Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι για να σωθεί ο πλανήτης απαιτείται η αποδέσμευση της παραγωγής από τα ορυκτά καύσιμα. Οι μόνοι που διαφωνούν μ’ αυτό είναι οι αρνητές της κλιματικής αλλαγής, οι οποίοι υπηρετούν επιχειρησιακά συμφέροντα και ανήκουν συνήθως στον ακροδεξιό χώρο.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει συντάξει ένα σχέδιο σταδιακής απανθρακοποίησης της ευρωπαϊκής οικονομίας στη βάση μιας Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας.
Σε άρθρο τους με τίτλο «Europe can’t decarbonize without democracy» [Η Ευρώπη δεν μπορεί να απανθρακοποιηθεί χωρίς δημοκρατία] που δημοσιεύτηκε στις 20 Μαρτίου 2020 στην ιστοσελίδα του Jacobin ( www.jacobinmag.com/2020/03/decarbonize-democracy-european-union-green-new-deal ), ο Ντέιβιντ Άντλερ και ο Πάβελ Βάργκαν ασκούν έντονη κριτική στο συγκεκριμένο σχέδιο το οποίο, κατά την άποψή τους, έχει στόχο μια «απανθρακοποίηση χωρίς δημοκρατία», που θα διευρύνει τις ανισότητες στην Ευρώπη και, εν τέλει, «θα στρώσει το δρόμο στους αρνητές της κλιματικής αλλαγής».
Δημοσιεύουμε αυτό το άρθρο, επιλέγοντας γι’ αυτό έναν τίτλο που μας παραπέμπει στο Νίκο Πουλαντζά, δεδομένου ότι οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε όλο τον κόσμο κατανοούν, όλο και περισσότερο, ότι βασικός πυλώνας ενός οικο-σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, αλλά και της πορείας προς αυτόν, είναι η δημοκρατία.
Χ.Γο.
«Θέλω μια Ευρώπη που να κάνει ό,τι μπορεί για την καλλιέργεια, την προστασία και την ενίσχυση της δημοκρατίας», έτσι αρχίζουν οι προγραμματικές δεσμεύσεις της [νέας προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής], Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, στις οποίες περιέχεται η υπόσχεση για την πραγματοποίηση μιας Διάσκεψης για το Μέλλον της Ευρώπης, που θα δώσει στους πολίτες την ευκαιρία να «εκφράσουν τις απόψεις τους» για τη δημοκρατική μεταρρύθμιση της ΕΕ. «Θέλω η Ευρώπη να κάνει ό,τι μπορεί για να γίνει η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος», [συνέχισε η φον ντερ Λάιεν], αναλαμβάνοντας τη δέσμευση να καταθέσει μια Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και ένα πρόγραμμα, που θα εξασφαλίζει μια «δίκαιη μετάβαση για όλους» σε μια οικονομία που δεν θα χρησιμοποιεί ορυκτά καύσιμα.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, όμως, η δημοκρατία και η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής –η Διάσκεψη και η Πράσινη Συμφωνία, αντιστοίχως– αντιμετωπίζονται ως δύο εντελώς ξεχωριστά θέματα. Είναι αλήθεια ότι η Επιτροπή έχει υποσχεθεί να καταρτίσει ένα «Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για το Κλίμα», στο οποίο προβλέπεται η συνάντηση «τοπικών κοινοτήτων, της κοινωνίας των πολιτών, της βιομηχανίας, και των σχολείων», προκειμένου «να υπάρξει δέσμευση για αλλαγή της συμπεριφοράς όλων». Όμως, στο σχέδιο της Επιτροπής για μια Πράσινη Συμφωνία δεν υπάρχει η οποιαδήποτε αναφορά στη δημοκρατία. Αντίθετα, με τον τρόπο που επιδιώκει την απανθρακοποίηση της οικονομίας εμβαθύνει το δημοκρατικό έλλειμμα της ΕΕ.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες υπάρχει μια διαρκώς αυξανόμενη βιβλιογραφία που εξετάζει τη σχέση μεταξύ της δημοκρατίας και των δράσεων για το κλίμα. Υπάρχουν αρκετές μελέτες που έχουν επιβεβαιώσει τη σύνδεση μεταξύ των δημοκρατικών θεσμών και των προσπαθειών μετριασμού της περιβαλλοντικής καταστροφής. Σύμφωνα με αυτές, ακόμα και σ’ αυτούς τους ταραγμένους καιρούς οι δημοκρατίες εξακολουθούν να είναι τα καλύτερα πολιτικά συστήματα για την αντιμετώπιση της πιο πιεστικής πρόκλησης της ανθρωπότητας. Το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει δεσμευτεί για μια Πράσινη Συμφωνία Νιου Ντιλ λόγω ενός «πράσινου κύματος» –όπου τα πράσινα κόμματα της Ευρώπης εκμεταλλεύτηκαν το «φαινόμενο Γκρέτα» με συνέπεια ένα πολύ καλό αποτέλεσμα στις ευρωεκλογές του 2019–αποτελεί μια ισχυρή ένδειξη αυτού του μηχανισμού δημοκρατικής ανταπόκρισης.
Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι κατ’ ανάγκην το αιτιώδες βέλος λειτουργεί πάντοτε και αντιστρόφως. Η δράση για το κλίμα μπορεί να διευρύνει τη δημοκρατία ή να την περιορίζει, να κοινωνικοποιεί την ατομική ιδιοκτησία ή να την σταθεροποιεί, να επεκτείνει τους χώρους κοινής ιδιοκτησίας ή να τους περικλείει. Με την Πράσινη Συμφωνία η ΕΕ είναι πρωτοπόρος στην υιοθέτηση ενός μοντέλου, που εμείς αποκαλούμε απανθρακοποίηση χωρίς δημοκρατία, όπου η πράσινη μετάβαση μπορεί να διευρύνει την τεράστια ανισορροπία εξουσίας και πλούτου που υπάρχει στην Ευρώπη και έτσι να στρώσει το δρόμο στους αρνητές της κλιματικής αλλαγής.
Πράσινη συναλλαγή τις Βρυξέλλες
Η «απανθρακοποίηση χωρίς δημοκρατία» αφορά τόσο τη διαδικασία σχεδιασμού της Πράσινης Συμφωνίας, όσο και το προϊόν της. Η πολιτική, τα βασικά χαρακτηριστικά της και οι κατευθύνσεις για την εφαρμογή της, μαγειρεύτηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το εκτελεστικό όργανο των μη εκλεγμένων αξιωματούχων που κρατούν τα ηνία της ΕΕ.
Οι υπερασπιστές του θεσμικού σχεδίου της Ένωσης θα μπορούσαν να επισημάνουν τις δυνατότητες που έχει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να επηρεάζει τις αποφάσεις της Επιτροπής, ενός θεσμικά ανώτερου οργάνου· το Κοινοβούλιο έχει την εξουσία να υιοθετήσει, να απορρίψει και να βελτιώσει σημαντικά μέρη της προτεινόμενης νομοθεσίας. Όμως, η αλήθεια είναι ότι η Πράσινη Συμφωνία σχεδιάστηκε στα ενδότερα των Βρυξελλών, εκτός του οπτικού πεδίου και της εμβέλειας των πολιτών της Ευρώπης, σε χώρους που ακόμα και η Επιτροπή παραδέχεται ότι τα συμφέροντα των εταιρειών πετρελαίου και φυσικού αερίου ασκούν εξαιρετική επιρροή, με τη δαπάνη εκατομμυρίων ευρώ σε παρασκηνιακές πιέσεις κάθε χρόνο. Αυτό σημαίνει ότι η ΕΕ δεν βλέπει την Πράσινο Νιου Ντιλ ως συλλογικό πρόγραμμα ή οδηγό πολιτικού μετασχηματισμού. Αντίθετα, το βλέπει σαν μια τεχνοκρατική παρέμβαση που έχει στόχο την απομάκρυνση του άνθρακα από την οικονομία της Ευρώπης.
Με άλλα λόγια, η Πράσινη Συμφωνία έχει σχεδιαστεί στο εσωτερικό του δημοκρατικού ελλείμματος της ΕΕ. Η δημόσια συμμετοχή περιορίστηκε σε «διαβουλεύσεις», που έχουν ελάχιστη επιρροή στο σχεδιασμό του ευρύτερου νομοθετικού πλαισίου. Ας συγκρίνουμε την Πράσινη Συμφωνία με τη Νέα Συμφωνία (ΣτΜ: το Νιου Ντιλ) του Φραγκλίνου Ντ. Ρούσβελτ, την αποδοχή του οποίου σφετερίζεται το νομοθέτημα της ΕΕ. Εκείνη η Νέα Συμφωνία δημιούργησε νέους θεσμούς, όπως η Αρχή της Κοιλάδας του Τενεσί (TVA) που είχε στόχο τη διευκόλυνση της «ενεργού καθημερινής συμμετοχής των ίδιων των πολιτών». Η φιλοδοξία της Πράσινης Συμφωνίας, αντίθετα, είναι να αποκλείσει τους πολίτες – να βάλει ένα τέλος σε όλες τις διαδηλώσεις, να ξαναβάλει τα παιδιά στα σχολεία, να διώξει τους εξεγερμένους από τους δρόμους.
Η δομή της Πράσινης Συμφωνίας, και ειδικότερα το Επενδυτικό Σχέδιο για μια Βιώσιμη Ευρώπη, που υποτίθεται ότι θα θέσει σε κίνηση την πράσινη μετάβαση, αντικατοπτρίζει αυτό το δημοκρατικό έλλειμμα. Ο δηλωμένος στόχος του είναι να «συλλέξει» ένα τρισεκατομμύριο ευρώ τα επόμενα δέκα χρόνια για στρατηγικές επενδύσεις, που θα έχουν στόχο να απομακρύνουν την οικονομία της Ευρώπης από τα ορυκτά καύσιμα. Όμως, η έκφραση «να συλλέξει» σημαίνει ότι η ΕΕ θα χρησιμοποιήσει δημόσιο χρήμα ως εγγύηση στις ξένες επενδύσεις, «αφαιρώντας τον κίνδυνο» από αυτές, σε μια προσπάθεια να σαγηνεύσει το κεφάλαιο, προκειμένου αυτό να συμμετάσχει στη διαδικασία απανθρακοποίησης.
