Αυτή η εφημερίδα είναι από τη γέννησή της εχθρός του ελληνικού εθνικισμού. Το έχει αποδείξει στο «μακεδονικό», από το μακρινό 1992 μέχρι τις Πρέσπες, και στο «κυπριακό» από το 2002 μέχρι σήμερα, τόσο με τη γενικότερη αρθρογραφία της, όσο και με διάφορες δημόσιες εκδηλώσεις της. Το αποδεικνύει και θα συνεχίσει να το αποδεικνύει σήμερα και στο μέλλον στο ζήτημα των διαφορών με την Τουρκία στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και –όπως εδώ και μισό περίπου αιώνα– στην Κύπρο. Σ’ αυτό το πλαίσιο, δημοσιεύουμε σήμερα άρθρο του Κωστή Χατζημιχάλη, ομότιμου καθηγητή στο Τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου. Ο μαρξιστής γεωγράφος Χατζημιχάλης παρουσιάζει συνοπτικά τις γεωγραφικές φαντασιώσεις του ελληνικού εθνικισμού για τις θαλάσσιες ελληνοτουρκικές διαφορές, οι οποίες έχουν μετατραπεί σε διακομματικές βεβαιότητες. Οι εξ ορισμού και διαχρονικά δίκαιες ελληνικές θέσεις επαναλαμβάνονται καθημερινά στις εφημερίδες, στις ειδήσεις και τις ειδικές εκπομπές των καναλιών της τηλεόρασης, αλλά και στη Βουλή –ακόμα και στη συζήτηση νομοσχεδίων άσχετων με το λεγόμενο εθνικό θέμα– από δεξιούς, κεντροδεξιούς, κεντροαριστερούς, αριστερούς και κομμουνιστές πολιτικούς και δημοσιογράφους, από παπάδες, αλλά και από διάφορους υπερκομματικούς διεθνολόγους «επιστήμονες». Η παραδοσιακή αισιοδοξία της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής αριστερής βούλησης μάς κάνει να ελπίζουμε ότι εν τέλει θα δικαιωθεί η άποψη του συγγραφέα ότι «η οριοθέτηση των δικαιωμάτων των δυο λαών, όσο δύσκολη και αν εμφανίζεται, δεν είναι άλυτο πρόβλημα». Για να γίνει όμως αυτό, οι αντιεθνικιστές των δύο χωρών χρειάζεται να δώσουν σκληρές μάχες στο εσωτερικό τους, που ειδικά στην Τουρκία υπό το καθεστώς Ερντογάν είναι εξαιρετικά επικίνδυνες. Από την πλευρά μας, πάντως, πληροφορούμε τους πάντες εκτός και εντός των τειχών ότι δεν σκοπεύουμε να εγκαταλείψουμε τη μάχη της λογικής και της ειρηνικής συνύπαρξης, όσες κατηγορίες και αν εξαπολύουν εναντίον μας.
Χ.Γο.
Ο προσδιορισμός ή η χάραξη ενός υλικού ορίου είναι μια από τις πλέον συχνές, απαραίτητες και συνάμα ιδιαίτερα δύσκολες ασχολίες των γεωγράφων γιατί ορίζει περιοχές και τις κατατάσσει σε κατηγορίες. Στη φυσική γεωγραφία ορίζει περιοχές φυσικών διεργασιών π.χ. οι ισόθερμες στους κλιματολογικούς χάρτες ή τα όρια γεωλογικών σχηματισμών και στην ανθρωπογεωγραφία περιοχές κοινωνικών δράσεων και συμφερόντων, π.χ. τα όρια ιδιοκτησιών, τα όρια επιδοτήσεων για επενδύσεις ή τα σύνορα κρατών. Ορίζει τι είναι «μέσα» και τι «έξω», δημιουργεί διακρίσεις, κερδισμένους και χαμένους. Γενικά εισάγει ασυνέχειες και προσδιορισμούς σε ένα χώρο, υλικό ή συμβολικό, ο οποίος πριν την εισαγωγή/χάραξη του ορίου ήταν συνεχής και απροσδιόριστος. Στις διεθνείς σχέσεις οι παραπάνω δυσκολίες αποκτούν εκρηκτικές διαστάσεις γιατί εμπλέκονται σε θέματα εθνικής εδαφοκυριαρχίας και συχνά οδηγούν σε πολεμικές συρράξεις.
Στη γεωγραφία όμως ο χώρος δεν έχει μόνο υλικές, φυσικές διαστάσεις. Δεν υφίσταται μόνο ο χώρος του Ευκλείδη ή του Νεύτωνα αλλά και ο σχεσιακός χώρος του Λάιμπνιτς και του Αϊνστάιν, ο φαντασιακός χώρος των Εντουάρντ Σαίντ και Μπενεντίκτ Άντερσον αλλά και οι κάθε είδους μεταφορικές και αναπαραστατικές χρήσεις της έννοιας χώρος και των εννοιών σύνορο και όριο όπως αυτές που χρησιμοποιεί, μεταξύ πολλών άλλων, ο Μισέλ Φουκώ. Στη σύγχρονη ριζοσπαστική γεωγραφία έχει ξεπεραστεί εδώ και χρόνια ο φυσικός ουσιοκρατισμός, όπου ο χώρος αντιμετωπίζεται είτε μόνο ως υλικός, με τις γνωστές γεωμετρικές διαστάσεις, είτε μόνο μεταφορικά, αγνοώντας τις πολλαπλές υλικότητες που εμπεριέχει. Έτσι, η επιβολή ή η κατάργηση με τη βία ενός συνόρου/ορίου έρχεται συχνά αντιμέτωπη με τις αναπαραστάσεις, τα βιώματα και τις καθημερινές πρακτικές των κοινωνιών που χωρίζει ή προσπαθεί να ενώσει και με τις φαντασιακές γεωγραφίες τους. Κάθε ιστορική περίοδος προσδιορίζει με διαφορετικούς τρόπους και μέσα τα σύνορα/όρια. Η οριοθέτηση των συνόρων των Βαλκανικών χωρών μετά τη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αποτελεί τυπικό παράδειγμα και το λεγόμενο «Μακεδονικό πρόβλημα» είναι απότοκο αυτών των διαιρέσεων σε ένα χώρο που ήταν συνεχής, χωρίς σύνορα.
Iστορικό βάθος και ρηχή γνώση
Τι γίνεται όμως όταν οριοθετείται η θάλασσα και ο αέρας; Όταν η χάραξη του υλικού ορίου δεν έχει τις γεωμετρίες της στεριάς; Και όταν το όποιο όριο είναι αντικείμενο διεθνούς διένεξης όπως στο Αιγαίο με την επέκταση από τα 6 σε 12 ν.μ. από τις ακτές, την ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα και τον εναέριο χώρο; Τα ερωτήματα αυτά αποτελούν τη βάση των έντονων διενέξεων Ελλάδας-Τουρκίας εδώ και πέντε δεκαετίες και έχουν δώσει αφορμές για εντάσεις που έχουν φτάσει μέχρι και απειλές πολέμου.
Όπως όλες οι διεθνείς εδαφοκυριαρχικές διενέξεις, έτσι και η ελληνο-τουρκική έχει ιστορικό βάθος. Όπως αναφέρει ο Χρήστος Χατζηιωσήφ1 η σημερινή αντιπαράθεση έχει τις ρίζες της στη συμφωνία του Λονδίνου το 1913, η οποία κατοχύρωνε τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου στην Ελλάδα. Επειδή στην απέναντι ακτή κατοικούσαν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί, συνεχίζει ο Χατζηιωσήφ, οι Οθωμανοί θεωρούσαν απειλή την ελληνική κυριαρχία στα νησιά. Η Μικρασιατική καταστροφή και ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος μαζί με την πληθυσμιακή έκρηξη της Τουρκίας, σε αντίθεση με την πληθυσμιακή συρρίκνωση της Ελλάδας, αντέστρεψαν την απειλή. Τώρα η Μικρασιατική πλευρά απειλεί τα ελληνικά νησιά δεδομένης και της δυναμικής ανάπτυξης του τουρκικού καπιταλισμού με τη δημιουργία προσφοράς πλεονάζοντος κεφαλαίου η οποία τροφοδοτεί την επενδυτική και στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή, στην Αφρική, στη Μεσόγειο και στις τουρκόφωνες περιοχές της Ασίας.
