πεδίο της πρόθεσης ψήφου, και πολύ περισσότερο να μετατρέψει σε θετική διάθεση απέναντί της τη σημαντική δυσαρέσκεια που καταγράφεται πια για κρίσιμες πλευρές της κυβερνητικής πολιτικής.
Το έλλειμμα αυτό θα μπορούσε να προσδιοριστεί σαν έλλειμμα προγραμματικής συγκρότησης του αντιπολιτευτικού λόγου της. Σημαντικό εμπόδιο θα μπορούσε να θεωρηθεί και η αντικειμενική καθυστέρηση του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ και, κυρίως, της επεξεργασίας των προγραμματικών κειμένων, που χρειάζονται επικαιροποίηση, εμπλουτισμό με νέες οπτικές, όπως η περιβαλλοντική, και επένδυση με ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά ικανά να τονίσουν τη διαφορά του ΣΥΡΙΖΑ από τα άλλα κόμματα και να πείσουν για το βάθος των αλλαγών που επιδιώκει.
Όμως πέρα από το αντικειμενικό αυτό εμπόδιο, δεν υπάρχει και σοβαρή προετοιμασία μιας γενικότερης αλλά και μιας εξειδικευμένης κατά τομείς συζήτησης, ενός διαλόγου που θα προετοίμαζε το έδαφος, θα δοκίμαζε τις διαφορετικές προτάσεις και θα λείαινε τις πιθανές διαφορές αντιλήψεων. Το κυριότερο είναι ότι έτσι θα αναδεικνυόταν η χρησιμότητα και η αναγκαιότητα της σύνδεσης και της συνοχής των επιμέρους κάθε φορά θέσεων της αξιωματικής αντιπολίτευσης με τη στρατηγική επιδίωξη και με την απαραίτητη συνθηματοποίησή της, ώστε να γίνεται αντιληπτή σαν κοινός παρονομαστής σε κάθε επιμέρους τοποθέτηση για τις ανάγκες της τρέχουσας πολιτικής.
Ο πρόεδρος του κόμματος, ο Αλέξης Τσίπρας, έχει μιλήσει για μια «κοινωνική συμφωνία». Ποιος θα την μεταφράσει σε πολιτική για κάθε ενδιαφερόμενο να συμμετάσχει σ’ αυτήν; Ποιος θα τη μετατρέψει σε σύνθημα που θα συναγείρει πλήθος κόσμου γύρω από την επιδίωξη για αλλαγή κυβέρνησης, που θα σημάνει και ριζική αλλαγή πολιτικής; Παλιότερα είχε μιλήσει για «δίκαιη ανάπτυξη», που παρά τις οικολογικές ενστάσεις είχε βρει απήχηση στον κόσμο και μπορούσε να αποτελέσει διακριτικό του ΣΥΡΙΖΑ μέσα στο χαμό της ασύστολης αναπτυξιολογίας. Θα βρεθεί τρόπος να μεταφραστεί σε πρόταση ενός νέου παραγωγικού μοντέλου για την απαραίτητη παραγωγική ανασυγκρότηση; Θα συνδεθεί αυτή η ανασυγκρότηση με τον κοινωνικά και οικονομικά αναγκαίο στόχο της δραστικής μείωσης των ανισοτήτων; Θα περιγραφεί αυτή η άλλη κοινωνία που αποδείχτηκε μέσα στην πανδημία πως είναι ανάγκη πάσα να αναδυθεί από την βαριά τραυματισμένη από το νεοφιλελευθερισμό σημερινή πραγματικότητα;
Αναζητώντας την ηγεμονία
Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε για πολλή ώρα, αλλά είναι μάλλον ήδη φανερό ότι αυτό που χρειάζεται η αξιωματική αντιπολίτευση για να διεκδικήσει τη νίκη της σαν νίκη της κοινωνίας, είναι να αναδειχθεί σε ηγεμονική δύναμη, που μπορεί με τις στρατηγικές επεξεργασίες της στους κρίσιμους τομείς της εσωτερικής και της εξωτερικής πολιτικής να προηγείται της τρέχουσας πολιτικής και όχι να τρέχει πίσω από την επικαιρότητα αναζητώντας την καλύτερη απάντηση στα ερωτήματα που της θέτουν άλλοι. Πρέπει εκείνη να μορφοποιεί τα ερωτήματα της κοινωνίας και να προτείνει τις δικές της λύσεις με σταθερότητα και επιμονή, με την πεποίθηση της ορθής επιλογής και όχι με τη λογική του γρήγορου πολιτικού κέρδους.