Η Πράσινη Συμφωνία είναι ένα σχέδιο ιδιωτικοποίησης: επιδιώκει να περιορίσει τις ευκαιρίες που παρέχει η πράσινη μετάβαση –να ξαναχτιστούν οι ευρωπαϊκές υποδομές , να δημιουργηθούν νέες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, να αναπτυχθούν νέες τεχνολογίες που μπορούν να οδηγήσουν στην απανθρακοποίηση– θέτοντάς τες στην υπηρεσία της συσσώρευσης ιδιωτικού κεφαλαίου, αντί να τις εκμεταλλευτεί για να επεκτείνει τη δημόσια ιδιοκτησία και τον δημοκρατικό έλεγχο.
Επιπλέον, το σχέδιο της ΕΕ είναι μια προσβολή της Νέας Συμφωνίας, που ήταν κατά της «συγκέντρωσης δύναμης (εξουσίας) σε ιδιωτικά χέρια». Έρχεται επίσης σε αντίθεση με τις προτάσεις για μια Πράσινη Νέα Συμφωνία, [ένα Πράσινο Νιου Ντιλ], που θα εμπνέεται απ’ ευθείας από την ατζέντα του Ρούσβελτ. Αν το νομοσχέδιο που κατέθεσε η Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ τονίζει με συνέπεια τα δικαιώματα του «δημοσίου» ενάντια στο κίνητρο του κέρδους του ιδιωτικού τομέα –στο χώρο εργασίας, όπως και στην αγορά ακινήτων και στα νοσοκομεία– η Πράσινη Συμφωνία σιωπά για θέματα που αφορούν την κατανομή εισοδήματος, την ιδιοκτησία και την κοινωνική προστασία.
Πράγματι, οι σιωπές της Πράσινης Συμφωνίας αποκαλύπτουν περισσότερα από όσα κρύβουν. Ενώ δεσμεύεται να εφαρμόσει «πολιτικές που έχουν στόχο ένα μεγάλο μετασχηματισμό», η Πράσινη Συμφωνία σχεδόν δεν λέει λέξη για το ζήτημα της λιτότητας και για το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης που την επιβάλλει, στραγγαλίζοντας τις επενδύσεις σε όλη την Ένωση και τη δυνατότητα των κρατών-μελών να επενδύουν σε υποδομές, κοινωνικές υπηρεσίες, και να αυξάνουν την απασχόληση.
Οι ηγέτες της ΕΕ έχουν προσπαθήσει από καιρό να αποσπάσουν την προσοχή του κοινού από την αρχιτεκτονική της λιτότητας: διακηρύσσουν το τέλος της κρίσης και επιμένουν ότι η Ένωση είναι υγιής. Αλλά οι αριθμοί λένε μια διαφορετική ιστορία: η ανεργία των νέων παραμένει στα φοβερά ποσοστά του 33%, 32%, και 27% στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Ιταλία, αντίστοιχα. Το βάθος και η διάρκεια της οικονομικής στασιμότητας σ’ αυτές τις χώρες της ευρωζώνης ζαλίζουν. Το ΑΕΠ της Ιταλίας δεν έχει αυξηθεί εδώ και δύο δεκαετίες, ενώ το βιοτικό επίπεδο εκατομμυρίων Ιταλών έχει μειωθεί. Ο «μετασχηματισμός» στις χώρες-μέλη της Νότιας Ευρώπης δεν είναι ένα σύνθημα, είναι μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Απανθρακοποίηση χωρίς δημοκρατία;
Η σιωπηρή αποδοχή της λιτότητας στην Πράσινη Συμφωνία είναι ίσως η σαφέστερη απόδειξη της αποσύνδεσής της από την δημοκρατία. Η αιτία αυτής της αποσύνδεσης είναι προφανής: το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης περιορίζει άμεσα την έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας επιβάλλοντας στις χώρες-μέλη τους όρους της κοινωνικής πολιτικής τους. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αφήνει να εννοηθεί ότι «βρίσκονται σε εξέλιξη αξιολογήσεις», που το αποτέλεσμά τους θα είναι η αναθεώρηση των κατευθυντήριων γραμμών που ισχύουν για τις λεγόμενες «κρατικές ενισχύσεις»-η Επιτροπή τις αναφέρει ως κυβερνητική στήριξη-προκειμένου να διευκολυνθεί η γρήγορη μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα.
Αλλά ακόμη και εδώ, ο στόχος είναι να διασφαλιστεί ένας «ισότιμος ανταγωνισμός στην εσωτερική αγορά», και όχι να δημιουργηθεί ένας χώρος για τους πολίτες ώστε να αντιμετωπίσουν την κοινωνική κρίση που τους πνίγει. Με άλλα λόγια, η Πράσινη Συμφωνία υπηρετεί την αγορά, όχι τους εργαζόμενους που τη δημιουργούν, που εργάζονται σ’ αυτήν, επωφελούνται από αυτήν ή καταστρέφονται από αυτήν.
