Μόνα Χατούμ-Λιβανέζα, Έμιλυ Ζασίρ-Παλαιστίνια, Σιρίν Νεσάτ-Ιρανή, Κουτλούγκ Αταμάν-Τούρκος, Ίλια Καμπακόφ-Ρώσος, Γιάννης Κουνέλλης-Ιταλός ελληνικής καταγωγής, Χρύσα-Ελληνίδα της διασποράς, Κέντελ Γκιρς-Νοτιο-Αφρικανός, Κεσσανλής, Κανιάρης, Ψυχοπαίδης, Μπία Ντάβου, Λήδα Παπακωνσταντίνου, Αλεξίου, Τσιβόπουλος, Χάρις Επαμεινώνδα, Δανάη Στράτου, Αργιανάς, Ξαγοράρης, Ψυχούλης… Είναι μερικά από τα πιο σημαντικά ονόματα της συλλογής του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, που μεγάλο μέρος της προ-παρουσιάστηκε με επιτυχία στο Κάσελ, το 2017, στην περίφημη διεθνή έκθεση documenta 14, ωστόσο στην Ελλάδα εξακολουθεί να απασχολεί μονάχα το μυημένο κοινό.
Η διαπολιτισμική φυσιογνωμία του ΕΜΣΤ διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό σύμφωνα με τις επιλογές και τις κατευθύνσεις της ιδρυτικής του διευθύντριας, της Άννας Καφέτση (2000-2014), με έργα ανήσυχων καλλιτεχνών που διάβασαν κριτικά την εποχή τους. Προς ποια κατεύθυνση θα εξελιχθεί στο μέλλον; Πώς θα διευρύνει το κοινό του; Ποια είναι η στάση του ελληνικού Δημοσίου; Τι κατάφερε εντέλει και τι δεν κατάφερε η μεταβατική διεύθυνση στο ΕΜΣΤ; Ποια προοπτική και ποιες λύσεις θα έβλεπε ο Δημήτρης Αντωνακάκης που δεν διεκδικεί κανένα διευθυντικό πόστο; Η συζήτηση μαζί του είναι αποκαλυπτική. «Κράτησα μια στάση ευθύνης», μας είπε. «Αισθάνθηκα ότι αν παραιτηθώ θα δημιουργήσω περισσότερα προβλήματα».
Ανθρωπος σεμνός με μαχητική ιδιοσυγκρασία, ο Αντωνακάκης είναι κορυφαίος αρχιτέκτονας του μοντερνισμού, με κουλτούρα ουμανιστική. Δεν είναι ειδικός στη σύγχρονη τέχνη. Όμως γνωρίζει σε βάθος την τέχνη του να δίνει πνοή σε παρεμβατικά έργα με κοινωνικό πρόσημο. Εκεί τα βρήκαν με την Συραγώ Τσιάρα, αναπληρώτρια διευθύντρια του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στον οργανισμό MOMus της Θεσσαλονίκης (με τις συλλογές Κωστάκη, Ιόλα, Ξύδη κ.ά.). Ο Αντωνακάκης έχει διδάξει Αρχιτεκτονική για μια τριακονταετία στο ΕΜΠ (ως το 1991), έπειτα στο ΜΙΤ της Βοστώνης (1994-99) και στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας (1999-2000). Και με το «Εργαστήριο 66», Α66, και συνεργάτιδα τη γυναίκα του, την εμπνευσμένη αρχιτεκτόνισσα Σουζάνα Αντωνακάκη που πέθανε ετούτο το καλοκαίρι, έχει βάλει τη δημιουργική σφραγίδα του σε μουσεία, πλατείες, πανεπιστήμια και στο Κέντρο Αρχιτεκτονικής Μεσογείου στα Χανιά (ΚΑΜ 1997-2011). Πάντα καλλιεργώντας τη σύνθεση των τεχνών, πάντα δίνοντας βάρος στη διαχείριση του χώρου, διότι «πρόκειται για ζήτημα νοοτροπίας».
«Δουλέψαμε πολύ καλά με τη Συραγώ Τσιάρα. Ως ιστορικός τέχνης είχε την απαραίτητη πείρα και μπορούσε να βρει λύσεις για τη μόνιμη έκθεση. Όμως από εκεί και πέρα δεν είχαμε άλλες αρμοδιότητες μέσα στα χαοτικά δεδομένα και στις ασφυκτικές δεσμεύσεις του ΕΜΣΤ. Τα εγκαίνια της μόνιμης συλλογής του παραείναι περιορισμένος στόχος για έναν τέτοιο δημόσιο θεσμό. Σήμερα, η τεχνολογία έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις μιας αλληλοδιείσδυσης ανάμεσα στις πολιτισμικές δραστηριότητες. Οι εξελίξεις στη μουσική και το θέατρο λ.χ. επηρεάζουν τον τρόπο που στήνονται οι εικαστικές εγκαταστάσεις, κι απ’ την άλλη ο τόπος και το περιβάλλον παίζουν ολοένα και μεγαλύτερο ρόλο στις πολιτισμικές εξελίξεις. Κατά τη γνώμη μου λοιπόν, ένα Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης μπορεί να είναι ζωντανό μόνο αν είναι ανοιχτό σε όλες τις πτυχές του πολιτισμικού φαινομένου και δεν περιορίζεται στην πτυχή των εικαστικών τεχνών και στο πλαίσιο της ιστορίας της τέχνης. Μόνον έτσι μπορεί να προσεγγίσει ουσιαστικότερα την κοινότητα, να την κάνει να αισθανθεί φιλικά, να το αγαπήσουν μερίδες κοινού με διαφορετικά ενδιαφέροντα.»
Μ’ αυτές τις σκέψεις για τη διεύρυνση της προοπτικής του ΕΜΣΤ, ο Αντωνακάκης θεωρεί πως κοντά στην επιμελητική ομάδα του Μουσείου με τους τέσσερις ιστορικούς τέχνης που «τρέχουν» την υλοποίηση του εκθεσιακού προγραμματισμού και τους δυο επιμελητές αρχείου, «χρειάζονται και επιμελητές (curators) με εξειδικευμένη γνώση στην αρχιτεκτονική, στην ψηφιακή τεχνολογία, στα νέα μέσα, στη φωτογραφία ή και στον κινηματογράφο, το θέατρο, τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία…» Ταυτόχρονα, υποστηρίζει μεγαλύτερη εξωστρέφεια για το ΕΜΣΤ, που «αντί να φιλοξενεί ιδιωτικές συλλογές» θα συνομιλούσε πιο γόνιμα με τις σύγχρονες ανησυχίες εάν φιλοξενούσε κατά καιρούς «και εξωτερικούς συνεργάτες, Έλληνες και μη, ως επιμελητές».
Οι δραστηριότητες ενός Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης χρειάζεται «να δικτυώνονται» στην επικράτεια, υποστηρίζει ο Αντωνακάκης, αλλά και το ίδιο να επιδιώκει τη συμμετοχή του σε ευρύτερα δίκτυα πολιτιστικών θεσμών, π.χ. των Βαλκανίων, της Ανατολικής Μεσογείου κ.ά. «Για να προσεγγίζει με σύγχρονη ματιά και από την ιδιαίτερη γωνία του, το δικό τους αντικείμενο, συμμετέχοντας σε πολιτιστικές ανταλλαγές». Αυτές οι κατευθύνσεις, σε μικρότερη κλίμακα, είχαν επιτυχία στο ΚΑΜ. Με συνεχείς αναφορές στην Αρχιτεκτονική, και με πυξίδα την «υψηλή ποιότητα χωρίς υπεροψία», το ΚΑΜ καλλιέργησε τη συσχέτιση των διαφορετικών εκφάνσεων του πολιτισμού, άνοιξε διάλογο με το έργο των τοπικών πολιτιστικών φορέων, προσέλκυσε διεθνή κύκλο αρχιτεκτόνων, διανοούμενων και καλλιτεχνών και οργάνωνε δραστηριότητες που ακόνισαν τις ευαισθησίες του κοινού σε πεδία σχετικά ασυνήθιστα.
Όμως οι προτεραιότητες του υπουργείου Πολιτισμού είναι διαφορετικές. Επέλεξε μάλιστα να αναθέσει στην Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία ΟΔΕΜΣΤ (που είχε συσταθεί για να υποδεχτεί τη δωρεά των 3 εκατ. ευρώ του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος) να διαχειρίζεται εκείνη τις επιχορηγήσεις του ΥΠΠΟΑ προς το ΕΜΣΤ και ανάλογα προσάρμοσε το καταστατικό της… Οπότε δεν απέμειναν πολλά περιθώρια στη μεταβατική διεύθυνση.
«Προσπαθήσαμε λοιπόν να ενθαρρύνουμε την ομάδα των επιμελητών/τριών να πάρουν πρωτοβουλίες και να συνδιαμορφώσουν τη φυσιογνωμία του προγράμματος του ΕΜΣΤ – κάτι σχεδόν αδιανόητο κατά τις προηγούμενες διευθύνσεις, που προχώρησε ως ένα σημείο (π.χ. έγραψαν κριτικά κείμενα για τον Κατάλογο του ΕΜΣΤ). Παράλληλα, επιμείναμε στα απαραίτητα: στον/στην μάνατζερ για το διοικητικό έργο, και στον επιμελητή/τρια Αρχιτεκτονικής. Ειδάλλως, η καινούργια καλλιτεχνική διεύθυνση θα εξακολουθήσει να δεσμεύεται από τα τρέχοντα που είναι δυσεπίλυτα και δημιουργούν αρνητικό κλίμα.»
Σήμερα, οι δύο αυτές οργανικές θέσεις έχουν μεν εγκριθεί από την ηγεσία του ΥΠΠΟΑ αλλά η θέση του διοικητικού-οικονομικού διευθυντή/ντριας δεν έχει πληρωθεί, ούτε η θέση του επιμελητή/τριας Αρχιτεκτονικής έχει προκηρυχθεί. Η λύση σχετικά με τα αιτήματα του προσωπικού, καθυστερεί. Επιπλέον, το ΕΜΣΤ εξακολουθεί να πληρώνει από τον προϋπολογισμό του ένα μηνιαίο ενοίκιο δεκάδων χιλιάδων ευρώ στον όμιλο Beinoglou για την αποθήκευση έργων της μόνιμης συλλογής του, η οποία απαρτίζεται συνολικά από 1.256 έργα δημιουργών της ελληνικής (151) και της διεθνούς (105) σκηνής.
«Η αναζήτηση χώρων αποθήκευσης θα έπρεπε να είναι μια από τις πρώτες προτεραιότητες του μελλοντικού μάνατζερ» επισημαίνει ο Αντωνακάκης. «Και θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί και αναδιατάξεις στον εσωτερικό χώρο του κτιρίου, προκειμένου να βελτιωθούν οι όροι λειτουργίας του. Είναι γνωστό άλλωστε ότι σε ορισμένα διεθνή μουσεία οι αποθήκες τους είναι χώροι επισκέψιμοι».
Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα προβληματικής διαχείρισης του χώρου στο ΕΜΣΤ, είναι οι εγκαταστάσεις του μηχανολογικού εξοπλισμού του στις πλευρές των ορόφων (2ου και 3ου) όπου αναπτύσσεται ο κύριος όγκος των έργων της μόνιμης συλλογής. «Το φυσικό φως είναι η φυσική αναπνοή ενός κτιρίου. Όμως στο ΕΜΣΤ το κρύβει ο ίδιος του ο εξοπλισμός, με αποτέλεσμα υπερβολικά πάγια έξοδα για τον ηλεκτροφωτισμό του εκθεσιακού χώρου, αλλά και μια συζητήσιμη και δεσμευτική τεχνητή ατμόσφαιρα για τα έργα».
«Η ιδέα της εγκατάστασης ενός Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης μέσα σε ένα δεδομένο περιβάλλον που έχει προκύψει από τον ακρωτηριασμό ενός κτιρίου (του παλιού εργοστάσιου ζυθοποιίας ΦΙΞ), ήταν σίγουρο ότι θα δημιουργούσε πολλά προβλήματα για να σωθεί, δήθεν, η αρχιτεκτονική παρέμβαση του Τάκη Ζενέτου», σχολιάζει ο Αντωνακάκης. «Διαχρονικά, η διαχείριση του δημόσιου χώρου, δηλαδή η αρχιτεκτονική, δεν υπήρξε ποτέ μια από τις πρώτες προτεραιότητες του ελληνικού Δημοσίου, κι αυτό το βλέπουμε παντού, σε αποφάσεις που δεν έχουν τεκμηριωθεί αλλά δεσμεύουν το μέλλον. Όμως τα μεγάλα δημόσια έργα απαιτούν σοβαρή προετοιμασία, διάλογο και αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς χωρίς εργολαβικό πρόσημο, που να εφαρμόζονται ολοκληρωμένα».
