Μέτρα, μέτρα, μέτρα αρνητικά, με μην, δεν και όχι, με απαγορευτικά και λουκέτα. Σε μια περίοδο που νοσεί και ο νους και η ψυχή, μαζί με το κορμί. Στην απέναντι όχθη, η κυβέρνηση βλέπει ανυπάκουους, συνωμοσιολόγους, παρτάκηδες. Πέρασε από κανενός αρμόδιου το μυαλό για κάθε αρνητικό μέτρο, να ανακοινώνεται και ένα θετικό, του πέρασε από το νου ότι η στήριξη στην τέχνη και τους εργάτες της θα στήριζε ολόκληρη την κοινωνία; Δεν μπορεί θα του πέρασε, κάπου θα το είδε γραμμένο, αλλά κάτι το ξόρκισε γρήγορα… Αν παρέχονταν δυνατότητα στα θέατρα να καλύψουν τις δαπάνες για βιντεοσκόπηση των παραστάσεων, αν παρέχονταν δωρεάν πλατφόρμα για την προβολή τους διαδικτυακά, αν ανέβαιναν κινηματογραφικές ταινίες προσβάσιμες για όλους τους πολίτες, αν παρέμεναν ανοικτά τα βιβλιοπωλεία… Όλα τα παραπάνω γράφονται αυτές τις μέρες σε κείμενα στον έντυπο και ηλεκτρονικά Τύπο. Αλλά γράφονται… και στα παλιά παπούτσια της κυβέρνησης.
Η Σύμπραξη των Εκδοτών (Ένωση Ελληνικού Βιβλίου, Σύλλογος Εκδοτών Βιβλίου Αθηνών, Σύλλογος Εκδοτών Επιστημονικών Βιβλίων) από την πρώτη στιγμή απεύθυνε έκκληση στην κυβέρνηση για ανοιχτά βιβλιοπωλεία: «Τα βιβλιοπωλεία είναι στη συντριπτική τους πλειονότητα μικρά καταστήματα, στα οποία μπορούν εύκολα να τηρηθούν οι κανόνες ασφαλείας. Το sms για τη μετάβαση στα φαρμακεία μπορεί να περιλαμβάνει και τα βιβλιοπωλεία. Η παραγγελία μπορεί να γίνεται τηλεφωνικά και ο ενδιαφερόμενος θα παραλαμβάνει το βιβλίο του στην πόρτα του βιβλιοπωλείου, όπως ακριβώς συμβαίνει και στα φαρμακεία. Με τον τρόπο αυτόν αποφορτίζονται και οι εταιρείες ταχυμεταφορών, οι οποίες αποδείχτηκαν ανεπαρκείς στο διάστημα της προηγούμενης καραντίνας λόγω έλλειψης μέσων να ανταποκριθούν στην αυξημένη ζήτηση βιβλίων».
«Η πρώτη καραντίνα ήταν άγνωστο πεδίο και πρωτόγνωρο. Αντιδράσαμε σαν χαμένοι. Να φανταστείς ότι το πρώτο διάστημα δεν πήγαινα καν στο βιβλιοπωλείο, μέχρι που άρχισαν να με παίρνουν τηλέφωνο γνωστοί και φίλοι και να με ρωτούν γιατί δεν πηγαίνω στο μαγαζί», λέει στην «Εποχή» η Μαρία Παπαγεωργίου, ιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου «Επί λέξει» (Ακαδημίας 32). «Δεν είχα σκεφτεί ότι θα μπορούσα να το λειτουργήσω διαδικτυακά ή με τηλεφωνικές παραγγελίες. Ήμασταν ανοργάνωτοι και φοβισμένοι. Επιπλέον ήταν τραυματική εμπειρία οικονομικά και ψυχολογικά. Η δεύτερη καραντίνα όμως είναι περισσότερο τραυματική, διότι αυτό το κλείσιμο αποφασίστηκε σε μια περίοδο που παραδοσιακά έχουμε δουλειά και προσδοκούμε να κλείσουμε υποχρεώσεις που έχουν μείνει εκκρεμείς. Και μάλιστα ήμασταν πιο προετοιμασμένοι και έμπειροι να εργαστούμε με ασφάλεια. Τα μέτρα στήριξης, για όσους εμπίπτουν στους υποστηριζόμενους, δεν εξισορροπούν τη χασούρα μας. Σε αυτό, λοιπόν, το πλαίσιο θα ήταν μεγάλη ανάσα για εμάς να παραμείνουν ανοικτά τα βιβλιοπωλεία. Αλλά θα ήταν μεγάλη ανάσα και για τους πολίτες, μέσα στο σκοτάδι να υπάρχει ένα βιβλιοπωλείο φωτισμένο, που να μπορεί να μπει να ξεφυλλίσει ένα βιβλίο, να πει δυο κουβέντες με έναν άνθρωπο που έχουν ένα κοινό ενδιαφέρον».
Το βιβλίο ως πολύτιμος σύντροφος
Σχετική ερώτηση προς τους υπουργούς Πολιτισμού και Προστασίας του Πολίτη κατέθεσαν και 49 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία βάζοντας ακόμα μια παράμετρο, εκείνη των βιβλιοθηκών: «Με δεδομένο ότι πολλοί συμπολίτες μας είτε δεν έχουν εξοικείωση ή πρόσβαση στις νέες τεχνολογίες και επιθυμούν να τους επιτραπεί η πρόσβαση στο βιβλίο, είτε δεν επιθυμούν να υποταχθούν στη λογική της τηλεόρασης και την αδυσώπητη επιρροή της εικόνας και ως εκ τούτου επιλέγουν το βιβλίο ως μοναδικό, πολύτιμο και διαχρονικό σύντροφό τους κατά τη διάρκεια του σκληρού αλλά αναγκαίου υποχρεωτικού εγκλεισμού, οι αρμόδιοι Υπουργοί ερωτώνται:
Θα επιτρέψει η κυβέρνηση να παραμείνουν ανοικτά κατά τη διάρκεια της καραντίνας τα βιβλιοπωλεία; Θα επιτρέψει η κυβέρνηση να παραμείνουν ανοικτές οι δανειστικές βιβλιοθήκες, υποχρεωτικά για δανεισμό και όχι για μελέτη με την τήρηση των αντίστοιχων αυστηρών προϋποθέσεων που ισχύουν και για τις δημόσιες υπηρεσίες;»
Ανάγκες και απαντήσεις
Κι αν οι Έλληνες δεν διαβάζουν τόσο ώστε το βιβλίο να αποτελεί είδος πρώτης ανάγκης –όπως ισχυρίστηκαν ορισμένοι–, μάλλον διαβάζουν λειψά τη λέξη ανάγκη. Το ζήτημα είναι πώς διαβάζει η πολιτεία τις ανάγκες των πολιτών, ποιες επιλέγει να στηρίξει, ποιες να απαλείψει.
«Κάποτε χρειάζεται να καταλάβει η ελληνική πολιτεία ποια είναι η θέση του βιβλίου. Το βιβλίο δεν βάλλεται τώρα με την πανδημία, βάλλεται εδώ και χρόνια. Βάλλεται η φιλαναγνωσία. Ξέρετε πόσο δύσκολο είναι πλέον να βάλεις νέα παιδιά μπροστά σε ένα βιβλίο; Είναι εθισμένα μπροστά σε μια οθόνη. Ο χώρος του βιβλίου χρειάζεται ουσιαστική στήριξη», λέει η Μαρία Παπαγεωργίου. Για να στηριχθεί η κοινωνία, λέω εγώ.
Και ένα πρώτο βήμα, εδώ και τώρα, αποτελεί η ικανοποίηση του αιτήματος για ανοικτά βιβλιοπωλεία, για πρόσβαση και έμφαση στη δυνατότητα να καταφύγει κάποιος στο βιβλίο, να ξαναπιάσει το νήμα της σχέσης του με το διάβασμα, να προβληματιστεί για το αν το βιβλίο είναι τελικά είδος πρώτης ανάγκης και να έχει την ευκαιρία να δώσει ο ίδιος μιαν απάντηση. Άλλωστε οι ουρές έξω από κεντρικά βιβλιοπωλεία σε ολόκληρη την Ευρώπη και στην Ελλάδα την τελευταία μέρα πριν το λοκντάουν δίνουν μιαν απάντηση. Και άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις –που τόσο αρέσκεται να χρησιμοποιεί ως παράδειγμα η ελληνική κυβέρνηση– πήραν το μήνυμα.
Πολλαπλό το μήνυμα που δίνεται ανοίγοντας τα βιβλιοπωλεία, όπως πολλαπλό είναι και το μήνυμα που παίρνουμε όταν η κυβέρνηση επιμένει πεισματικά τα βιβλιοπωλεία να παραμείνουν κλειστά.