Υπάρχει μια βαθύτερη έννοια υπό την οποία το Πράσινο Νιου Ντιλ ενσωματώνει την «απανθρακοποίηση χωρίς δημοκρατία»: η σιωπή της για την κοινωνική διάσταση. Περίπου 140 εκατομμύρια άνθρωποι στην ΕΕ είναι σήμερα αντιμέτωποι με τον κίνδυνο φτώχειας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ίδιας της Επιτροπής, ένας στους τρεις ανθρώπους στην ΕΕ δεν μπορεί «να τα βγάλει πέρα με τα απρόβλεπτα οικονομικά έξοδα». Αυτές οι στατιστικές είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την πράσινη μετάβαση, τόσο όσον αφορά την παραγωγή ενέργειας –50 εκατομμύρια άνθρωποι στην ΕΕ δεν έχουν τα οικονομικά μέσα να θερμάνουν τα σπίτια τους– όσο και από την άποψη της οικονομικής δικαιοσύνης. Ακούστε το κάλεσμα των κίτρινων γιλέκων: από τις κοινότητες που δεν έχουν οικονομικές ευκαιρίες δεν μπορεί να περιμένουμε να επωμιστούν το βάρος της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής.
Η Πράσινη Συμφωνία συνοδεύεται από ένα «Μηχανισμό Δίκαιης Μετάβασης», βάσει του οποίου η ΕΕ θα επενδύσει 7,5 δισεκατομμύρια ευρώ σε μια περίοδο επτά ετών για να εξασφαλιστεί ότι «κανείς δεν θα μείνει πίσω». Πίσω από τι; Δεν ξέρουμε. Τα χρήματα –ένα ασήμαντο ποσό συγκρινόμενο με τα τρισεκατομμύρια ευρώ που διέθεσε η ΕΕ για τη σωτηρία των γαλλικών και γερμανικών τραπεζών– προορίζονται για «περιοχές και κλάδους που επηρεάζονται περισσότερο από τη μετάβαση», εκείνες που εξαρτώνται από τον άνθρακα, κάποια μέρη στα οποία υπάρχουν πολλά ορυχεία, τα οποία θα μπορούσαν να αντιταχθούν στην κλιματική ουδετερότητα. Αλλά, όπως σημείωσε πρόσφατα η Ντανιέλα Γκαμπόρ, το ποσό που αναφέρεται ότι θα διατεθεί είναι απίθανο να φτάσει στους ίδιους τους εργάτες· αντίθετα, οι «έξυπνες τοπικές ελίτ» είναι πιθανόν να «διοχετεύσουν τα χρήματα στις επιχειρήσεις τους». Το φλέγον ζήτημα δεν είναι ποιοί θα μείνουν πίσω από την πράσινη οικονομία της Ευρώπης, αλλά τι πρέπει να κάνουμε για να μη μείνουν πίσω.
Αυτή η κριτική δεν οδηγεί απευθείας στο συμπέρασμα ότι η προσπάθεια της ΕΕ να επιτύχει την κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050 θα είναι αναγκαστικά ανεπιτυχής. Όμως, εμείς πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση: το μέγεθος της επένδυσης –με την πιο γενναιόδωρη εκτίμηση, 1 τρισεκατομμύριο ευρώ τα επόμενα δέκα χρόνια– είναι εντελώς ανεπαρκές για να αποβάλει τις τεράστιες ποσότητες άνθρακα που υπάρχουν στην ευρωπαϊκή οικονομία, ακόμα και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ίδιας της Επιτροπής. Και αυτό, εφόσον ισχύσει η υπόθεση ότι όλα θα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο. Παρά ταύτα, η Συμφωνία μπορεί τουλάχιστον να έχει ως αποτέλεσμα την περικοπή ενός μεγάλου μέρους των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Στις 4 Μαρτίου, η ΕΕ ανακοίνωσε το σχέδιο νόμου για το κλίμα που έχει ετοιμάσει, το οποίο θα της επιτρέψει να θέσει δεσμευτικούς βραχυχρόνιους στόχους –με ή χωρίς τη στήριξη των κυβερνήσεων των χωρών-μελών. Όμως, ο σχεδιασμός αυτού του νόμου τα λέει όλα: οι ηγέτες της ΕΕ δεν μπορούν να φανταστούν μια συμφωνία που και θα οδηγούσε σε μια γρήγορη απανθρακοποίηση και θα προκαλούσε μια μεγάλη δημοκρατική υποστήριξη από παντού. Αντίθετα, θεωρούν ότι ο μόνος δρόμος για μια επιτυχή απανθρακοποίηση είναι η συγκέντρωση εξουσίας στο μη εκλεγμένο εκτελεστικό όργανο της. Τα κράτη-μέλη θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ότι δεν πρόκειται για «απανθρακοποίηση χωρίς δημοκρατία», αλλά για απανθρακοποίηση εναντίον της δημοκρατίας. Και θα είχαν δίκιο.
