Η σύλληψη και κράτηση στην ασφάλεια του 14χρονου Βαγγέλη, τρομάζει, όχι γενικά, αλλά πολύ ειδικά και συγκεκριμένα. Τα γεγονότα θυμίζουν τις σκοτεινές προδικτατορικές ημέρες, με την ασφάλεια να στήνει ενέδρες και να τρομοκρατεί ανηλίκους.
Οι μνήμες που μου ξύπνησε η σύλληψη του 14χρονου, με κρατούν ξύπνιο το βράδυ. Το 1965, η ασφάλεια συνέλαβε κι εμένα, ως μόνο ανήλικο, με μια παρέα «Λαμπράκηδων» ενώ καταθέταμε στεφάνι την 25η Μαρτίου. Καταδικάστηκα, όμως, με το νόμο περί τεντιμποϊσμού. Αργότερα, επί Χούντας με συνέλαβαν, ξανά, δεν έλαβα όμως αμνηστία, γιατί είχα ήδη… ποινικό μητρώο, από την ηλικία 15 ετών.
Δεν μπορώ να διαχειριστώ το φορτίο αυτό σήμερα στα 71 μου χρόνια. Δεν μπορεί το 2020 να μοιάζει ούτε στο ελάχιστο με το 1965! Δεν μπορεί να γυρίσαμε τόσο πίσω, δεν επιτρέπεται να έχουμε επιτρέψει ή συμβάλλει σε αυτή την οπισθοδρόμηση.
Ο Βαγγέλης είναι 14 χρονών. Ο Βαγγέλης είναι παιδί. Πόσο άρρωστο είναι ένα σύστημα που επιχειρεί με μένος να ξεπαστρέψει το μέλλον του; Μπορεί άραγε η Δικαιοσύνη να κρίνει προκαταβολικά και να επιλέξει το μέλλον της αρεσκείας της; Αναθέσαμε εμείς όλοι τέτοιο ρόλο σε αστυνομικούς, δικαστές και πολιτικούς;
Αν δεν το κάναμε, τότε βιώνουμε σίγουρα τη στυγνή δολοφονία του μέλλοντος από το παρόν, κι εμείς είμαστε βουβοί παρατηρητές, θεατές και ως τέτοιοι συναυτουργοί και ηθικοί αυτουργοί.
Δεν είναι η ώρα να επιρρίψουμε ευθύνες, αλλά να τις αναλάβουμε. Εάν η Δικαιοσύνη και μάλιστα ο θεσμός του εισαγγελέα ανηλίκων κλείνει ένα 14χρονο σε κρατητήρια της ασφάλειας, για οποιοδήποτε λόγο, τότε το σύστημα νοσεί. Δεν έχει σημασία αν εν τέλει θα αποδειχθεί αθώος ή ένοχος ο 14χρονος.
Πρόκειται για τη στιγμή που το σύστημα απονομής δικαιοσύνης μετατρέπεται σε μηχανισμό ισοπέδωσης προσωπικοτήτων, δολοφονίας χαρακτήρων και κατασκευής ενόχων. Τώρα, έχουμε εμείς ευθύνες. Δεν μπορεί κανένας δικαστικός και κανένας κατασταλτικός μηχανισμός να ενοχοποιεί το μέλλον και να δολοφονεί παιδικές ψυχές.
«Όταν έχω να κρίνω ανάμεσα σ' ένα παιδί 15 χρόνων, που πετάει μολότοφ, κι έναν τριαντάρη εκπαιδευμένο αστυνομικό, που κρατάει πιστόλι, εγώ είμαι με το μέρος του παιδιού και όχι του αστυνομικού. Εκτιμώ βαθύτατα ένα παιδί που εξεγείρεται και βγαίνει στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί, έστω κι αν υπερβάλλει, έστω και αν κρατάει μολότοφ. Και δεν εκτιμώ καθόλου έναν αστυνομικό που το πυροβολεί. Ό,τι και αν έχει γίνει, όπως και αν έχουν τα πράγματα, θεωρώ τραγικό λάθος την αθώωση του αστυνομικού. Και πολύ κακό μήνυμα, που στέλνουμε στα νέα αυτά παιδιά, το υγιέστερο κομμάτι της κοινωνίας μας, που δεν έχει ακόμη διαφθαρεί, όπως εμείς».
Αυτά ήταν τα λόγια του Μάνου Χατζιδάκι, σε ένα δείπνο, παρόντος του Δημήτρη Χορν, όταν κάποιοι από τους συνδαιτημόνες υπερασπίστηκαν την αθώωση του αστυνόμου Μελίστα, για τη δολοφονία του 15χρονου Μιχάλη Καλτεζά.
Σήμερα, 55 χρόνια μετά τη σύλληψή μου, 46 χρόνια μετά την πτώση της Χούντας και 32 χρόνια μετά τη δολοφονία Καλτεζά, η ιστορία επαναλαμβάνεται και είναι τραγικό. Η Δικαιοσύνη κάνει ένα ακόμη βήμα πιο βαθιά στην Άβυσσο: Δολοφονεί τον χαρακτήρα, την προσωπικότητα και την ψυχή ενός 14χρονου, άοπλου για να καταπνίξει την αντίδραση της γενιάς του.
Η αστυνομία και η δικαιοσύνη -το δ είναι μικρό-, όμως, δεν είναι μόνες σε αυτό τον κατήφορο, αλλά παρακολουθούνται, αν δεν την καθοδηγούνται από την πολιτική ηγεσία. Η κοινωνία, παρακολουθεί σιωπηρή, μια στιγμή που κρίνεται το μέλλον της, κυριολεκτικά.
Δεν μπορώ να καταλάβω αν η κοινωνία τελεί σε κατάσταση σοκ, από τα γεγονότα ή έχει διαφθαρεί τόσο που δεν αντιλαμβάνεται το διακύβευμα. Δεν θέλω να πιστέψω, θέλω να διαψευστώ.