Στη διένεξη του Αιγαίου, μια σημαντική παράμετρος η οποία δυσκολεύει την επίλυση των προβλημάτων στις δύο χώρες είναι οι φαντασιακές γεωγραφίες που έχουν εγκαθιδρυθεί στις κοινωνίες τους με ευθύνη των εθνικιστικών πολιτικών και, για την περίπτωση της Ελλάδας, λόγω της παντελούς έλλειψης γεωγραφικών γνώσεων που χαρακτηρίζει τους πολίτες της. Ο Αλέξης Ηρακλείδης στο βιβλίο του (2020)2 τις περιγράφει ως «υπερβολικές προσδοκίες». Οι Έλληνες φαντασιώνονται το Αιγαίο, από τη Σαμοθράκη ως την Κρήτη και το Καστελόριζο ως «ελληνική λίμνη» και θεωρούν ότι έχουν το δίκιο με το μέρος τους αγνοώντας την ύπαρξη διεθνών υδάτων και τη λειτουργία του Αιγαίου ως διεθνούς διαύλου προς τη Μαύρη Θάλασσα. Η γεωπολιτική σημασία που έχει για τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη Ρωσία, την Ουκρανία και φυσικά για την Τουρκία είναι προφανής και τα φυσικογεωγραφικά χαρακτηριστικά του Αιγαίου ως ημίκλειστης θάλασσας δημιουργούν δυσκολίες στην εφαρμογή του καθεστώτος των 12 ν.μ, κάτι που έχει επισημανθεί και από τον Χρήστο Ροζάκη3.
Όταν τα τουρκικά πολεμικά διέρχονται από αυτές τις διεθνείς περιοχές, δίνουν λαβή σε εμπρηστικούς τίτλους εθνικιστικών εφημερίδων και ιστοσελίδων που αποσιωπούν το γεγονός ότι πλέουν σε διεθνή ύδατα, όπως κάνουν εξάλλου τα ρωσικά και άλλα πολεμικά και εμπορικά πλοία. Σήμερα για την Ελλάδα, όπως και για την Τουρκία, στο Αιγαίο ισχύουν ως κυριαρχία τα 6 μίλια και όταν διέρχονται μεγάλα πλοία είναι ορατά από τις ακτές και μπορούν να φωτογραφηθούν. Με το υπάρχον καθεστώς των 6 ν.μ. η Ελλάδα έχει την κυριαρχία του 43,6% του Αιγαίου και η Τουρκία 7,5%, ενώ η διεθνής ανοικτή θάλασσα είναι περίπου 49%. Αν η Ελλάδα επεκτείνει στα 12 ν.μ. τότε θα έχει κυριαρχία στο 71,5%, η Τουρκία 7,5% και η διεθνής θάλασσα συρρικνώνεται στο 19,7%. Καμία τουρκική κυβέρνηση δεν πρόκειται να το δεχτεί αλλά ούτε και τα κράτη της Μαύρης Θάλασσας και η διεθνής ναυσιπλοΐα, όπως φαίνεται στους χάρτες που δείχνουν την κυριαρχία των 6 και 12 ν.μ αντίστοιχα από τις δυο χώρες.
O ενεργός ρόλος των πολιτών
Από την άλλη πλευρά, η φαντασίωση της τουρκικής κοινωνίας και αρκετών εθνικιστών τούρκων πολιτικών είναι η Ελλάδα ως επεκτατική δύναμη που βασίζεται στη «Μεγάλη Ιδέα». Θεωρούν ότι η στρατηγική της αποσκοπεί στη γεωγραφική αποκοπή της Τουρκίας από τις τέσσερεις μεγάλες εξόδους που έχει προς το Αιγαίο και γι’ αυτό θεωρούν αιτία πολέμου την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης από τα 6 σε 12 ν.μ. Η δική τους γεωγραφική φαντασίωση είναι ο χωρισμός του Αιγαίου στη μέση της απόστασης από τις δυο χερσαίες ακτές, με το ανατολικό τμήμα –με εξαίρεση τα 6 μίλια γύρω από ελληνικά νησιά- να βρίσκεται στην τουρκική δικαιοδοσία. Η πρόσφατη πλεύση των τουρκικών ερευνητικών σκαφών λίγο έξω από τα 6 ν.μ. και εντός των 12 μιλίων από το Καστελόριζο έχει σκοπό να αμφισβητήσει τη δυνατότητα επέκτασης στα 12 μίλια.
Η μεγάλη απόσταση του Καστελόριζου από τη Ρόδο και από τη χερσαία ελληνική ζώνη (ενώ η απόσταση από τις τουρκικές ακτές είναι μικρή) αποτυπώνεται ως ένα μεγάλο κενό γνώσης στις φαντασιακές γεωγραφίες των Ελλήνων, κάτι που δεν ισχύει στις καθημερινές πρακτικές των ντόπιων. Ελάχιστοι Έλληνες και Ελληνίδες –δυστυχώς συμπεριλαμβανομένων πρωθυπουργών και διπλωματών– μπορούν να εντοπίσουν σε χάρτη το μικρό νησί γιατί, εκτός από τη γενική έλλειψη γεωγραφικής παιδείας, κανείς ελληνικός χάρτης ευρείας χρήσεως δεν έχει το Καστελόριζο στη σωστή του θέση: βρίσκεται σε ένα ένθετο τετράγωνο στο κάτω δεξί άκρο του χάρτη, ενώ στην άλλη γωνία φιγουράρει, εκτός κλίμακας για να χωρέσει, η Κύπρος ως ελληνική επικράτεια. Σε προσωπική συζήτηση με κατασκευαστή χαρτών, μου εκμυστηρεύτηκε ότι αν το Καστελόριζο έμπαινε στη σωστή του θέση, δηλαδή μακριά από τη Ρόδο και κοντά στις τουρκικές ακτές, τότε «η Τουρκία θα φαινόταν πολύ μεγάλη και θα τρόμαζε». Αλλά αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα: το μεγάλο εύρος των τουρκικών ακτών, το πολύ μικρό μέγεθος του νησιού, η μεγάλη απόσταση από την υπόλοιπη Ελλάδα και η μικρή από την Τουρκία. Ο συνδυασμός αυτών των φυσικογεωγραφικών χαρακτηριστικών με την ανθρωπογεωγραφική ελληνική κυριαρχία στο νησί, παράγει «ειδικές» συνθήκες οι οποίες μπορούν να αμφισβητήσουν τις ελληνικές φαντασιώσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι οι διεθνείς ανεπίσημοι χάρτες, όπως της GlobalSecurity.org (βλ. φωτό), δεν περιλαμβάνουν το Καστελόριζο στα Δωδεκάνησα. Έτσι, η παραπομπή του προβλήματος της υφαλοκρηπίδας του Καστελόριζου σε διεθνές δικαστήριο (εκτός από αυτό που αφορά το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, το οποίο όμως δεν έχει υπογράψει η Τουρκία) θα είναι αντικείμενο μεγάλης διαμάχης, η έκβαση της οποίας δεν είναι σίγουρο ότι θα επικυρώνει τις ελληνικές θέσεις.
Ωστόσο, οι καθημερινές άτυπες πρακτικές των κατοίκων του ακριτικού νησιού και των κατοίκων της τουρκικής ακτής, αμφισβητούν έμπρακτα την απομόνωση και το σκληρό σύνορο και επικοινωνούν με πολλούς τρόπους, διασχίζοντάς το παρά τις εχθρικές συμπεριφορές των πολιτικών και των στρατιωτικών. Οι πρώτοι μεταβαίνουν τακτικά «απέναντι» για προμήθειες και γιατρούς, έχουν γίνει κάποιοι μικτοί γάμοι, ενώ οι δεύτεροι επισκέπτονται συχνά το νησί για τουρισμό και το καλοκαίρι τα σκάφη από την Τουρκία είναι οι καλύτεροι πελάτες, όπως γίνεται και στα άλλα νησιά του ανατολικού και βόρειου Αιγαίου. Όπως αναφέρει η Λαφαζάνη (2014)4, μέσα από αυτές τις διαδικασίες τα σύνορα/όρια αποκτούν μια σχετική αυτονομία ως προς το δεσποτικό έλεγχο των κρατών και των διεθνών συνθηκών ρύθμισης. Αναδεικνύουν τον ενεργό ρόλο των πολιτών εκατέρωθεν των συνόρων οι οποίοι δεν δρουν ως παθητικοί δέκτες των ρυθμίσεων αλλά ως ενεργά υποκείμενα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους μετανάστες: οι καθημερινές πρακτικές και οι αντιστάσεις τους αμφισβητούν το σύνορο, δημιουργούν συνεχώς ρήγματα και υλοποιούν ένα φαινομενικά ακατόρθωτο στόχο.