Έτσι, ο κίνδυνος από την Πράσινη Συμφωνία δεν είναι μόνο ότι αυτή δεν έχει την ταχύτητα, το μέγεθος και τη φιλοδοξία να εκπληρώσει όλες τις υποσχέσεις της. Παραμένοντας σιωπηλή για την κοινωνική διάσταση της πράσινης μετάβασης, η ΕΕ μπορεί να δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο για τις αντιδραστικές απόψεις των αρνητών της κλιματικής αλλαγής –από τη Λίγκα του Ματέο Σαλβίνι μέχρι την Εναλλακτική για τη Γερμανία– που μπορούν να παρουσιάσουν την Πράσινη Συμφωνία ως το τέλειο παράδειγμα ενός συμβιβασμού μεταξύ δημοκρατίας και απανθρακοποίησης. Το κίνημα των κίτρινων γιλέκων έχει κάνει τη θέση του απολύτως σαφή: χωρίς κλιματική δικαιοσύνη δεν υπάρχει ειρήνη. Η ΕΕ αναλαμβάνει τον κίνδυνο να αγνοήσει αυτό το μάθημα.
Η Γκρέτα και η Πράσινη Συμφωνία
Κανένα από αυτά τα προβλήματα δεν εμπόδισαν τους ηγέτες της ΕΕ να παρουσιάσουν την Πράσινη Συμφωνία ως μια έκφραση του νεανικού κινήματος για το κλίμα. Πέρυσι, η ΕΕ καλωσόρισε την Γκρέτα Τούνμπεργκ όχι μία, όχι δύο, αλλά τρεις φορές, για να μιλήσει σε ένα ακροατήριο ευρω-υπαλλήλων, και να τους κατσαδιάσει. «Μόλις ένα χρόνο πριν, κανένας δεν θα φανταζόταν ότι εκατομμύρια άνθρωποι θα έβγαιναν στους δρόμους για το κλίμα», ισχυρίστηκε η φον ντερ Λάιεν στην ομιλία της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τον [περασμένο] Δεκέμβριο. «Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία γίνεται γι’ αυτούς».
Ο στόχος εδώ είναι ο σφετερισμός της ενέργειας που έχει το κίνημα, απογυμνωμένης από την ουσία της. Για να λειτουργήσει η «απανθρακοποίηση χωρίς δημοκρατία», η ΕΕ πρέπει να μπορεί να πείσει τους πολίτες της ότι ελέγχει τα πάντα-και έτσι οι απεργίες για το κλίμα δεν είναι πια αναγκαίες. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής χρησιμοποιεί σε όλα τα θέματα το ίδιο λεξιλόγιο με τους ακτιβιστές σε όλα τα θέματα, από τη «δίκαιη μετάβαση» (αν και η δική της μετάβαση μικρή σχέση έχει με την κλιματική δικαιοσύνη) μέχρι την «πράσινη συμφωνία» (αν και η δική της πράσινη συμφωνία μικρή σχέση έχει με μια πραγματική Πράσινη Συμφωνία). Το ρητορικό τέχνασμα απέδωσε. Tο Vox, το Mother Jones, το Forbes, το Hill, το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ έχουν εκπλαγεί από το γεγονός ότι η ΕΕ έχει «το δικό της Πράσινο Νιου Ντιλ». Τουλάχιστον για τους Αμερικανούς, ο σφετερισμός [της θετικής ανάμνησης του δημοκρατικού του Νιου Ντιλ του Ρούσβελτ] είναι πλήρης.
Ευτυχώς, οι ακτιβιστές για το κλίμα στην Ευρώπη δεν κοροϊδεύονται τόσο εύκολα. Απευθυνόμενη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η ίδια η Γκρέτα Τούνμπεργκ καταδίκασε την Πράσινη Συμφωνία ως «παράδοση» σε όσους καταστρέφουν το περιβάλλον. «Η Συμφωνία στέλνει ένα ισχυρό μήνυμα ότι όσα γίνονται είναι αρκετά, ενώ δεν είναι. Η σκληρή αλήθεια είναι ότι ούτε η συνειδητοποίηση του κινδύνου ούτε η πολιτική για την αποτροπή του διαφαίνονται στον ορίζοντα», είπε η Τούνμπεργκ. Αλλά γι’ αυτό ευθύνεται εν μέρει και το ίδιο το κίνημα. Η επανάληψη εκ μέρους του των επιστημονικών δεδομένων, όπως συνηθίζει να κάνει και η Τούνμπεργκ, αυξάνει τη συνειδητοποίηση της σημερινής κρίσης, αλλά η συμβολή του στη διαμόρφωση της πολιτικής μας στάσης είναι μικρή. Ένα μεγάλο μέρος του κινήματος για το κλίμα εκφράζεται με έναν εντελώς αρνητικό τρόπο. Για παράδειγμα, η πρωτοβουλία Παρασκευές για το Μέλλον, περιγράφει τον εαυτό της ως κίνημα «διαμαρτυρίας ενάντια στην απουσία δράσεων με στόχο την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης». Σπάνια τίθεται το ερώτημα τι είδους δράσεις χρειάζονται και κυρίως από ποιόν. Αν ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής είναι «πέραν της πολιτικής», όπως επιμένει η Extinction Rebellion, ποιος μπορεί να κατηγορήσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τον αποκλεισμό της δημοκρατίας από την πορεία προς την απανθρακοποίηση που έχει χαράξει;
Δεν αρκεί η αντίσταση
Για να αντιπαρατεθούμε στην Πράσινη Συμφωνία και να ανακτήσουμε την πράσινη μετάβαση ως ένα δημοκρατικό σχέδιο, χρειαζόμαστε μια στρατηγική πολύ πιο τολμηρή από την απλή «αντίσταση». Πρέπει να προωθήσουμε ένα δικό μας θετικό πρόγραμμα, οργανώνοντας τις κοινότητες με τρόπο που θα τους επιτρέψει να σκεφτούν με ποιόν τρόπο, κατά τη δική τους άποψη, μπορεί να υπάρξει μια «δίκαιη μετάβαση», κινητοποιώντας τες με την προβολή ενός κοινού οράματος, και ανοίγοντας διάπλατα τα κανάλια δημοκρατικής λογοδοσίας, που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πολύ θα ήθελε να τους ράψει το στόμα. Με λίγα λόγια, χρειαζόμαστε μια Πράσινη Νέα Συμφωνία για την Ευρώπη, όχι μια Ευρωπαϊκή «Πράσινη Συμφωνία».
Η οργάνωση συνελεύσεων είναι απαραίτητο στοιχείο αυτής της στρατηγικής. Το έμβλημα όλων των συνιστωσών του ευρωπαϊκού κινήματος για το κλίμα είναι οι συνελεύσεις πολιτών – και υπάρχει σοβαρός λόγος γι’ αυτό: πρόκειται για ισχυρά παιδαγωγικά εργαλεία, που βοηθούν στη δημιουργία συναινέσεων, και εξασφαλίζουν μια διαρκή δημόσια υποστήριξη των αποφάσεων που παίρνουν όσοι/ες συμμετέχουν σ’ αυτές. Κατά τη γνώμη μας, οι συνελεύσεις για το κλίμα πρέπει να αναλαμβάνουν τη δέσμευση να θέτουν δημόσια τα αυθεντικά και συγκεκριμένα αιτήματα του κινήματος, εγκαταλείποντας τον ακτιβισμό τής εκ των υστέρων αντίδρασης, που έστρωσε το δρόμο για την Πράσινη Συμφωνία, και υιοθετώντας έναν προγραμματικό τρόπο ακτιβισμού, που να μπορεί να αντιπαρατεθεί μαζί της επί του συγκεκριμένου. Με την εφαρμογή προγραμμάτων κατάρτισης οργανωτών διαφόρων δράσεων, την ανταλλαγή τεχνογνωσίας, τις καλές πρακτικές και στρατηγικές, οι ακτιβιστές για το κλίμα μπορούν να καθιερώσουν αυτήν την προσέγγιση ως το νέο modus operandi του ευρύτερου κινήματος για το κλίμα.
Αλλά το δημοκρατικό έλλειμμα δεν μπορεί να καλυφθεί μόνο από τις συνελεύσεις – κυρίως επειδή, αν δεν αλλάξουν οι συνθήκες της ΕΕ, οι αποφάσεις τους δεν έχουν νομική ισχύ. Χωρίς αλλαγές στις συνθήκες, μια ευρωπαϊκή συνέλευση για το κλίμα πολύ λίγο διαφέρει από μια άτυπη συνάθροιση. Οι πολιτικοί μπορούν να ακούν με προσοχή τα αιτήματα των αυτοοργανωμένων συνελεύσεων ή να τα θάβουν. Το σημαντικότερο πρόβλημα, όμως, είναι ότι οι εργάτες, οι ανάπηροι, οι γονείς, οι φτωχοί, και πολλοί άλλοι δυσκολεύονται να συμμετέχουν σ’ αυτές τις συνελεύσεις λόγω έλλειψης χρόνου, κινητικότητας, ή πόρων. Συνεπώς, υπάρχει ο κίνδυνος να αποκλείονται οι φωνές αυτών που βρίσκονται στο περιθώριο, δηλαδή ακριβώς εκείνων που οι ανάγκες τους πρέπει να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή μιας δίκαιης μετάβασης. Η συμμετοχική δημοκρατία δεν είναι μόνο ένας αποτελεσματικός δρόμος για μια πραγματικά απελευθερωτική απάντηση στις κλιματικές και περιβαλλοντικές κρίσεις· είναι μια αναγκαία προϋπόθεση αυτής της απάντησης.
