«Είστε τρελοί; Θα πάτε στην Πριγκιπέσσα που είναι το πιο χαμηλοτάβανο μαγαζί; Θα είστε στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο και τα σταγονίδια από τις φωνές των τραγουδιστών θα αιωρούνται στην ατμόσφαιρα», έλεγε ο Μήτσος με ύφος μαθητευόμενου λοιμωξιολόγου ανάμεικτο με τρομοκρατημένου μικροαστού, που η διάθεσή του καθορίζεται από τις απογευματινές ανακοινώσεις του Χαρδαλιά. Παρ’ όλη την περιρρέουσα κινδυνολογία εμείς πήγαμε και τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Τέσσερις παρέες όλες κι όλες, το μοναχικό παλικάρι στο ακριανό τραπέζι κι η ορχήστρα κάτω από το πάλκο, χωρίς μικρόφωνα, σ’ ένα τραπέζι κι αυτή. Κι αν θέλαμε κανένα τσιγαράκι βγαίναμε στα έξω τραπεζάκια όπου ακουγόταν η μουσική. Απλά πράγματα, ανθρώπινα κι «εντός πρωτοκόλλου». Ακόμα κι ο παλαίμαχος τραγουδιστής της μπάντας, ο Χρήστος Μαστέλλος, ήταν παρών και στις επάλξεις της διασκέδασης, παρά το ότι ανήκει σε ομάδα υψηλού κινδύνου λόγω ηλικίας.
Η Πριγκιπέσσα είναι το τελευταίο λαϊκό μαγαζί που μας έχει απομείνει στο κέντρο της πόλης. Στο διπλανό δρομάκι ήταν και η αξέχαστη Βεντέτα που για πολλά χρόνια μας συντρόφευε στο τελευταίο ποτό μετά από τις βραδινές παραστάσεις των κινηματογράφων του κέντρου, με τον υπέροχο Δάνη να δίνει ρέστα με την καλύτερη ερμηνεία της «Πρικιπέσσας» του Μάλαμα και τον Χρήστο Μητρέντζη με την παιγνιώδη του παρουσία να σοβαρεύει απότομα τραγουδώντας τον «Τζακ Οχάρα» του Ζαμπέτα. Τώρα που έκλεισε η Βεντέτα, πώς να μην στηρίξουμε την Πριγκιπέσσα; Πόσο μάλλον που μπαίνοντας στο μαγαζί είναι αδύνατον να μην πέσει το μάτι σου, πάνω από το μπαρ, σε μεγάλη μεγέθυνση το εξώφυλλο της εφημερίδας «Ελεύθερη Ελλάδα» όπου δεσπόζει η φωτογραφία του Άρη Βελουχιώτη με τη λεζάντα «Η αντάρτικη εποποιία του Έθνους». Και όντας παραμονή της 28ης Οκτωβρίου, η ορχήστρα να τιμά την αντίσταση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ με το τραγούδι «…και με τον Άρη αρχηγό νά ’ναι γλυκό το βόλι» του Δημήτρη Γκόγκου (Μπαγιαντέρα)! Το πρόγραμμα ήταν όπως πάντα υψηλής ποιότητας, με όμορφες ρεμπέτικες και λαϊκές επιλογές, ωραία παιξίματα και υπέροχες φωνές της σταθερής μπάντας του μαγαζιού. Μια μπάντα που εναλλάσσεται με το κατ’ εξοχήν λαϊκό σχήμα «Λαϊκά Προάστια» αλλά και με πολλούς καλεσμένους μουσικούς που έρχονται κατά καιρούς στην Θεσσαλονίκη. Έχουν γράψει ιστορία οι βραδιές με τον, προσφάτως αποβιώσαντα, Σόλωνα Λέκκα, σημαντικό εκφραστή του λαϊκού πολιτισμού και υπέροχου αμανετζή και τα πασχαλινά αφιερώματα με τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου, σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και δεξιοτεχνική ερμηνεία στο μπουζούκι από τον Κώστα Παπαδόπουλο.
Στα αξιοσημείωτα της βραδιάς δεν θα μπορούσε παρά να ήταν η εμφάνιση της ιέρειας της σαλονικιώτικης νύχτας. Είναι αδύνατον να μην την συναντήσεις σε όποιο νυχτερινό μαγαζί βρεθείς. Ο συνοδός της ήταν μια μορφή από το παρελθόν: ευθυτενής με παλιομοδίτικο ντύσιμο, παχύ μουστάκι και τραγιάσκα. Χόρεψε αργά κι ευγενικά ένα βαρύ ζεϊμπέκικο και θύμιζε τους σταθερούς θαμώνες των παλιών ρεμπετάδικων. Κι όταν η ματιά μου έπεφτε στην απέναντι γωνία, στο μοναχικό παλικάρι που έπινε το κρασί του, θυμήθηκα κάτι παλιούς στίχους που γράφτηκαν για τις παρέες που χάνονται:
«Τα φιλαράκια χάθηκαν / μείνανε πάλι μέσα / κι εγώ τα πίνω μόνος μου / εδώ στην Πριγκιπέσσα»!