Η εξωτερική πολιτική δεν παραλείπει να μας τροφοδοτεί με ειδήσεις που προκαλούν σχολιασμό. Την Πέμπτη, ο υπουργός Εξωτερικών κ. Ν. Δένδιας ενημέρωσε τους εκπροσώπους των κομμάτων για τις τελευταίες εξελίξεις και πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, (επίσκεψη Λαβρόφ, συμφωνία με Αλβανία κ.ά.). O τομεάρχης εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., Γιώργος Κατρούγκαλος τοποθετήθηκε θετικά για τη συμφωνία με την Αλβανία με την εξής δήλωση. «Από τη στιγμή που η κυβέρνηση θεωρεί ότι δεν μπορούσε να ολοκληρωθεί η διαπραγμάτευση, η οποία είχε ξεκινήσει επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και είχε φθάσει πολύ κοντά, θεωρούμε θετική την παραπομπή στη Χάγη, ακριβώς επειδή είναι ένας τρόπος αποδεκτός από το Διεθνές Δίκαιο».
Ασφαλώς θετική και συνετή στάση. Ωστόσο, αφήνει την απορία γιατί δεν θα μπορούσε, δεν ήταν ώριμο, κοινή προσφυγή των δυο γειτόνων να υπάρξει επί ΣΥΡΙΖΑ εφόσον «είχε φθάσει πολύ κοντά»; Το ίδιο ερώτημα, οξύτερο, ενισχυμένο με όσα διαμείφθηκαν τότε, ανέκυψε και όταν υπογράφηκε η συμφωνία με την Ιταλία η οποία, επίσης ορθά, υποστηρίχθηκε. Και η συμφωνία με την Αίγυπτο ουσιαστικά εγκρίθηκε με τη θέση «παρών». Η ασθμαίνουσα θετική παρακολούθηση σοβαρών πρωτοβουλιών από τη ΝΔ, ορθή μεν διότι όντως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ΝΔ ούτε ο Α. Τσίπρας είναι Κ. Μητσοτάκης, αφήνει ερωτηματικά για τους τότε χειρισμούς. Η επιφυλακτικότητα έως και συντηρητισμός στέρησε πολιτική περιουσία στον ΣΥΡΙΖΑ μετά την επιτυχία του στις Πρέσπες.
Η ολοκλήρωση τότε των προσπαθειών που έμειναν ημιτελείς, μαζί με διαβεβαιώσεις, σε κάποια ευκαιρία, ότι το Αιγαίο δεν θεωρείται από την Αριστερά «ελληνική λίμνη» αλλά χώρος συνεργασίας δυο λαών στη βάση του Διεθνούς Δικαίου, θα έδινε άλλο κύρος στη χώρα. Ακόμη και διερεύνηση επέκτασης κατά 12 μίλια της υφαλοκρηπίδας μπορούσε να γίνει, όχι βέβαια για να απαντηθούν οι προκλήσεις, διότι τότε ένα δικαίωμα καθίσταται επικίνδυνο στην άσκησή του, αλλά ως διευθέτηση μέσα σε ένα κλίμα ύφεσης. Διαφορετικά, γίνεται μεγάλη απλοποίηση ενός εξαιρετικά σύνθετου, με πολύ μπερδεμένο υπόβαθρο ως προς τις ευθύνες των δυο πλευρών, ζητήματος όπως είναι η ελληνοτουρκική διένεξη.
Σύνθετο ζήτημα και ως προς τις διεθνείς παραμέτρους του. Ο κ. Λαβρόφ, που ο ελληνικός Τύπος παρουσίασε υποστηρικτή της επέκτασης των 12 μιλίων –χρειάζεται προσπάθεια «για ένα νέο restart με τη Μόσχα» έγραψε συστημικός αρθρογράφος– μας είπε κάτι εντελώς διαφορετικό: «Κάθε κράτος έχει το κυρίαρχο δικαίωμα να καθορίσει το εύρος των χωρικών υδάτων του έως τα 12 ναυτικά μίλια. Την ίδια στιγμή, σε ορισμένες περιπτώσεις οι χώρες για κάποιους λόγους καθορίζουν τα χωρικά ύδατα μικρότερου εύρους. Και όταν προκύπτει το ζήτημα της οριοθέτησης της αιγιαλίτιδας ζώνης μεταξύ των όμορων χωρών, αυτό πρέπει να επιλύεται σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο». Και συνέχισε: «Η Ρωσία τάσσεται υπέρ της διευθέτησης οιονδήποτε διαφορών αποκλειστικά μέσω του πολιτικού διαλόγου, της εκπόνησης μέτρων εμπιστοσύνης, αναζήτησης αμοιβαία αποδεκτών λύσεων με βάση τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου». Ο κ. Μπορέλ σχολιάζοντας τις επιθετικές δηλώσεις Ερντογάν κατά Μακρόν περιορίστηκε να πει: «Προφανώς αυτές οι δηλώσεις είναι απαράδεκτες». Και η κ. Βαστάγκερ, εκτελεστική αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής συμπλήρωσε: «Στεκόμαστε στο πλευρό της Γαλλίας». Όσοι σήμερα, λόγω της προκλητικότατης στάσης της Τουρκίας, θεωρούν ότι δικαιώνονται ή επιβεβαιώνονται επιλέγοντας ως θέσεις δυναμικές απαντήσεις, δεν πρέπει να ξεχνούν τη γεωγραφία και την ιστορία.