Αυτό που λείπει από το ευρωπαϊκό κίνημα για το κλίμα είναι η πολιτική. Η υιοθέτηση ενός προγραμματικού τρόπου ακτιβισμού δεν αφορά μόνο την παραγωγή πολιτικών προτάσεων· αφορά και την ανάπτυξη μιας πολιτικής στρατηγικής που θα κάνει δυνατή την εφαρμογή τους. Αυτή η διαδικασία δεν ξεκινάει από τις Βρυξέλλες, αλλά από τις ίδιες τις κοινότητες. Πέρυσι, ο δήμος της Βαρκελώνης δήλωσε ότι η πόλη βρίσκεται σε κατάσταση έκτακτης κλιματικής ανάγκης και ανακοίνωσε μια στιβαρή πολιτική που συνδέει τις κλιματικές και περιβαλλοντικές ανησυχίες με τα θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης. Αυτό που πρέπει να κάνουμε τώρα είναι να συνεργαστούμε με τους εκπροσώπους της κίνησης Βαρκελώνη από Κοινού (Barcelona en Comú) για την προώθηση μιας Πράσινης Νέας Συμφωνίας για την Βαρκελώνη. Να επιδιώξουμε τη σύνδεσή της με άλλα δημοτικά κινήματα στην προοπτική της δημιουργίας ενός Δικτύου Πράσινης Αλληλεγγύης. Αυτό το σχέδιο δεν θα μας επέτρεπε απλώς να ανακτήσουμε τη σημαία της πράσινης πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή· η ύπαρξη μιας πραγματικής Πράσινης Νέας Συμφωνίας σε μια πόλη της Ευρώπης θα εξέθετε επίσης το ρητορικό σφετερισμό της δίκαιης μετάβασης από τις Βρυξέλλες.
Οι διάφορες εκφράσεις των τοπικών πολιτικών για το κλίμα πρέπει, συνεπώς, να κλιμακώσουν τη δράση τους και να την επεκτείνουν στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν επιτρέπεται να παραδώσουμε την Πράσινη Συμφωνία στους λομπίστες· η πολιτική πρέπει να επιδιώξει να μπει στα ενδότερα των Βρυξελλών. Αλλά δεν θα το πετύχει αυτό χτυπώντας την πόρτα για να της ανοίξουν ή διαδηλώνοντας στους δρόμους. Ο στόχος ενός πολιτικοποιημένου κινήματος πρέπει να είναι η υπέρβαση των στρατηγικών φραγμάτων που εμποδίζουν τη δίκαιη μετάβαση. Ένα τέτοιο εμπόδιο είναι το λεγόμενο μαύρο μηδέν: η εμμονή των κυβερνήσεων των χωρών-μελών της ΕΕ στους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και η αποφυγή της προσφυγής σε νέο δανεισμό. Αν το κίνημα δεν καλούσε μόνο σε «δράσεις» για το κλίμα, αλλά σε ρήξη με την οικονομική ορθοδοξία η οποία περιορίζει τις διεκδικήσεις του, θα μπορούσε να απαιτήσει τη διάθεση περισσότερων χρημάτων για τη δίκαιη μετάβαση. Σ’ αυτήν την περίπτωση, θα μειωνόταν και η αντίθεση των Πολωνών ανθρακωρύχων, των κίτρινων γιλέκων στη Γαλλία και άλλων ομάδων, που σήμερα βλέπουν την κλιματική ατζέντα με κάποια καχυποψία. Αυτό θα άνοιγε την πόρτα για μια ολοκληρωτική μεταμόρφωση της ευρωπαϊκής οικονομικής αρχιτεκτονικής, δημιουργώντας τον αναγκαίο δημοσιονομικό χώρο προκειμένου οι χώρες-μέλη της ΕΕ να μπορούν να οργανώσουν τις δικές τους δράσεις για την αντιμετώπιση των κοινωνικών και οικολογικών κρίσεων.
Ένα πολιτικοποιημένο κίνημα για το κλίμα μπορεί να χαράξει μια στρατηγική παρέμβαση σαν αυτή που αναφέραμε, σε συνεργασία με τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες. Τα οφέλη από την αύξηση της παραγωγικότητας θα μπορούσαν να διατεθούν για τη μείωση των εβδομαδιαίων ωρών εργασίας, αντί για την παραγωγή άχρηστων σκουπιδιών και αυτό θα έχει προφανή περιβαλλοντικά οφέλη. Η μείωση της διακίνησης εμπορευμάτων και της χρήσης των υποδομών θα ελάφρυνε τις πιέσεις στα φυσικά συστήματα και θα μείωνε την ενεργό ζήτηση ενέργειας, που με τη σειρά της θα οδηγούσε σε σημαντική μείωση της κατά κεφαλήν εκπομπής αερίων. Επιπλέον, η δημιουργία μιας στρατηγικής εταιρικής σχέσης μεταξύ των ακτιβιστών για το κλίμα και εκείνων των κοινοτήτων στην Ευρώπη, στις οποίες μια ολόκληρη γενιά δεν έχει δει κάποια βελτίωση του βιοτικού της επιπέδου, θα μπορούσε να απομακρύνει την πολιτική της Πράσινης Συμφωνίας από την αγιοποίηση της αγοράς και να την στρέψει στην ενίσχυση των δημόσιων υπηρεσιών. Όλα αυτά είναι συστατικά στοιχεία μιας απανθρακοποίησης με δημοκρατία.
Οικοσοσιαλισμός ή βαρβαρότητα
Φαίνεται ότι επιστρέφουμε ξανά και ξανά και ξανά στο δίλημμα που είχε θέσει η Ρόζα Λούξεμπουργκ: σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα. «Το καπιταλιστικό σύστημα ολοκλήρωσε τον κύκλο του, η κατάρρευσή του είναι θέμα χρόνου», έγραφε το 1909 ο Καρλ Κάουτσκι. «Η αντικατάσταση της υπάρχουσας κοινωνικής τάξης από μια νέα δεν είναι απλώς επιθυμητή, έχει γίνει αναπόφευκτη».