Έτσι μπορεί να ασκηθεί σκληρή αντιπολίτευση. Γιατί σκληρή είναι η αντιπολίτευση που δεν μπορεί να την αντιμετωπίσει η κυβέρνηση με τη γνωστή επικοινωνιακή ευκολία χάρη στην υπεροπλία της, γιατί δεν αντιμετωπίζεται με ψευδείς ειδήσεις ή με έξυπνες ατάκες, στο βαθμό που γίνεται κτήμα του λαού. Σκληρή αντιπολίτευση δεν είναι να πλειοδοτείς σε κάθε ευκαιρία επιχειρώντας να υπερφαλαγγίσεις τον αντίπαλο. Γιατί , το έχουμε δει να γίνεται συχνά, έχει και ο αντίπαλος μυαλό και συχνά ελίσσεται οικειοποιούμενος δικές σου ιδέες. Κι αυτό μπορεί να σε εμφανίσει στα μάτια των πολλών και με τη βοήθεια του μιντιακού συστήματος σαν τον δρομέα που τρέχει να κοντράρει τον πρώτο, αλλά έρχεται πάντοτε δεύτερος.
Αν, όμως, έχεις καλλιεργήσει έγκαιρα τις ιδέες σου, τις θέσεις σου, τις έχεις συνδέσει με τη δική σου στρατηγική υπηρετώντας τις και προβάλλοντάς τις με συνέπεια, τέτοιου είδους ελιγμοί βγαίνουν σε βάρος εκείνου που τους επιχειρεί, γιατί αυτός θα οφείλει να εξηγήσει γιατί άλλαξε θέση και γιατί υιοθέτησε θέσεις του αντιπάλου. Ετσι διεκδικείται η ηγεμονία και διασφαλίζεται η σταθερότητα της πολιτικής τοποθέτησης. Θα πρότεινα να εφαρμόσουμε αυτή τη λογική, σαν άσκηση, στην επίλυση ενός επίκαιρου προβλήματος της εξωτερικής πολιτικής, όπως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις. Για να δούμε πόσο στρατηγικά επεξεργασμένη είναι κάθε θέση που εκφωνείται, πόσο κατανοητή γίνεται από τους πολλούς, πώς συνδέεται με το στρατηγικό στόχο και τη γενικότερη πολιτική σου, και πόσο απειλείται με οικειοποίηση από τον πολιτικό σου αντίπαλο. Αν αυτό φαίνεται υπερβολικά πολύπλοκο, ας κάνουμε την «άσκηση» με κάτι πιο μερικό και συγκεκριμένο: την πρόταση επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια.
Και επειδή ακούγονται διάφορα περί νοσταλγών της ΕΑΔΕ(1), που αποτελεί παράδειγμα λανθασμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης, να σημειώσουμε απλώς ότι υπάρχουν και χειρότερα: να οικειοποιείται η δεξιά μια πολιτική που ως αριστερά έχεις επεξεργαστεί (διάλογος με την Αγκυρα και προσφυγή στη Χάγη) και να την εντάσσει στη δική της στρατηγική, γιατί εσύ δεν θεώρησες απαραίτητο να τη θωρακίσεις μέσα σε μια σαφή στρατηγική, να την εξοπλίσεις με τα δικά σου ιδιαίτερα επιχειρήματα, να την επεξεργαστείς και να την εντάξεις σε μια γενικότερη πολιτική, να την υποστηρίξεις σαν στοιχείο της δικής σου διεκδίκησης της ηγεμονίας και όχι μόνο σαν στοιχείο τακτικής φθοράς του αντιπάλου.
(1) Εθνική Αντιδικτατορική Δημοκρατική Ενότητα, πολιτική του ΚΚΕ Εσωτερικού στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο.