Με τις δύο παρεμβάσεις, του Πρωθυπουργού και του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία, την προηγούμενη εβδομάδα διαμορφώνεται το πολιτικό πλαίσιο όπου θα κινηθούμε το αμέσως, πολύ πυκνό πολιτικά, επόμενο διάστημα. Ο Κ. Μητσοτάκης απέφυγε την αντιπαράθεση στη Βουλή με τον Αλέξη Τσίπρα. Θα ήταν, όντως, δεινό γι’ αυτόν, πανικοβλημένος, με ένα λοκντάουν στην πλάτη, όταν λίγες μέρες πριν το ξόρκιζε, να δικαιολογήσει την απότομη αλλαγή των δεδομένων, τις συνέπειές τους και πρωτίστως τις ευθύνες του. Συνειδητοποιώντας πάραυτα, όμως, όπως φαίνεται, οι επιτελείς του το προφανές του λάθος, διότι υπήρχε ο κίνδυνος πέρα από αντικοινοβουλευτική στάση και εμμονή στον αυταρχισμό των διαγγελμάτων, να εκληφθεί ως πανικός, όρισαν συζήτηση γενική στη Βουλή την Τρίτη. Η έκτακτη απάντηση με συνέντευξη την Παρασκευή του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ μαζί με τον Τομεάρχη Υγείας Ανδρέα Ξανθό ήταν, ύστερα απ’ αυτό, μια επιβεβλημένη και υπεύθυνη πολιτικά πράξη.
Η κυβέρνηση ή για την ακρίβεια η -εξαιρετικά- στενή ομάδα περί τον Κ. Μητσοτάκη αντιλαμβάνεται ότι το αρχικό της σχέδιο, δηλαδή να γίνει κυρίαρχος των πολιτικών εξελίξεων μέσω της επιτυχίας της στην αντιμετώπιση της πανδημίας, αλλάζει ρότα. Ο πρωθυπουργός απέβαλε το ένδυμα της επιτυχίας, που πιο συχνά γινόταν αλαζονεία, και εμφανίστηκε «μετριοπαθής» μαχητής του ιού, με αμφιβολίες και ελάχιστα ίχνη αυτοκριτικής, έτοιμος να αναλάβει το πολιτικό κόστος για όποια μέτρα του εισηγηθούν οι ειδικοί. Γι’ αυτό και το άφθονο «εγώ» που χρησιμοποίησε ήταν για να εμφανισθεί σαν σωτήρας που αψηφά το κόστος για χάρη της κοινωνίας.
Πρόκειται για μια απολύτως αναγκαστική, ανώμαλη ίσως, προσγείωση στην πραγματικότητα και όχι επιλογή. Η κοινωνία, παρά το φόβο που την διαπερνά, ύστερα από τη βροχή εξωραϊσμού της πορείας του κορονοϊού που δεχόταν όλο το προηγούμενο διάστημα, τώρα συνειδητοποιεί και το πρόβλημα σε βάθος και τις ευθύνες της κυβέρνησης. Αυτό είναι ένα νέο πολιτικό δεδομένο, που πριν ελάνθανε, όσο και αν διάφοροι δείκτες σε δημοσκοπήσεις κατέγραφαν τη δυσαρέσκεια. Τώρα βρισκόμαστε στο σημείο, ακριβώς, όπου μπορεί να γίνει ο μετασχηματισμός όλων αυτών, σε μια πολιτική κριτική προς την κυβέρνηση που το βάθος και η εξέλιξή του είναι άγνωστο ακόμη ποια θα είναι. Σε μεγάλο βαθμό, ωστόσο, αυτό θα επηρεαστεί από το πώς θα παρεμβαίνει εδώ η αξιωματική αντιπολίτευση, αν τα καταφέρει, κερδίζοντας εμπιστοσύνη με τις προτάσεις της, να θεωρηθεί εναλλακτική λύση.
Σε αναζήτηση plan b
Το δεύτερο λοκντάουν αφαιρεί το έδαφος, λόγω των οδυνηρών συνεπειών του στην υγεία των πολιτών και στην οικονομία, από το σενάριο που υπήρχε, μετά τη λήξη ή τον έλεγχο της πανδημίας να γίνει μια εύκολη διαχείριση των συνεπειών από τη θέση της αποτελεσματικής, έστω και με κάποιο κόστος, αντιμετώπισης. Τώρα δεν ισχύει αυτό. Η έως τώρα ατζέντα της κυβέρνησης είχε τρεις στόχους: την αντιμετώπιση των αναγκών του υγειονομικού τομέα, (να μη ζήσουμε φαινόμενα Ιταλίας κτλ), την απορρόφηση της ύφεσης και της ανεργίας αποφασιστικά το 2021 και την προώθηση, στη βάση αυτών των επιτυχιών και επ’ ευκαιρία της πανδημίας, μια μακρά σειρά νεοφιλελεύθερων θεσμικών παρεμβάσεων. Η εμπιστοσύνη της ΝΔ στο σενάριό της, πέρα από τις αντιλήψεις της, ερμηνεύει και αυτό που σημειώνει η απόφαση του Π.Σ. του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. ότι χαρακτηρίζει την πολιτική της κυβέρνησης.
«* Αρνείται να στηρίξει το ΕΣΥ με προσωπικό και υποδομές καλλιεργώντας αυταπάτες περί του σύντομου τέλους της πανδημίας.
* Αρνείται να στηρίξει τα δημόσια μέσα μεταφοράς.
* Αρνείται να δημιουργήσει νέους προνοιακούς θεσμούς».
Αυτές οι αρνήσεις, όμως τώρα, με το φρακάρισμα στο ΕΣΥ και άδηλο το μέλλον ακόμη και για άλλα περιοριστικά μέτρα -είναι ανοικτό το ενδεχόμενο να παραταθεί το ισχύον λοκντάουν, είπε ο κ. Στ. Πέτσας- διαμορφώνουν το νέο πολιτικό περιβάλλον. Η κρίση τώρα βαθαίνει, γίνεται καταστροφική και αποκτά διάρκεια. Αυτό χρειάζεται άλλο σχέδιο, αλλά η κυβέρνηση το έχει εκ των προτέρων κάψει. Αρνήθηκε τα εμπροσθοβαρή μέτρα -τα οποία έγκαιρα πρότεινε ο κύριος αντίπαλός της και τώρα ο κόσμος αυτό το βλέπει- στην οικονομία και την κοινωνία, όπως και τις άμεσες και μόνιμες ενισχύσεις των δομών. Οι δικαιολογίες τώρα του τύπου «δεν μπορούσαμε να γεννήσουμε λεωφορεία από το πουθενά» -που είπε ο πρωθυπουργός- επιβαρύνουν τη θέση τους. Όπως και η προσφυγή σε εργαλεία, τώρα, τα οποία έχουν και από πριν τις εκλογές και μέσα ακόμη στην πανδημία λοιδορήσει ή και κατηγορήσει σαν λάθος οικονομική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.
Τα λοιδορούμενα έγιναν σπουδαία
Το πιο κραυγαλέο παράδειγμα, απ’ αυτή την άποψη, είναι τα 37 δισ. αποθεματικών. Ποιώντας την ανάγκη φιλοτιμία τα επικαλέστηκε στη συνέντευξή του ο Κ. Μητσοτάκης ως σπουδαίο όπλο. Το ανέφερε και ο κ. Σταϊκούρας. Ήταν αναμενόμενο να παρέμβει αμέσως ο Ευκλείδης Τσακαλώτος με το γνωστό καυστικό χιούμορ του. «Έχουμε 37 δισ. διαθέσιμα, είπε ο πρωθυπουργός. Άκου κάτι πράγματα… Είπε μάλιστα ότι με αυτά θα στηρίξει την οικονομία. Και εγώ που πίστευα ότι ήταν αχρείαστα και η μεγαλύτερη γκάφα οικονομικής πολιτικής όπως έλεγε ο κ. Σκυλακάκης…» σημείωσε. Και ο γράφων, διαβάζοντάς το, θυμήθηκε και την «έξυπνη» κριτική κατά του Ευκλείδη Τσακαλώτου που είχε αναπτυχθεί και μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ γι’ αυτή την επιλογή. Τι να πεις. Και πρόσθεσε: «Τόσο καιρό που φωνάζουμε να αξιοποιηθεί το μαξιλάρι για να στηριχθεί το δημόσιο σύστημα υγείας, οι μεταφορές, ώστε να στηριχτούν οι άνθρωποι και η οικονομία, να έχουμε μικρότερη ύφεση και ταχύτερη ανάκαμψη, γιατί δεν το έκανε η ΝΔ; Η κυβέρνηση σε υγεία και οικονομία έχει επιδείξει απαράδεκτη καθυστέρηση».
Η κυβέρνηση από τα τρία σημεία-στόχους της ατζέντας της έχει να παρουσιάσει ένα Βατερλό στα δυο πρώτα -οικονομία, υγεία- με τα οποία θα άμβλυνε, υποτίθεται, την αγριάδα του τρίτου, τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, και μια υπεραπόδοση στο τρίτο. Είναι ο ίδιος ο πρωθυπουργός που προκλητικά και με δογματική προσήλωση, μόλις την Τρίτη, είπε το εξής: «Έχουμε μια σειρά από εμβληματικά νομοσχέδια τα οποία πρέπει να ψηφιστούν, κάποια από αυτά θα έχουν ολοκληρωθεί και πριν από τα Χριστούγεννα και είναι πολύ σημαντικό σε καμία περίπτωση να μην ανασταλεί το μεταρρυθμιστικό έργο της κυβέρνησης λόγω Covid». Προσέξτε το σκηνικό: οι γιατροί θα αναζητούν θέσεις ΜΕΘ ανά την επικράτεια, επιλέγοντας ποιον θα αφήνουν να πεθάνει, και η Βουλή θα ψηφίζει, με δέκα βουλευτές, τις «εμβληματικές» μεταρρυθμίσεις.
Οι αντίπαλοι του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. καραδοκούν να τον κατηγορήσουν, αποδομώντας την κριτική και τις προτάσεις του, για μικροπολιτική εκμετάλλευση κρίσιμων ζητημάτων. Ότι δήθεν θεωρεί τα δεινά που ζούμε ότι είναι «προϊόν νεοδημοκρατικών εργαστηρίων». Και η Καθημερινή σπεύδει στο κύριο άρθρο της την Παρασκευή, συνειδητοποιώντας τον κίνδυνο που διατρέχει πλέον η κυβέρνηση, γυμνή επιχειρημάτων και φορτωμένη με ευθύνες μπροστά στους πολίτες, να κατηγορήσει, «προληπτικά», τον ΣΥΡΙΖΑ ότι «δείχνει διάθεση να εκμεταλλευθεί καταστροφολογικά την υγειονομική απειλή». Μα, η αξιωματική αντιπολίτευση δεν έχει ανάγκη ούτε καν τους τόνους να υψώσει. Το αντίθετο. Θα είναι ακόμη πιο πειστική με τη συνετή της στάση.
***
Χαμός στα βιβλιοπωλεία!
Tην έκφραση «Αγάπα το κελί σου, τρώγε το φαΐ σου, διάβαζε πολύ» είχαν υιοθετήσει οι κομμουνιστές που ήταν στις φυλακές και στις εξορίες μέχρι το 1974. Ήταν ένα σύνθημα ζωής και κουράγιου.
Στο δεύτερο λοκντάουν, όπως και στο πρώτο, το βιβλίο δεν θεωρείται είδος πρώτης ανάγκης. Έτσι εμείς θα μείνουμε στο ιδιότυπο κελί μας, αλλά δε μας επιτρέπεται να διαβάζουμε όσο θα θέλαμε. Χθες, ενόψει του λοκντάουν σε όλα τα βιβλιοπωλεία γινόταν χαμός και αυτό είναι ένα από τα λίγα αισιόδοξα των ημερών. Οι πολίτες έχουν ανάγκη τα βιβλία τους.
Η Σύμπραξη Εκδοτών απευθύνει έκκληση στην κυβέρνηση, μέσω επιστολής της στον Πρωθυπουργό, να παραμείνουν ανοιχτά τα βιβλιοπωλεία στη διάρκεια της εφαρμογής των μέτρων για τον έλεγχο της πανδημίας, όπως ακριβώς συμβαίνει στην Ιταλία και στο Βέλγιο. Όπως τονίζουν, «η παραγγελία μπορεί να γίνεται τηλεφωνικά και ο ενδιαφερόμενος θα παραλαμβάνει το βιβλίο του στην πόρτα του βιβλιοπωλείου, όπως ακριβώς συμβαίνει και στα φαρμακεία».