Υφαλοκρηπίδα και Διεθνές Δίκαιο
Το Καστελόριζο φωτίζει και τη σοβαρότερη ελληνική γεωγραφική φαντασίωση, την ύπαρξη ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Στο παράπλευρο σχήμα περιγράφεται η ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα με βάση τις ισχύουσες διεθνείς θεσμικές ρυθμίσεις. Όμως δικαιώματα σε υφαλοκρηπίδα μπορεί να έχει ένα κράτος μόνο όταν αυτή έχει οριοθετηθεί και μονομερώς αυτό μπορεί να υλοποιηθεί αν απέναντι δεν υπάρχει στεριά έως το 200 ν.μ. Όταν τα αντικείμενα ή παρακείμενα κράτη δεν εξαντλούν τα 200 ν.μ, η οριοθέτηση των επικαλυπτόμενων διεκδικήσεων είναι υποχρεωτική, άρα η Ελλάδα και η Τουρκία δεν έχουν σήμερα δικαιώματα εκμετάλλευσης σε υφαλοκρηπίδα. Οι κραυγές των τηλεπαρουσιαστών περί «ελληνικής» υφαλοκρηπίδας απλώς ενισχύουν το εσφαλμένο εθνικιστικό φαντασιακό ενάντια στο Διεθνές Δίκαιο. Οι δύο χώρες διατηρούν απλώς το δικαίωμα να την οριοθετήσουν. Ωστόσο, ελλείψει οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας, η έρευνα σ’ αυτήν μπορεί να θεωρηθεί ως επιβολή κυριαρχικών δικαιωμάτων της Τουρκίας, η οποία στη συνέχεια ενδέχεται να βλάπτει τη δυνατότητα να ασκήσει η Ελλάδα τα δικά της δικαιώματα.
Τα παραπάνω θίγουν το βασικό πρόβλημα στο Αιγαίο, δηλαδή σε ποιο βαθμό τα νησιά έχουν πλήρη επήρεια υφαλοκρηπίδας, αντίστοιχη με τις ηπειρωτικές ακτές. Θεωρητικά και γεωλογικά έχουν πλήρη επήρεια και αυτό υποστηρίζει η ελληνική διπλωματία, εντύπωση που έχει αποτυπωθεί στην ελληνική κοινή γνώμη. Ωστόσο, οι αποφάσεις των διεθνών δικαστηρίων διαφοροποιούνται από τις ελληνικές φαντασιώσεις ή και βεβαιότητες γιατί στηρίζονται στις λεγόμενες ισότιμες και δίκαιες λύσεις. Σύμφωνα με αποφάσεις που έχουν ληφθεί σε άλλες περιπτώσεις, τα νησιά που είναι μακριά από το μέσο της απόστασης των ηπειρωτικών ακτών δυο χωρών, στην ελληνική περίπτωση τα νησιά του βόρειου Αιγαίου και τα Δωδεκάνησα, μπορεί να μην έχουν πλήρη επήρεια. Τα Δωδεκάνησα είναι τόσο κοντά μεταξύ τους οπότε και χωρίς υφαλοκρηπίδα πάλι θα «κλείσουν» την Τουρκία με εξαίρεση το Καστελόριζο. Εξάλλου, ειδικά στα Δωδεκάνησα, τα θαλάσσια σύνορα/όρια με τις τουρκικές ακτές, από το Καστελόριζο μέχρι το Αγαθονήσι, έχουν οριοθετηθεί με ακρίβεια από τους Ιταλούς χαρτογράφους πριν την ενσωμάτωση με την Ελλάδα, περιλαμβάνοντας και τη βραχονησίδα Ίμια. Όμως για το Καστελόριζο, τα Διαπόντια νησιά βόρεια της Κέρκυρας, κοντά στην Αλβανία, και τη Γαύδο, ένα διεθνές δικαστήριο –σύμφωνα με προϋπάρχουσες αποφάσεις σε παρόμοιες περιπτώσεις– θα έδινε μισή, λίγη ή καθόλου υφαλοκρηπίδα, ξανά σε αντίθεση με τις ελληνικές βεβαιότητες. Τα νησιά αυτά μαζί με το Ορμένιο στη Θράκη αποτελούν τα απώτατα όρια του ελληνικού εδαφοκυριαρχικού χώρου τα οποία σπάνια γνωρίζουν οι Έλληνες πολιτικοί.
