«Μήδεια», 1969
«Το 1961, γύρισα την πρώτη μου ταινία, το “Ακατόνε”, με άγνωστους ηθοποιούς. Στην προβολή της ταινίας στη Ρώμη, φασίστες θεατές έριξαν στην οθόνη κλούβια αυγά και μελανοδοχεία. Γύρισα κατόπιν με την Άννα Μανιάνι και τον Φράνκο Τσίτι το “Μάμα Ρόμα”. Κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ της Βενετίας, όπου η ταινία αντιπροσώπευε επίσημα την Ιταλία, προσπάθησαν να την κατάσχουν κάνοντας αγωγή», αναφέρει αυτοβιογραφούμενος ο Πιερ Πάολο Παζολίνι, το 1969.
Οι δύο αυτές πρώτες ταινίες του βρίσκονται πολύ κοντά στο ύφος του ιταλικού νεορεαλισμού. Από εκεί και πέρα όμως ο Παζολίνι επιχειρεί την υπέρβαση. Εμπλουτίζει την οπτική, την αισθητική και την ιδεολογική του προσέγγιση κι έτσι στις επόμενες ταινίες του εισχωρεί το στοιχείο του σουρεαλισμού, της ποίησης, της φαντασίας, του λυρισμού, του ερωτισμού, της υπέρβασης αλλά και των προσωπικών του αντιφάσεων.
Το 1964, με τις «Ερωτικές συνελεύσεις», εξετάζει τη σχέση των Ιταλών με τη σεξουαλικότητα και, με το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο», τη σχέση του λαού με τη θρησκεία. Το 1966 με τα «Όρνια και πουλάκια», κάνει μια ταινία - παραβολή για την κρίση του μαρξισμού. Το 1967, με το «Βασιλιά Οιδίποδα», ουσιαστικά αυτοβιογραφείται, αφηγούμενος –όπως έχει πει– το δικό του οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Το 1968, με το «Θεώρημα», κονιορτοποιεί το θεσμό της οικογένειας και τη νοοτροπία του μικροαστισμού. Η ταινία χαρακτηρίστηκε άσεμνη αλλά –παραδόξως– τιμήθηκε στο Φεστιβάλ της Βενετίας με το Μεγάλο Βραβείο της Καθολικής Εκκλησίας!
Ερχόμαστε στο 1969 και στο «Χοιροστάσιο», μια ταινία η οποία χρησιμοποιεί τον κανιβαλισμό για να αναδείξει την πνευματική, πολιτική, κοινωνική και ηθική κρίση της Ιταλίας «μιας χώρας χωρίς μέλλον» όπως προφητικά(;) είχε πει ο Παζολίνι.
Τις ταινίες «Όρνια και πουλάκια», «Θεώρημα» και «Χοιροστάσιο», ο ίδιος ο δημιουργός τις θεωρεί ως τριλογία και τις εντάσσει σε μια προσωπική στροφή στο έργο του, όπου χρησιμοποιεί τη φόρμα της παραβολής για να μιλήσει για την ιστορία και την κρίση της πολιτικής.
Το 1969 έχει σειρά η «Μήδεια», η οποία ουδεμία σχέση, παρά μόνον κατ’ όνομα, έχει με τον Ευριπίδη. Με ελάχιστο διάλογο ο Παζολίνι επιχειρεί, μέσα από του μύθους, μια ιστορία για τη γέννηση της θρησκείας φθάνοντας στην αμφισβήτησή της από την υλιστική σκοπιά.
Το 1971, σκηνοθετεί το «Δεκαήμερο», εμπνευσμένος από το γνωστό έργο του Βοκκάκιου. Το 1972, τους «Θρύλους του Καντέρμπουρι», αγγλόφωνη ταινία, βασισμένη στο έργο του Τζόφρι Σόσερ και το 1974 τις «Χίλιες και μια νύχτες», δημιουργώντας έτσι μια ανάλαφρη και δροσερή τριλογία βασισμένη σε διάφορες λαϊκές ιστορίες.
Και φτάνουμε στο 1975 και την τελευταία ταινία του, το περίφημο «Σαλό ή οι 120 μέρες στα Σόδομα». Πρόκειται για την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του μαρκήσιου ντε Σαντ. Χωρίς, επί της ουσίας να ξεφεύγει από το κείμενο του Σαντ, αυτό που αλλάζει ο Παζολίνι είναι ο χρόνος. Δηλαδή από το 18ο αιώνα, μεταφέρει τη δράση στη Δημοκρατία του Σαλό, το 1944.
Οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος συμπεριφέρονται στα θύματά τους όπως οι φασίστες. Ο Παζολίνι βάλλει ευθέως εναντίον μιας παντοδύναμης εξουσίας η οποία μετατρέπει τα άτομα σε αντικείμενα ακυρώνοντας έτσι την ανθρώπινη τους υπόσταση. Κι όπως διευκρινίζει ο ίδιος ο Πιερ Πάολο Παζολίνι, «…ο σκοπός δεν περιορίζεται σε μια καθορισμένη ιστορική περίοδο – ο λόγος της ταινίας αφορά και το παρόν».
Από τις πρώτες του ταινίες, ο γνωστός ως τότε συγγραφέας και ποιητής Παζολίνι, γίνεται ιδιαίτερα ενοχλητικός. Τα θέματά του, ο τρόπος που τα προσεγγίζει και οι ιδεολογικές του αναφορές ερεθίζουν το κατεστημένο καθώς κλονίζουν την πολιτική απραξία του συστήματος. Το ίδιο βέβαια, ίσως και περισσότερο, ενοχλεί η προσωπική του ζωή.
Το κινηματογραφικό του έργο χαρακτηρίζεται από συνεχή μεταμόρφωση, καθώς συμπυκνώνει πολλά στοιχεία, συχνά αντιφατικά, ώστε να χρήζει ιδιαίτερης εμβάθυνσης και ανάλυσης. Έτσι δεν μπορεί εύκολα να κατηγοριοποιηθεί καθώς η κατάταξή του μπορεί να θεωρηθεί αυθαίρετη και ατυχής. Ως εκ τούτου θεωρώ ιδιαίτερα εύστοχο αυτό που είχε πει κάποιος –δεν θυμάμαι ποιος– πως υπάρχει το σινεμά μετά τον Παζολίνι ώστε να χαρακτηριστεί κάποιος «παζολινικός».
Αινιγματική προσωπικότητα αινιγματικός κινηματογράφος. Ήρωες οι οποίοι κινούνται στα όρια της νομιμότητας, οι οποίοι ανήκουν στο περιθώριο και τον υπόκοσμο αλλά και ήρωες-καρικατούρες της αστικής τάξης. Κριτική και διεισδυτική κοινωνική ματιά. Όλα αυτά ενοχλούν και έτσι τα προβλήματά του με τη δικαιοσύνη, την αστική και την καθολική ηθική και την άκρα δεξιά είναι διαρκή.
Εν τέλει, όμως, το σινεμά του κορυφαίου αυτού δημιουργού –με όλη τη σημασία της λέξης– σε όποιο είδος κι αν το τοποθετήσουμε και σε οποιοδήποτε αισθητικό ρεύμα κι αν το εντάξουμε, είναι ένα σινεμά καθαρά πολιτικό. Το έργο του αποτελεί πολιτική πράξη, ένα μέσο παρέμβασης και άρθρωσης πολιτικού λόγου. Όχι με την έννοια της προπαγάνδας ή του κομματικού διδακτισμού, αλλά ως κριτική ακόμη και της ίδιας της πολιτικής. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει κι ο ίδιος ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι, «δεν κάνω διαχωρισμό ανάμεσα στην πολιτική και τον κινηματογράφο, γιατί πιστεύω πως καθετί είναι πολιτική (…) Αυτό που κριτικάρω, είναι η άποψη ότι μια ταινία πρέπει νά ’ναι σαφώς πολιτική, γιατί φοβάμαι πως, κάνοντας μια ταινία σαφώς πολιτική, υπάρχει κίνδυνος να πέσεις στην προπαγάνδα ή σε μια μορφή πατρικής νουθεσίας».