***
Συραγώ Τσιάρα: Οι προκλήσεις της νέας εποχής
«Το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης ξεκίνησε τη λειτουργία του είκοσι χρόνια πριν. Η ιστορία του είναι μια σύνθεση επιτευγμάτων, ανατροπών και ματαιώσεων με ιδιαίτερα γνωρίσματα: α) τη νομαδικότητα ανάμεσα στο Φιξ, το Μέγαρο Μουσικής, το Ωδείο Αθηνών και πάλι πίσω στο Φιξ για να παραδοθεί επιτέλους στο κοινό το 2020 και β) τη συγκρότηση μιας αξιόλογης συλλογής εκ του μηδενός με διαπολιτισμική προσέγγιση, μια ευαίσθητη και αιχμηρή αφήγηση πολιτικών, κοινωνικών και οικολογικών ζητημάτων, ένα εργαστήριο κριτικού στοχασμού πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση.
»Μέσα σ’ αυτά τα είκοσι χρόνια άλλαξε ριζικά ο χάρτης της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα. Ιδιωτικά ιδρύματα, μεγάλες εικαστικές διοργανώσεις, ανεξάρτητα εγχειρήματα καλλιτεχνών και επιμελητών ενίσχυσαν τη δημιουργικότητα και έθεσαν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος την ελληνική εικαστική σκηνή, αναδεικνύοντας συγχρόνως τα κενά και τις παθογένειες, κυρίως στο επίπεδο της δημόσιας υποστήριξης της πρωτότυπης καλλιτεχνικής παραγωγής. Το ΕΜΣΤ σε πλήρη λειτουργία συνιστά τον απαραίτητο δημόσιο πόλο που έχει πλέον τη δυναμική να παίξει καταλυτικό ρόλο στη συνομιλία της σύγχρονης τέχνης με τους δημιουργούς και το κοινό.
»Δουλεύοντας για είκοσι χρόνια στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και τώρα MOMus συνεχίζω να πιστεύω ότι η φυσιογνωμία ενός μουσείου προσδιορίζεται από τις συλλογές, τους χώρους και τους ανθρώπους που εργάζονται γι’ αυτό. Η συλλογή του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης αντικατοπτρίζει τις συνθήκες δημιουργίας της, τους τριγμούς της παγκοσμιοποίησης στις αρχές του 21ου αιώνα και, με ιδιαίτερη ευαισθησία και οξυδέρκεια, επιχειρεί να εντάξει τους Έλληνες δημιουργούς στο παγκόσμιο αφήγημα. Ίσως το μεγαλύτερο πλεονέκτημα είναι η κριτική θεώρηση της σχέσης ανάμεσα στην καλλιτεχνική δημιουργία και το πνεύμα του τόπου μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, μια ισχυρή βάση πάνω στην οποία μπορούν να στηριχθούν οι μελλοντικές επιλογές για να προτείνουν ένα πιο ανοιχτό και συμπεριληπτικό βλέμμα.
»Είναι άλλωστε η ίδια η εποχή που μας καλεί να επανεξετάσουμε τις πρακτικές μας στα μουσεία εν μέσω και μετά την πανδημία, να γίνουμε πιο γενναιόδωροι και αλληλέγγυοι απέναντι στους συνεργάτες μας και όλους όσους συγκροτούν την καλλιτεχνική κοινότητα. Σε μια εικαστική σκηνή που δέχτηκε ισχυρά πλήγματα από τη δεκαετή οικονομική κρίση και συνεχίζει να πλήττεται, δεν μπορούμε παρά να θέσουμε σε προτεραιότητα τη στήριξη της εγχώριας παραγωγής και την ενίσχυση των δικτύων επικοινωνίας και προώθησης του καλλιτεχνικού έργου, με γνώμονα το ουσιαστικό περιεχόμενο της επιμελητικής πρακτικής που συνοψίζεται στις έννοιες της γνώσης, της φροντίδας και της υποστήριξης.»