Αλίμονο, έναν αιώνα μετά, η κλιματική κρίση μας ξαναφέρνει μπροστά στο ίδιο δίλημμα. Στον κοντινό ορίζονται φαίνεται μια υπαρξιακή απειλή που μας πλησιάζει: ή κινητοποιούμαστε συλλογικά για να την σταματήσουμε, βάζοντας τέλος στην παραγωγή ορυκτών καυσίμων και στο κίνητρο του κέρδους, ή αφήνουμε ανοιχτό το δρόμο στη βία, την υφαρπαγή και το θάνατο που θα φέρει η αύξηση της παγκόσμιας υπερθέρμανσης κατά δύο βαθμούς. «Η επιλογή μας», γράφουν η Τέα Ριοφράνκος, ο Ρόμπερτ Σο και ο Γουίλ Σπεκ [ΣτΜ: σε άρθρο τους στο Jacobin, στις 20/4/2018], «είναι μεταξύ οικοσοσιαλισμού και βαρβαρότητας». Στη διάλεκτο του κινήματος για το κλίμα, η επιλογή είναι ή συστημική αλλαγή ή κλιματική αλλαγή.
Παρά ταύτα, η Πράσινη Συμφωνία της ΕΕ υποστηρίζει ότι μπορεί να μην υπάρξει ανάγκη να απαντήσουμε στο δίλημμα της Λούξεμπουργκ. Όπως έχουμε μάθει ξανά, και ξανά, και ξανά το κεφάλαιο είναι εφευρετικό. Μπορεί κάποιοι να θεωρούν «αναπόφευκτη» την εξαφάνισή του, επειδή η σημερινή κατάσταση δεν είναι βιώσιμη, αλλά οι διαχειριστές του βρίσκουν διαρκώς όλο και πιο έξυπνους τρόπους να την αποτρέπουν. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πολιτικο-οικονομικό σύστημα της Ευρώπης οδηγεί σε μια περιβαλλοντική καταστροφή χωρίς προηγούμενο. Όμως, η Πράσινη Συμφωνία μας αναγκάζει να αναρωτηθούμε: θα μπορέσουν αυτοί που μας κυβερνούν να αντιμετωπίσουν την κλιματική αλλαγή, αποφεύγοντας τη συστημική αλλαγή;
Η απανθρακοποίηση θα αναδιαμορφώσει ριζικά την οικονομία με πολλούς τρόπους – καταργώντας παλιές βιομηχανίες, δίνοντας χώρο σε νέες και προκαλώντας μια πληθώρα αλυσιδωτών αντιδράσεων που δεν μπορούν να προβλεφθούν. Είναι, όμως, ανόητο να υποθέσουμε ότι αυτές οι γρήγορες αλλαγές θα αναδιαμορφώσουν επίσης ριζικά τις κοινωνικές σχέσεις σε θετική κατεύθυνση. Όπως συνέβη στην περίπτωση των βιομηχανικών επαναστάσεων του παρελθόντος, μπορεί να εδραιώσουν την εξουσία των λίγων και να στείλουν στην ανεργία εκατομμύρια ανθρώπων εξαιτίας της κατάργησης κάποιων θέσεων εργασίας, καταδικάζοντας ταυτόχρονα άλλα τόσα εκατομμύρια που βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνίας να υποστούν τις συνέπειες της οικολογικής καταστροφής.
Για να προκύψει ένα νέο σύστημα, που για μας σημαίνει την πορεία προς τον οικοσοσιαλισμό, πρέπει να κινητοποιηθούμε, πέρα από την εμμονή σε κλιματικούς στόχους και βαθμούς Κελσίου, για την επεξεργασία μιας πραγματικής πολιτικής για το κλίμα, η οποία θα αντιμετωπίζει την πράσινη μετάβαση ως ένα πεδίο σύγκρουσης με το κεφάλαιο, το οποίο έχει σαφώς το πάνω χέρι, υποστηριζόμενο από ισχυρούς θεσμούς όπως η ΕΕ. Από τη στιγμή που θα προσλάβουμε την πράσινη μετάβαση με αυτόν τον τρόπο, η δημοκρατία μπορεί να γίνει η κατευθυντήρια αρχή του κινήματος για το κλίμα: μόνο η οργανωμένη κινητοποίηση των εργατικών κοινοτήτων μπορεί να τους εξασφαλίσει τα οφέλη που δικαιούνται από την πράσινη μετάβαση και η μόνη εγγύηση ότι αυτό θα συνεχίσει να συμβαίνει είναι η ενεργός συμμετοχή τους στην όλη διαδικασία.
Ένα είναι βέβαιο: τίποτα δεν είναι ουδέτερο στην κλιματική ουδετερότητα. Η απανθρακοποίηση θα πάρει τη μορφή που θα της δώσουμε εμείς.
Mετάφραση-επιμέλεια: Χάρης Γολέμης