Ο εξειδικευμένος στις αμερικάνικες εκλογές διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης Παναγιώτης Κουστένης αναλύει την εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων και αποτιμά το αποτέλεσμα και τους παράγοντες που το επηρέασαν τους τελευταίους προεκλογικούς μήνες.
Η αμερικάνικη κοινωνία βγαίνει διχασμένη από τις εκλογές. Τι έδειξε η κάλπη, προς τα που κινείται;
Αυτή είναι η εικόνα που επικρατεί, αρχικά πολιτικά αλλά και κατεξοχήν εκλογικά. Μία χώρα ισομοιρασμένη σχεδόν μεταξύ των δύο αντιπάλων, τόσο αριθμητικά σε ψήφους όσο και γεωγραφικά, με το χάσμα ακτών-ενδοχώρας να επιβεβαιώνεται στο έπακρο, όπως και η εντυπωσιακά ενεργή ακόμα διαφοροποίηση πόλης-υπαίθρου, που σαφώς αντανακλά στους εσωτερικούς της ιδεολογικούς και πολιτισμικούς διαχωρισμούς. Διχασμένη δε και κοινωνιολογικά, με ένα απολύτως διχοτομημένο εκλογικό σώμα, που παρουσιάζει εντελώς συμμετρικές πλειοψηφίες σε κάθε μια από τις βασικές δημογραφικές-κοινωνιολογικές μεταβλητές.
Θα μπορούσες να μας περιγράψεις πώς ψήφισαν οι Αμερικανοί;
Γενικότερα, η ανάλυση της ψήφου της πρόσφατης αναμέτρησης αναπαράγει χάσματα που ήδη είχαν καταγραφεί διογκωμένα και στην προηγούμενη. Συγκεκριμένα, οι Δημοκρατικοί στο πρόσωπο του Τζο Μπάιντεν διατήρησαν, και σε κάποιες περιπτώσεις επέκτειναν, την κυριαρχία τους στις γυναίκες, στις μειονότητες, στους μη προτεστάντες στο θρήσκευμα, στις πιο νεαρές ηλικίες, στους κατόχους πανεπιστημιακού πτυχίου. Αντιστρόφως, οι Ρεπουμπλικάνοι με τον Ντ. Τραμπ διατήρησαν την απόλυτη πλειοψηφία στους άνδρες, στους λευκούς, στους προτεστάντες, στις μεγαλύτερες ηλικίες και στους μη έχοντες ολοκληρωμένη πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Μια κρίσιμη μεταβολή που καταγράφηκε ήταν στην διαστρωμάτωση της ψήφου ανά κλίμακα εισοδήματος, η οποία παλαιότερα αποτελούσε μεν το κεντρικό στοιχείο του εκλογικού ανταγωνισμού, αλλά το 2016 η σημασία και η έκτασή της αποδείχθηκε περιορισμένη, λόγω της διείσδυσης του Τραμπ στους ψηφοφόρους χαμηλότερων εισοδηματικών κατηγοριών και κυρίως λόγω της αισθητής υποχώρησης της επιρροής των Δημοκρατικών σε αυτούς. Αντιστρόφως αυτή τη φορά, ο Τραμπ αύξησε κυρίως τα ποσοστά του στα υψηλά εισοδήματα, όπου ο Μπάιντεν παρουσίασε μειωμένη απήχηση, αλλά ανασυγκρότησε την εκλογική βάση του κόμματός του στα χαμηλότερα. Η κυριότερη, ωστόσο, μεταβολή παρατηρήθηκε στα μεσαία εισοδηματικά στρώματα, όπου το προβάδισμα του Τραμπ κατά 3 μονάδες το 2016 τώρα αντιστράφηκε πλήρως, σε μια ευρεία υπεροχή του Μπάιντεν με 15%. Η μεταβολή αυτή υπήρξε κομβική για το αποτέλεσμα των εκλογών. Επίσης μια άλλη σημαντική μεταβολή, που ως τώρα δεν έχει επισημανθεί ιδιαίτερα, αφορά την ψήφο των καθολικών, οι οποίοι αντιστοιχούν περίπου στο 25% του εκλογικού σώματος. Το 2016, ο Ντ. Τραμπ είχε πετύχει στην συγκεκριμένη ομάδα μια σπάνια πλειοψηφία (52%-45%) για τα δεδομένα ενός Ρεπουμπλικάνου υποψηφίου. Αντιστρόφως τώρα επικράτησε ο - επίσης καθολικός στο θρήσκευμα - Τζο Μπάιντεν (51%-47%). Η αλλαγή αυτή αρκεί αριθμητικά από μόνη της για να ερμηνεύσει το τελικό αποτέλεσμα. Τέλος, παρά τις προσδοκίες για το εκλογικό αντίκρισμα του κινήματος Βlack Lives Matter, ο Μπάιντεν δεν φαίνεται να βγήκε ενισχυμένος συγκριτικά με το 2016 από την ψήφο των μειονοτήτων και ιδιαίτερα των μαύρων, οι οποίοι αντίθετα αύξησαν ελαφρώς τα ποσοστά τους στον Τραμπ (12% από 8% το 2016). Γενικότερα, ο Μπάιντεν ενισχύθηκε αποκλειστικά σχεδόν από την ψήφο των λευκών (42% από 37% το 2016), παρότι στην πλειοψηφία τους εξακολουθεί να κυριαρχεί ο Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος (57%).
Το εκλογικό σύστημα των ΗΠΑ απέτυχε; Αποδείχτηκε μη δημοκρατικό το σύστημα του κολεγίου των εκλεκτόρων;
Είναι ένα εκλογικό σύστημα που κινείται σε εντελώς διαφορετικό πνεύμα. Η εκλογή του προέδρου στις ΗΠΑ, σε αντίθεση με άλλες προεδρικές ή ημιπροεδρικές δημοκρατίες, δεν είναι άμεση αλλά έμμεση. Η εκλογή δηλαδή δεν γίνεται απευθείας από τον λαό, αλλά από τους εκλέκτορες που αναδεικνύονται στις εκλογές. Κύριος σκοπός του συστήματος αυτού άλλωστε δεν είναι τόσο η πιστή τήρηση των εκλογικών συσχετισμών, όσο κυρίως των γεωγραφικών, μεταξύ των διαφόρων πολιτειών. Η λογική είναι ότι πρόεδρος δεν εκλέγεται απαραίτητα εκείνος τον οποίο θέλει η πλειοψηφία των ψηφοφόρων, αλλά η πλειοψηφία των πολιτειών, ανάλογα βέβαια με την πληθυσμιακή βαρύτητα καθεμιάς. Το ζήτημα που προκύπτει είναι ότι για την ανάδειξη των εκλεκτόρων χρησιμοποιείται το απλό πλειοψηφικό, όπου σε κάθε πολιτεία ο υποψήφιος που παίρνει τις περισσότερες ψήφους, ανεξαρτήτως εθνικού ποσοστού, κερδίζει και το σύνολο των εκλεκτόρων. Αυτός ο μηχανισμός θεωρείται σχεδόν αυτονόητος και «φυσιολογικός» στην αγγλοσαξονική παράδοση, αλλά ενέχει τον κίνδυνο της αντιστροφής της λαϊκής ψήφου, του παραδόξου δηλαδή της μετατροπής της μειοψηφίας σε πλειοψηφία, όπως συνέβη το 2000 ή το 2016. Στις ΗΠΑ ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι θεωρητικά πιο πιθανό να συμβεί, λόγω της εκλογικής γεωμετρίας, αφού η εκλογή των εκλεκτόρων δεν γίνεται σε πολυάριθμες μικρές εκλογικές περιφέρειες (όπως στην Αγγλία), αλλά στις 50 πολιτείες. Μπορεί πράγματι να συμβεί, όταν η εκλογική πλειοψηφία έχει τις δυνάμεις της περισσότερο συγκεντρωμένες σε συγκεκριμένες περιοχές, με αποτέλεσμα οι κατά τόπους πλεονάζουσες ψήφοι της να είναι ουσιαστικά άνευ σημασίας, ενώ η μειοψηφία είναι περισσότερο διασπαρμένη γεωγραφικά, με αποτέλεσμα να εξασφαλίζει περισσότερες τοπικές, έστω και οριακές, πρωτιές. Για παράδειγμα το 2016, ο Τραμπ με 3 εκατομμύρια λιγότερες ψήφους στο σύνολο της χώρας πλειοψήφησε σε 30 πολιτείες, αθροιστικά 306 εκλεκτόρων, με συνολικό ποσοστό 53% έναντι 42% της Χ. Κλίντον, ενώ εκείνη σε 20, με 56%-37% και άθροισμα 232 εκλέκτορες.
