Όταν η ήττα κάποιου υποψήφιου σε ενδιαφέρει περισσότερο από την επικράτηση του αντιπάλου του, αυτό σηματοδοτεί κρίση. Όταν αυτός που τελικά επικρατεί δημιουργεί ευφορία, παρ’ όλο που είναι άχρωμος και άοσμος, σημαίνει ότι το λιγότερο κακό είναι ορισμένες φορές η προτιμότερη λύση, αυτή που δεν οδηγεί στην καταστροφή.
Το αμερικανικό κατεστημένο έδειξε ξεκάθαρα την προτίμηση του. «Άδειασε» με κάθε τρόπο τον Ντόναλντ Τραμπ, απτή απόδειξη η διακοπή μετάδοσης ομιλίας του από μεγάλους τηλεοπτικούς σταθμούς με την αιτιολογία «δεν μπορούμε να μεταδίδουμε ψέματα», και τώρα ποντάρει στο δοκιμασμένο χαρτί του Τζο Μπάιντεν προκειμένου να επανέλθει η κανονικότητα.
Η αντιπρόεδρος, Κάμαλα Χάρρις, η οποία ουσιαστικά θα αναλάβει την διοίκηση του Λευκού Οίκου, είναι γέννημα - θρέμμα αυτού του συστήματος. Πέρασε ανάμεσα από τις σταγόνες της βροχής και έφθασε στεγνή σε αυτή τη θέση, προκειμένου η εικόνα που θα παρουσιάζει τα επόμενα χρόνια η χώρα της να αποκαταστήσει τις βλάβες που προξένησε ο Τραμπ. Σήμερα εμφανίζονται τα πολύ καλά στοιχεία της διαδρομής της, καλύπτονται τα αρνητικά και είναι σαν να μην έγιναν ποτέ οι τρίπλες που έκανε για να βγάλει από το παιχνίδι τον Μπέρνι Σάντερς, όταν και οι δύο ήταν υποψήφιοι για το χρίσμα των Δημοκρατικών.
Ο Μπέρνι Σάντερς, από την πλευρά του, στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις που ήταν υποψήφιος, δημιούργησε γύρω του έναν ισχυρό πόλο με εμφανή πλέον δράση και διακριτό λόγο. Η φωνή των ριζοσπαστών Δημοκρατικών ακούγεται στην αμερικανική κοινωνία και δημιουργούνται βάσεις στην αντίθετη πλευρά των «τραμπιστών».
Αν και έχουμε μπροστά μας τουλάχιστον μία εβδομάδα έως ότου επικυρωθούν τα τελικά αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών και στο εσωτερικό των ΗΠΑ οι πληγές του τραμπισμού θα αργήσουν να επουλωθούν, από τις δηλώσεις του ιδίου του Μπάιντεν και στελεχών των Δημοκρατικών διαγράφεται η πολιτική που αναμένεται να ακολουθήσει στη διεθνή σκηνή:
Η Ευρώπη ελπίζει σε βελτίωση των σχέσεων με τις ΗΠΑ, ειδικά μετά τη δήλωση του Μπάιντεν για επιστροφή στην συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα και το γενικό ύφος του, που είναι αντίθετο του «Η Αμερική πρώτα», που χαρακτήριζε τον Τραμπ. Βέβαια οι σχέσεις αυτές δεν θα αλλάξουν με μαγικό ραβδί. Οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να απαιτούν οι χώρες της Ευρώπης να συνεισφέρουν περισσότερα χρήματα στο ΝΑΤΟ, ενώ παραμένουν έντονες οι εμπορικές διαφορές.
Ένα σημείο όπου μπορεί να υπάρχει ριζική διαφορά, σε σχέση με την κυβέρνηση Τραμπ, είναι οι διαπραγματεύσεις αναφορικά με τις συμφωνίες μετά το Brexit. Ο ίδιος ο Μπάιντεν είχε μετάσχει παλαιότερα στις ειρηνευτικές συνομιλίες για τη Βόρεια Ιρλανδία και το επιτελείο του έχει επισημάνει ότι οι Βρετανοί θα πρέπει να ξεχάσουν τις καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ, αν καθ’ οιονδήποτε τρόπο θέσουν σε αμφισβήτηση της συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής.
Για την Μέση Ανατολή κυριαρχεί παλαιότερη δήλωση, σύμφωνα με την οποία όταν αναλάβει ο Μπάιντεν, θα προσπαθήσει να ενεργοποιήσει τη Συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν, αν αυτό είναι ακόμα εφικτό. Όπως ο Τραμπ, έτσι και ο Μπάιντεν θέλει να αποσύρει τις αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις από τη Μέση Ανατολή. Αναμένεται ότι ο Μπάιντεν θα αλλάξει τακτική απέναντι στους Κούρδους, προκειμένου να εμποδίσει την ανασυγκρότηση του ISIS, όπως αναφέρεται, ενώ έχει γίνει ήδη γνωστό ότι η αμερικανική πρεσβεία θα παραμείνει μεν στην Ιερουσαλήμ, αλλά η Κάμαλα Χάρις έχει υποσχεθεί την λειτουργία γραφείων της Παλαιστινιακής Αρχής στην Ουάσιγκτον και την επαναφορά της οικονομικής βοήθεια προς τους Παλαιστίνιους.
Η Κίνα ήταν μία χώρα που είχε επισκεφθεί πολλές φορές ο Μπάιντεν όταν ήταν αντιπρόεδρος του Ομπάμα, για να έχει συνομιλίες με τον Ξι Ζιπίνγκ. Σήμερα η κινεζική κυβέρνηση ελπίζει σε επανεκκίνηση των καλών σχέσεων μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, με την προϋπόθεση ότι «τον μισό δρόμο για αυτόν τον σκοπό θα πρέπει να την κάνει η Ουάσιγκτον η οποία θα πρέπει να σταματήσει να εκτοξεύει απειλές και να κατανοήσει τον κινεζικό πολιτισμό». Σήμερα οι σχέσεις των δύο χωρών βρίσκονται στο ψυγείο, καθώς η Ουάσιγκτον κατηγορεί το Πεκίνο λέγοντας ότι από εκεί άρχισε η πανδημία και το Πεκίνο την Ουάσιγκτον για την εξάπλωσή της.