Ξέφρενη κούρσα εξοπλισμών
Παρόμοια λανθασμένη γεωγραφική φαντασίωση υπάρχει και για τον εναέριο χώρο. Η Ελλάδα υπερβαίνοντας το Διεθνές Δίκαιο έχει ορίσει μονομερώς με διάταγμα του 1931 εναέριο χώρο στα 10 ν.μ. από τις ακτές (στεριάς και νησιών) ενώ έπρεπε να είναι 6 μίλια, όσο και η αιγιαλίτιδα ζώνη: ο εναέριος χώρος ταυτίζεται με την τελευταία. Μέχρι τη δεκαετία του 1980, η Τουρκία δεν είχε δημιουργήσει θέμα, έκτοτε όμως αμφισβητεί αυτή την οριοθέτηση, η οποία επηρεάζει και την περιοχή ευθύνης του FIR Αθηνών όπως και τις δράσεις έρευνας και διάσωσης. Ο όρος «παραβίαση» του ελληνικού εναέριου χώρου έχει νόημα μόνο όταν παραβιάζονται τα 6 και όχι τα 10 ν.μ. Οι αναχαιτίσεις τουρκικών αεροπλάνων που ακούμε κάθε τόσο έχουν υψηλό κόστος (ανθρώπινο και χρηματικό) και βασίζονται σε ελληνική υπέρβαση η οποία δεν είχε τότε εγκαίρως εντοπιστεί από την Τουρκία. Σήμερα όμως που διαθέτει πολλά σύγχρονα αεροπλάνα δεν είναι διατεθειμένη να το ανεχθεί, παρασύροντας την Ελλάδα σε μια ξέφρενη κούρσα εξοπλισμών.
Η άγνοια των παραπάνω από μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης και η αποσιώπηση των πραγματικών δεδομένων από τους εθνικιστές πολιτικούς υποδαυλίζει τις φαντασιακές γεωγραφίες της ελληνικής κοινωνίας. Κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες αναπαράγεται συναφές σύνδρομο με το «η Μακεδονία είναι ελληνική» τώρα με «το Αιγαίο είναι ελληνικό». Απεύχομαι να βρεθούμε μπροστά σε αντίστοιχους «Αιγαιομάχους» ή «Καστελοριζομάχους» στην περίπτωση που υπάρξουν συμβιβασμοί (μια λέξη ταμπού για τους εθνικιστές) ή στην περίπτωση μιας απόφασης διεθνούς δικαστηρίου αντίθετης με τις ελληνικές γεωγραφικές φαντασιώσεις. Ωστόσο και δηλώνοντας εμφατικά ότι ο πόλεμος δεν αποτελεί λύση, η οριοθέτηση των δικαιωμάτων των δυο λαών, όσο δύσκολη και αν εμφανίζεται, δεν είναι άλυτο πρόβλημα. Οι άτυπες καθημερινές πρακτικές μεταξύ Ελλήνων νησιωτών και Τούρκων των παραλίων δείχνουν το δρόμο για ειρηνική γεωγραφική συνύπαρξη στην περιοχή.
Σημειώσεις
1. Βλ «Ελληνοτουρκικό "πατ" και στο βάθος…», εφημερίδα «Εποχή», 11/10/20.
2. Α. Ηρακλείδης (2020) «Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειος. 50+1 όψεις των ελληνο-τουρκικών διενέξεων», Αθήνα: Θεμέλιο
3. Χρ. Ροζάκης (2020) «Και πάλι τα ελληνοτουρκικά», «Τα Νέα», 25-26/1/20.
4. Ο. Λαφαζάνη (2014) «Δια-εθνικές Γεωγραφίες της Μετανάστευσης. Διαπραγματεύσεις συνόρων και ορίων». Διδακτορική Διατριβή, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο.