Ήταν Γενάρης του 2017 όταν επισκεφτήκαμε (ο Γιάννης Μετζικώφ κι εγώ) εκ μέρους της Βιβλιοθήκης της Βουλής τον Νίκο Μπελογιάννη (γιο του Νίκου Μπελογιάννη) στο σπίτι του για να του ζητήσουμε ό,τι ήταν δυνατόν για να χρησιμοποιηθεί στη Μόνιμη έκθεση Νίκος Μπελογιάννης στη γενέτειρά του, στην Αμαλιάδα, που μόλις είχε αναλάβει να φέρει εις πέρας η Βουλή και η Βιβλιοθήκη.
Ήξερα ορισμένα πράγματα για τον ίδιο, είχα διαβάσει συνεντεύξεις του, έβγαζε ένα θυμό, έναν πόνο για την αριστερά, για την πολιτική γενικά.
Όχι άδικα προφανώς, ο πατέρας του είχε εκτελεστεί, ο ίδιος είχε γεννηθεί στη φυλακή, η μητέρα του επίσης είχε κυνηγηθεί πολύ από το σύστημα και από το κόμμα. Η πρώτη εντύπωση που μας έδωσε, ήταν λιγομίλητος, στωικός, βαρύς θα έλεγα στην προσέγγιση. Τι τα θέλετε όλα αυτά τώρα, σαν μας έλεγε... σαν να μην το πίστευε ότι μπορεί να γίνει. Και ας ήταν το μεγάλο του όνειρο να δει την οικία στην Αμαλιάδα να γίνεται μουσείο για τον πατέρα του. Όταν πείστηκε για τη σημασία του εγχειρήματος, φωτίστηκε το πρόσωπό του, χαμογέλασε, ένιωσε μεγαλύτερη άνεση. Έδωσε μάλιστα μεγάλο μέρος των πραγμάτων του σπιτιού του για το Μουσείο και την έκθεση. Αποψιλώθηκε το σπίτι κανονικά. Αλλά έως την τελευταία στιγμή έως ότου ολοκληρωθεί το έργο, διχαζόταν μέσα του, δυσκολευόταν να το αποδεχτεί πλήρως. Όταν τελικά έγινε, και ήρθε να το δει, νομίζω ότι χάρηκε, το φχαριστήθηκε, του άρεσε και ας μην ήρθε στα εγκαίνια. Ελπίζω να έφυγε με αυτή την τελευταία όμορφη ανάμνηση.
Καλό ταξίδι Νίκο…