«Άδειες καρέκλες για τους δολοφονημένους», στιγμιότυπο από τη διαδήλωση της Κυριακής στην Μπογκοτά για την υπεράσπιση της ειρήνης και της ζωής.
Με την οργή να ξεχειλίζει, από τις πολιτικές της αυταρχικής κυβέρνησης του Ιβάν Ντούκε και τις περισσότερες από 250 δολοφονίες πρώην ανταρτών των FARC και ακτιβιστών από την αρχή του χρόνου, η κολομβιανή κοινωνία προσπαθεί να πιάσει ξανά το νήμα της αντίστασης των μεγάλων κινητοποιήσεων του 2019. Ωστόσο, η κοινωνική δυσαρέσκεια δυσκολεύεται να εκφραστεί πολιτικά, αφού η αριστερά παραμένει διαιρεμένη και αδυνατεί να ακολουθήσει τις εξελίξεις.
Πώς θα σχολίαζες την τρέχουσα κατάσταση στην Κολομβία;
Λόγω των στενών σχέσεών της με τις Ηνωμένες Πολιτείες, και για αυτό ονομάζεται το «Ισραήλ της Αμερικής», ο μεγάλος παγκόσμιος Τύπος κλείνει τα μάτια του για το τι συμβαίνει στην Κολομβία. Σε κοινωνικό επίπεδο, είναι σημαντικό να πούμε ότι η Κολομβία είναι η δεύτερη πιο κοινωνικά άνιση χώρα στον κόσμο, με 30% ακραία φτώχεια. Σε πολιτικό επίπεδο, η αδιαλλαξία απέναντι σε εκείνους που αμφισβητούν το σύστημα εξουσίας συνεχίζει να μεταφράζεται σε εκατοντάδες δολοφονίες, που γίνονται από τους κρατικούς πράκτορες και τις παραστρατιωτικές συμμορίες διακίνησης ναρκωτικών.
Πώς ερμηνεύεις την πτώση της δημοτικότητας του Ιβάν Ντούκε;
Σύμφωνα με μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε στα τέλη Οκτωβρίου, μόνο το 35% των κολομβιανών έχει θετική γνώμη για τη σημερινή κυβέρνηση. Αυτό οφείλεται στους εξής λόγους: α) στα υψηλά επίπεδα της κρατικής διαφθοράς, β) στη βία που έχει ξεσπάσει σε ολόκληρη τη χώρα, γ) στην πλήρη αποτυχία υλοποίησης των προεκλογικών υποσχέσεων, δ) στην αύξηση της φτώχειας και ε) στην αδυναμία αντιμετώπισης του Covid-19. Παρόλο που τα κύρια μέσα ενημέρωσης εξακολουθούν να υποστηρίζουν τον Ντούκε, ο οποίος δικαίως αποκαλείται αναπληρωτής πρόεδρος δεδομένου ότι στην πραγματικότητα κυβερνά ο πρώην πρόεδρος Άλβαρο Ουρίμπε, ένας άνθρωπος που διέπραξε χιλιάδες δολοφονίες και έχει κάνει μαζική διακίνηση κοκαΐνης, τα γεγονότα δεν τον βοηθούν πλέον.
