Η 2 Νοέμβρη του 1975 είναι η τελευταία σημαδιακή ημερομηνία στην καλλιτεχνική και πολιτική ιστορία της σύγχρονης Ιταλίας που ταυτίζεται με την εγκόσμια πορεία του Πιερ Πάολο Παζολίνι. Επιβεβαιώνοντας την απροκάλυπτη σκληρότητα με την οποία η Ιταλία μεταχειρίζεται ανέκαθεν τους πολέμιους του κομφορμισμού και όσους αντιστέκονται στην καταπίεση, ο Παζολίνι κείτεται νεκρός σε μια ερημική παραλία, ένα τέλος ίδιο με αυτό που επιφύλαξε η μοίρα και στον αγαπημένο του Καραβάτζο.
Η μέρα που ο Ιταλός ποιητής, συγγραφέας, αρθρογράφος και σκηνοθέτης δολοφονείται στην Όστια υπό μυστηριώδεις συνθήκες από μια συμμορία φασιστών, είναι η μέρα που σβήνει, στο μυαλό πολλών, και η αισιοδοξία της μεταπολεμικής Ιταλίας, μαζί με τη φωνή που, παραδόξως, αυτήν την αισιοδοξία, τεχνητή ή μη, περιφρόνησε περισσότερο από όλους.
Ήδη στο ξεκίνημα της καριέρας του, τη στιγμή που στο Τορίνο χτίζεται η αριστερή διανόηση της χώρας και μεγάλοι συγγραφείς όπως οι Ίταλο Καλβίνο, Τσέζαρε Παβέζε, Μάσιμο Μίλα, Νατάλια Τζίνσμπουργκ κ.ά. πασχίζουν να ενώσουν γλωσσικά τη χερσόνησο κάτω από μια ομοιογενή ιταλική εθνική λογοτεχνική γλώσσα, ο εικοσάχρονος συγγραφέας επιλέγει να κάνει την πρώτη του εμφάνιση στα ιταλικά γράμματα δημοσιεύοντας ποιήματα γραμμένα στη διάλεκτο της επαρχίας όπου μεγάλωσε, το Φριούλι.
Σε αυτή τη νεανική χειρονομία εμπεριέχεται όλος ο Παζολίνι: απρόθυμος να ασπαστεί κάθε χειραγώγηση και κάθε ιδεολόγημα –ανεξαρτήτως των καλών προθέσεων που μπορεί να τα γέννησαν–, αδιαπραγμάτευτα απέναντι στην αστική τάξη, ακόμη και στις πεφωτισμένες πλευρές της, διατεθειμένος να αναγνωρίσει μονάχα στο λαϊκό πνεύμα την αυθεντία που θα υπαγορεύει και θα εμπνέει την προσωπική αισθητική του, αλλά χωρίς αφέλειες ή αυτοματισμούς, αφουγκραζόμενος με ειλικρίνεια το ερώτημα: «τι σημαίνει λαϊκός;». Ένα ερώτημα που θα παρακινήσει το σύνολο της παραγωγής του.
Αργότερα, το πέρασμά του από τη συγγραφή στη σκηνοθεσία θα σηματοδοτηθεί ακριβώς από την ανάγκη του να αντικρούσει τα επιχειρήματα του ιταλικού νεορεαλισμού, την εξωραϊστική απεικόνιση των λαϊκών στρωμάτων, τον εξιδανικευμένο ορθολογιστικό ανθρωπισμό του Τσέζαρε Τζαβαττίνι.
Η δεύτερή του ταινία, «Μάμα Ρόμα», είναι τόσο αποτελεσματική, όχι μόνο ως κριτική στο κίνημα, αλλά και ως κινηματογραφική αντιπρόταση, που θα μετατραπεί εν τέλει στο κύκνειο άσμα του νεορεαλισμού, στην τελευταία ταινία ικανή να ενσαρκώσει –μεταβάλλοντας ταυτόχρονα ριζικά– τις αξίες που οδήγησαν στην εμφάνιση του ρεύματος μεταπολεμικά.
Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι υπήρξε τότε –αλλά και τώρα ακόμα, μετά θάνατον– για πολλές Ιταλίδες και Ιταλούς, πρώτα απ’ όλα ένας ισότιμος συνομιλητής, ένας άνθρωπος διατεθειμένος να ξεδιαλύνει μαζί τους το κουβάρι του σήμερα: κάθε ταινία του ή άρθρο ή βιβλίο του γεννιέται κυρίως ως μια δημόσια παρέμβαση, μια προσπάθεια να κατανοήσει πρώτα, να σχολιάσει έπειτα και να συζητήσει τέλος καλλιτεχνικές κοινωνικές πολιτικές εξελίξεις.
To 1963, αφού το ενδιαφέρον του για την έβδομη τέχνη τον φέρνει σε επαφή με τις πιο πρωτοποριακές τάσεις του γαλλικού κινηματογράφου, υπογράφει μια από τις ομορφότερες και ουσιαστικότερες ταινίες του είδους σινεμά-βεριτέ, σκηνοθετώντας το ντοκιμαντέρ «Ερωτικές συνελεύσεις». Παραγνωρισμένο στη φιλμογραφία του, είναι όμως έργο μείζονος σημασίας για να καταλάβει κανείς τη γοητεία που ασκεί, αλλά και την έχθρα που προκαλεί, το φαινόμενο Παζολίνι στην Ιταλία. Ο Παζολίνι, στην ταινία, παίρνει πάνω του το ρόλο του δημοσιογράφου και οργώνει τη χώρα με ένα μικρόφωνο ανά χείρας για να μιλήσει με Ιταλούς και Ιταλίδες κάθε κοινωνικές τάξης –ενώ μια κάμερα τον ακολουθεί και τον τραβάει– για τα σεξουαλικά ταμπού που υπαγορεύουν την καθημερινή συμπεριφορά τους και τους αιχμαλωτίζουν σε στερεοτυπικούς και καταναγκαστικούς ρόλους. Την εποχή όπου ο σκηνοθέτης ακόμη είναι ένας αόρατος δημιουργός που κρίνεται μονάχα από την ευχέρειά του στη γλώσσα της mise-en-scene, ο Παζολίνι συνδιαλέγεται αυτοπροσώπως και αυτοπροσώπως αμφισβητεί. Μοιράζεται το πλάνο με τους συνομιλητές του, αντί να τους μελετά πίσω από το βιζέρ της κάμερας.
Για αυτό οι φασίστες, ψάχνοντας ένα στόχο της Αριστεράς, επιλέγουν τελικά στις 2 Νοεμβρίου του 1975 τον Παζολίνι, έναν καλλιτέχνη που υπηρετεί τις ιδέες του με το σώμα του, το πρόσωπό του, τη φωνή, την παρουσία του. Η σαδιστική φασιστική βία θέλει τον ιδεολογικό εκμηδενισμό του άλλου μέσω της ταπείνωσης και της σύνθλιψής του σώματος, όπως διορατικά αποδεικνύει η τελευταία του ταινία, «Σαλό», γυρισμένη ελάχιστο διάστημα πριν τη δολοφονία του.
Το τελευταίο του έργο, το ημιτελές μυθιστόρημα «Πετρέλαιο», μια αλληγορική ανάλυση των υπόγειων πολιτικοοικονομικών ισορροπιών της Ιταλίας, είναι η ύστατη πράξη στράτευσης ενός διανοούμενου που είχε δηλώσει ότι ξέρει και ότι δεν θα διστάσει να μοιραστεί τη γνώση του.