Η νίκη του Μπάινεν, από όταν ξέσπασε η πανδημία, φαινόταν αρχικά σίγουρη. Πώς έφτασε να είναι ντέρμπι η ψηφοφορία;
Πράγματι, ο Τραμπ μέχρι τον Μάρτιο έδειχνε φαβορί για την επανεκλογή του, λόγω των θετικών αποτελεσμάτων της προεδρίας του στον τομέα της οικονομίας αλλά και της ανεργίας. Ενδεχομένως, μάλιστα, αυτό ερμηνεύει και το γεγονός ότι οι Δημοκρατικοί δεν μπήκαν στη διαδικασία να τον αντιμετωπίσουν με κάποιον πιο δυναμικό υποψήφιο από το Τζο Μπάιντεν, ίσως από τη νεότερη γενιά.
Τα δεδομένα ωστόσο άλλαξαν με το ξέσπασμα της πανδημία και τη φυλετική κρίση που προξένησε η δολοφονία του Τζ. Φλόιντ τον Μάιο, με τη δημιουργία ενός γενικευμένου και συνεχώς διογκούμενου κλίματος εναντίον του. Παρόλα αυτά, η εκλογική βάση του απερχόμενου προέδρου αποδείχθηκε εξαιρετικά συμπαγής, ενώ η διαρκώς αυξανόμενη κοινωνική ένταση φαίνεται ότι ενεργοποίησε τα συντηρητικά της αντανακλαστικά, δημιουργώντας συνθήκες συσπείρωσής της, φτάνοντας τελικά το 47% στην κάλπη. Ακριβώς όμως σε αυτό το πολωμένο κλίμα (που προκύπτει και από τον διχασμό που περιγράψαμε) οφείλεται και η τελική εκτίναξη της συμμετοχής, σε συνδυασμό και με την πρόωρη ψηφοφορία, λόγω και των αντικειμενικών υγειονομικών συνθηκών που επέβαλε ο Covid-19. Ενδεχομένως χωρίς αυτή την αυξημένη συμμετοχή, το αποτέλεσμα να ήταν εντελώς διαφορετικό. Ωστόσο και πάλι, η διαφορά του 4% περίπου που εξασφαλίζει ο Μπάιντεν δεν κατέστησε τη νίκη του ιδιαίτερα ασφαλή. Εδώ υπεισέρχεται ο παράγοντας της εκλογικής γεωγραφίας και του εκλογικού συστήματος που συζητάγαμε προηγουμένως. Η αισθητή υποχώρηση της δύναμης των Δημοκρατικών σε συγκεκριμένες περιοχές (ειδικά π.χ. στη βιομηχανική ζώνη των Μεσοδυτικών πολιτειών), που είχε παρατηρηθεί έντονα μετά το 2012, δεν φάνηκε να αποκαθίσταται. Με αποτέλεσμα, ακόμα και μετά την εκλογική ενίσχυση του Μπάιντεν, ο Τραμπ οριακά να χάνει τις κρίσιμες πολιτείες. Πράγματι, αν η τελική διαφορά ήταν κατά 1% μικρότερη, σε τέσσερις πολιτείες συνολικά (Πενσυλβάνια, Ουισκόνσιν, Τζόρτζια, Αριζόνα), ο Τραμπ θα ξανακέρδιζε και θα επανεκλεγόταν.