Μετά από ένα διάστημα κινηματικής απραξίας, ο κόσμος βλέπουμε ότι κατεβαίνει ξανά στους δρόμους. Να αναφέρω την μεγαλειώδη πορεία προς την Μπογκοτά που έκαναν επί μέρες χιλιάδες αυτόχθονες, τη γενική απεργία της προηγούμενης εβδομάδας και την διαδήλωση που έγινε την Κυριακή στην Μπογκοτά για την υπεράσπιση της ειρήνης και της ζωής, ενώ είχαν προηγηθεί τον Σεπτέμβριο οι τρεις μεγάλες διαδηλώσεις ενάντια στην αστυνομική βία, με τους 14 νεκρούς από τους πυροβολισμούς της αστυνομίας. Πως μπορεί να εκφραστεί πολιτικά η κοινωνική δυσαρέσκεια;
Από το 1971 δεν είχαν γίνει τόσο μαζικές διαδηλώσεις στις μεγάλες πόλεις όπως αυτές που έγιναν στο τέλος του 2019, καθώς στη συνέχεια η κρατική καταστολή κατάφερε να τερματίσει την ικανότητα κινητοποίησης των λαϊκών οργανώσεων. Ωστόσο, η μη συμμόρφωση με την ειρηνευτική συμφωνία, με την πιθανότητα του πολέμου με τους αντάρτες να επιστρέφει και να αγγίζει τις πόλεις (οι συγκρούσεις ήταν πάντα στην ύπαιθρο), καθώς και τα οικονομικά και κοινωνικά μέτρα που πλήττουν την πλειοψηφία των κολομβιανών, οδηγούν ξανά τους ανθρώπους στους δρόμους. Το ανησυχητικό όμως είναι ότι δεν υπάρχουν αριστερές πολιτικές οργανώσεις για να διοχετευτεί αυτή η δυσαρέσκεια.
Ο Ντούκε έχει σεβαστεί όσα υπογράφηκαν στην ειρηνευτική συμφωνία του 2016; Ποιες οι ευθύνες της κολομβιανής κυβέρνησης για τις συνεχιζόμενες δολοφονίες πρώην μαχητών του FARC και κοινωνικών ηγετών;
Αυτό που έχει κάνει ο Ντούκε είναι να καταστρέψει ή να αγνοήσει την ειρηνευτική συμφωνία που έχει υπογραφεί με τα FARC. Μέχρι σήμερα είναι ελάχιστα αυτά που έχει τηρήσει από όσα συμφωνήθηκαν με τους πρώην αντάρτες, σχεδόν τους έχει κάνει να ικετεύουν για την οποιαδήποτε βοήθεια αφού είναι ανυπεράσπιστοι, ενώ τους δολοφονεί με απόλυτη αγριότητα. Η ιστορία της κρατικής πολιτικής βίας στην Κολομβία ξεκίνησε με την ανεξαρτησία της από την Ισπανία. Φαίνεται ότι είναι μέρος των «γονιδίων» της ολιγαρχίας, η οποία διατηρεί μια μόνιμη δίψα για αίμα απέναντι σε όποιον θέλει να αμφισβητήσει οποιοδήποτε από τα προνόμιά της, είτε πολιτικά είτε οικονομικά. Από τον Απρίλιο του 1948, με τη δολοφονία του ηγέτη του Φιλελεύθερου Κόμματος Χόρχε Ελιεσέρ Γκαϊτάν, η Κολομβία δεν έχει ζήσει ούτε μια μέρα ειρήνης. Στη δεκαετία του 1980, τα FARC προσπάθησαν να αποστρατευτούν, και για αυτό, ως μέρος μιας ειρηνευτικής πρότασης, δημιούργησαν ένα πολιτικό κόμμα που ονομάζεται Πατριωτική Ένωση (Unión Patriótica). Αμέσως μετά ξεκίνησαν οι δολοφονίες των μαχητών της Πατριωτικής Ένωσης, και ο αριθμός των δολοφονιών ξεπέρασε τις 5.000, γεγονός που θεωρήθηκε από τον ΟΗΕ ως «πολιτική γενοκτονία». Η πλειονότητα αυτών που σκοτώθηκαν δεν ανήκαν στα FARC, ήταν κυρίως μέλη της Πατριωτικής Ένωσης. Με τις συμμορίες των εμπόρων διακίνησης ναρκωτικών, και τις ένοπλες μονάδες του κράτους στον πόλεμο ενάντια στις αριστερές οργανώσεις και τους αντάρτες, εμφανίζεται μαζικά ο παραστρατιωτισμός, ο οποίος εξακολουθεί να βρίσκεται στο επίκεντρο της ασφάλειας ενός μαφιόζικου και εγκληματικού κράτους. Όλα αυτά γίνονται με την συνενοχή της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία αναφέρεται συχνά στον πόλεμο κατά του λαθρεμπορίου ναρκωτικών αλλά μόνο στα λόγια, γιατί όλοι γνωρίζουμε ότι τα τεράστια χρηματικά ποσά από αυτήν τη δραστηριότητα χρειάζονται για να κυκλοφορήσουν μέσα από το οικονομικό κύκλωμα. Τα FARC ήταν το καλύτερο πρόσχημα για την στρατιωτικοποίηση της κολομβιανής κοινωνίας από τη δεκαετία του 1960. Πρόσφατα αποστρατεύτηκαν και η δολοφονική βία εναντίον των κοινωνικών οργανώσεων έχει αυξηθεί σε εξωφρενικό βαθμό. Για τις δολοφονίες αυτές δεν υπάρχουν δράστες, αλλά όλοι τους ξέρουν. Οι μόνοι που δεν το γνωρίζουν είναι οι υπεύθυνοι: το κράτος και η κυβέρνηση.
Μπορεί να δημιουργηθεί σήμερα στην Κολομβία ένα ευρύ μέτωπο κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων ενάντια στον αυταρχισμό και την τρομοκρατία του καθεστώτος Ντούκε;
Η βία κατά των λαϊκών οργανώσεων αυξήθηκε μετά την παράδοση των όπλων από τα FARC. Είναι μια συνεχής εγκληματικότητα, χωρίς ενοχλήσεις από κανέναν. Φαίνεται σαν η κυβέρνηση να λέει: «κάποιοι σκοτώθηκαν και τι έγινε λοιπόν;» Γιατί γίνεται όλο αυτό; Η κολομβιανή κυβέρνηση γνωρίζει ότι όσο η Κολομβία παραμένει στην πλήρη υπηρεσία των Ηνωμένων Πολιτειών, είναι σχεδόν αδύνατο να διωχθεί πραγματικά για τα τρομερά εγκλήματά της. Και θα εξακολουθεί να είναι η κυβέρνηση της Βενεζουέλας αυτή που θεωρείται «δικτατορία» και χαρακτηρίζεται ως ο πιο τρομερός παραβιαστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όσο δεν υπάρχει πολιτική οργάνωση ή ένα κόμμα στην Κολομβία για να καθοδηγήσει και να ενοποιήσει τους κοινωνικούς αγώνες, θα είναι δύσκολο να σταματήσει αυτό το κρατικό έγκλημα. Και, όπως σε τόσα πολλά μέρη, αυτό θα συνεχίσει όσο η αριστερά παραμένει διαιρεμένη και εύθραυστη, προς μεγάλη ευχαρίστηση της ολιγαρχίας και των δολοφόνων της.
O Ερνάντο Κάλβο Οσπίνα ζει από το 1986 στο Παρίσι. Είχαν προηγηθεί στις 24 Σεπτεμβρίου του 1985 η σύλληψη και ο βασανισμός του, κατά τη διάρκεια μιας κοινής επιχείρησης των μυστικών υπηρεσιών της Κολομβίας και του Ισημερινού, μετά την απαγωγή από την αντάρτικη οργάνωση Movimiento 19 de Abril ενός μεγαλοεπιχειρηματία από τον Ισημερινό, που κατέληξε σε ένα «κυνήγι μαγισσών» εναντίον πολλών κολομβιανών αριστερών. Τελικά, κάτω από τις διεθνείς πιέσεις που ασκήθηκαν, και καθώς δεν υπήρχαν στοιχεία εναντίον του, η κολομβιανή κυβέρνηση αναγκάστηκε να τον απελευθερώσει μετά από τρεις μήνες κράτησης, και υπό την προστασία της γαλλικής κυβέρνησης έφτασε στο Παρίσι. Συνεργάζεται για πολλά χρόνια με την Le Monde Diplomatique, συμμετείχε στην παραγωγή δεκάδων πολιτικών ντοκιμαντέρ για το BBC, το ARTE και το Telesur, και έχει βραβευτεί με το δημοσιογραφικό βραβείο «Λορέντζο Νατάλι» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.