Διονύσης Ελευθεράτος «Μια λοξή ματιά στην Ιστορία», εκδόσεις Τόπος, 2020
Ο Διονύσης Ελευθεράτος λέει εξαρχής πως το κίνητρο για τη συγγραφή του νέου του βιβλίου ήταν «το ορόσημο των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821», που υπήρξε και έναυσμα για να θυμηθεί ο συγγραφέας και κάποιες προηγούμενες επετείους, τα 150 χρόνια (1971, μέσα στη χούντα), τα 100 χρόνια (1921, όταν πια υπήρχαν σαφείς ενδείξεις ότι «στη Μικρά Ασία μπορεί να ενταφιαζόταν η Μεγάλη Ιδέα»), τα 50 χρόνια (1871, όταν κεντρικό θέμα συζήτησης ήταν τα μεταλλεία του Λαυρίου, η «εμπροσθοφυλακή μιας βιομηχανοποίησης που σιγά σιγά χάραζε στη χώρα» προτού ενταφιαστεί, μαζί με τις ελπίδες τόσων ανθρώπων, από την κερδοσκοπία τραπεζιτών και «εθνικών ευεργετών»).
Ο Ελευθεράτος δεν είναι ιστορικός, είναι δημοσιογράφος, και στο βιβλίο αυτό ρίχνει την ιστοριοδιφική ερευνητική ματιά του σε σκοτεινές γωνίες και πτυχές πίσω από την «επίσημη» και «σχολική» ιστορία, σε ενοχλητικές αλήθειες τις οποίες η σιδερωμένη «εθνική» ιστορική αφήγηση προτιμά τουλάχιστον να υποτιμά και να αποσιωπά: όπως λέει ο συγγραφέας, «η “καθωσπρέπει” αντιμετώπιση της Ιστορίας κρύβει, αγιοποιεί, στρογγυλεύει κι απονευρώνει». Και προσπαθεί να προσαρμόζει στην κυρίαρχη αφήγηση. Είναι άλλωστε παγκοίνως γνωστό ότι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν μια μάχη κατά του λαϊκισμού…
Ο συγγραφέας επιλέγει μια σειρά από γεγονότα τα οποία είτε δεν έχουν κεντρική θέση σε μια ορισμένη εκδοχή «επίσημης» ιστορίας είτε, αν αποτυπώνονται σε αυτήν, γίνεται με τρόπο στρεβλό, μερικό, υποφωτισμένο. Κάθε τέτοιο γεγονός καταλαμβάνει ένα κεφάλαιο και ο συγγραφέας φροντίζει πάντα να το τοποθετεί στο γενικότερο πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο της εποχής στην οποία συμβαίνει, ενώ δεν λείπουν και οι «γέφυρες» με το σήμερα, καθώς ο Ελευθεράτος δεν παραλείπει να αναδεικνύει ομοιότητες και παραλληλισμούς με πρόσφατα γεγονότα.
Μεταξύ πολλών άλλων, μιλάει για επιβολές φόρων, περικοπές μισθών ή παρεμβάσεις ξένων δανειστών, αλλά και για κοινωνικές αντιδράσεις, διαμαρτυρίες και εξεγέρσεις, αναφέρεται αναλυτικά στο τεράστιο χρηματιστηριακό σκάνδαλο των μεταλλείων του Λαυρίου («το μεγάλο κόλπο του Α. Συγγρού», ο οποίος έγινε «εθνικός ευεργέτης» μετατρέποντας σε δωρεές ένα μέρος από τα κέρδη των οποίων τα συστατικά ήταν, κατά τον Εμμανουήλ Ροΐδη, «δάκρυον ορφανού, στεναγμοί χήρας, πείνα συνταξιούχου», αλλά και «νωθρότης εισαγγελέως» και βεβαίως «ευήθεια μετόχου»), περιγράφει τα φοιτητικά συλλαλητήρια και τα επεισόδια του 1892, όταν κατά παράβαση του άρθρου 16 του Συντάγματος επιβλήθηκαν δίδακτρα στα πανεπιστήμια, συζητάει πολλά φαινόμενα και γεγονότα γύρω από τη «Μεγάλη Ιδέα» και τις διαδοχικές εξάρσεις του ελληνικού εθνικισμού, θυμάται μεγάλα σκάνδαλα που «γίνονται, αν χρειαστεί, χρήσιμοι μοχλοί για μεγάλες πολιτικές ανακατατάξεις», σχολιάζει τον διαχρονικό ρόλο του Τύπου και των εκδοτών, σκαλίζει τις ιστορίες ανθρώπων που έγιναν μεγαλοπαράγοντες της ελληνικής οικονομικής ζωής λίγα χρόνια αφότου είχαν δικαστεί (και αθωωθεί «λόγω αμφιβολιών», όπως πολλοί…) για δωσιλογισμό, και άλλα πολλά.
Η ιστορία βέβαια δεν επαναλαμβάνεται. Όταν όμως διαβάζει κανείς την άγρια επίθεση της Βραδυνής κατά των προσφύγων που είχαν έρθει στην Ελλάδα το 1922, σε άρθρο με τίτλο «Αφγανιστανούπολις», δεν μπορεί να μη θυμηθεί κάποια πανό στην πλατεία Βικτωρίας αλλά και τις κραυγές κάποιων μεγαλοδημοσιογράφων που χαρακτήριζαν την Αθήνα «Καμπούλ». Και, βέβαια, η συγκεκριμένη εφημερίδα δεν ήταν η μόνη που συμμετείχε τότε στις επιθέσεις των «γηγενών» ενάντια στους «τουρκόσπορους» και τις «παστρικιές» που είχαν έρθει πρόσφυγες μετά την ήττα του ελληνικού στρατού.