Σε πρόσφατο άρθρο του στον ιστότοπο «Ανοιχτό Παράθυρο», και υπό τον τίτλο «Ο Μητσοτάκης χάνει. Ο Τσίπρας κερδίζει; Γιατί δεν αναδεικνύεται η κυβερνητική φθορά και πώς θα την εισπράξει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ», ο δημοσιογράφος Γ. Λακόπουλος συμβουλεύει -και αυτός- τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ ότι για να επανέλθει στη διακυβέρνηση της χώρας χρειάζεται «νέο κόμμα, νέο πρόγραμμα, νέα ηγετική ομάδα» (οι υπογραμμίσεις δικές του).
Οι «παρακμιακοί, οι απεχθείς, οι σαλεμένοι»(!)
Ο Γ. Λακόπουλος, υποστηρίζει, και δεν είναι ο μόνος, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται ένα «σοκ ανανέωσης». Όπως αναφέρει και στο άρθρο του: «Αποστρέφει άλλος το πρόσωπό του από το σύστημα Μητσοτάκη και γυρίζοντας αντί για εναλλακτική λύση, τι βλέπει μπροστά του από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ; Τα «τρία Πι», τη «σημιτική συνιστώσα» και την «ομάδα των βόρειων προαστίων». Αυτούς θα εμπιστευθεί; Είναι απολύτως αναγκαίο το δεύτερο κύμα διεύρυνσης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ» είπε –στον Βασ. Σκουρή στο iEidiseis– ο Νίκος Παππάς. Ποιο δεύτερο κύμα, όταν στα κομματικά πράγματα έχουν λόγο ακόμη εκείνοι που εμπόδισαν στο πρώτο; Ο «υπαρκτός» ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων, να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει. Είναι καταδικασμένος να σέρνει την μιζέρια του και να ανακυκλώνει τις εξωτερικές αδυναμίες του. Η αξιωματική αντιπολίτευση χρειάζεται σοκ ανανέωσης».
Ο Γ. Λακόπουλος, ασφαλώς και δικαιούται –παρότι εξ όσων γνωρίζω δεν είναι μέλος του κόμματος– να κάνει προτάσεις οι οποίες θα διευκολύνουν την επάνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση της χώρας. Αυτό όμως που δεν δικαιούται είναι να χρησιμοποιεί την αφόρητα απεχθή φρασεολογία, την οποία θα ζήλευαν ο Πρετεντέρης και ο Κασσιμάτης, για να απαξιώσει και αυτός –όπως επιχειρούν άλλωστε και πολλοί όψιμοι φίλοι του κόμματος– όσους διαφωνούν, και είναι πολλοί αυτοί, με τους σχεδιασμούς της μετατροπής του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα όχι και τόσο νέο κόμμα - σε μια νέα εκδοχή του αλήστου μνήμης ΠΑΣΟΚ. «Δεν αρκεί να καταρρέει η κυβέρνηση –υποστηρίζει ανερυθρίαστα ο Γ. Λακόπουλος– Πρέπει να αναδυθεί και ο νέος ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά ούτε αντιπολίτευση γίνεται, ούτε κυβερνητική προοπτική θεμελιώνεται όταν βρίσκουν χώρο –και ρόλο– παρακμιακοί, απεχθείς και σαλεμένοι». Και μόνο οι χαρακτηρισμοί του προκαλούν θλίψη και οργή.
Υπάρχει μια σύμπτωση απόψεων στους νέους φίλους του ΣΥΡΙΖΑ, όπως άλλωστε και σε στελέχη που προσχώρησαν πρόσφατα στο κόμμα, τα οποία εκτιμούν ότι ηγέτες, όπως ο Κ. Καραμανλής και ο Α. Παπανδρέου, τον οποίο πολλοί αναπολούν, ήταν στιβαροί επειδή δεν σήκωναν μύγα στο σπαθί τους και ότι όποιον διαφωνούσε τον «κατέβαζαν από το τρένο». Πιστεύουν πως έτσι πρέπει να πορευθεί από εδώ και πέρα και ο Αλ. Τσίπρας. Γι’ αυτό και ο Γ. Λακόπουλος προτείνει στον Τσίπρα να αλλάξει την «εικόνα του κόμματος. Αλλά πρέπει να το κάνει. Εμπράκτως» (υποσημείωση δική του). Όπερ έδει δείξαι.
Ο «επιεικής Τσίπρας»
Ο Τάσος Παππάς στη Εφημερίδα των Συντακτών ασφαλώς και είναι ο πιο προσεκτικός. Στο άρθρο του με τίτλο Επιεικής ο Τσίπρας μέχρι παρεξηγήσεως! (το θαυμαστικό δικό του) διαπιστώνει και αυτός ότι ο Αλ. Τσίπρας «είναι επιεικής, μέχρι παρεξηγήσεως, με τις παρασπονδίες των στελεχών. Σπανίως οργίζεται, συνήθως συγχωρεί, ενίοτε δικαιολογεί. Το αποτέλεσμα είναι ότι κάποιοι νομίζουν ότι μπορούν να λένε και να κάνουν ότι θέλουν χωρίς τον κίνδυνο ούτε της παρατήρησης ούτε της επίπληξης ούτε της αποπομπής». Ώστε «κάποιοι» λοιπόν δεν μπορούν να «λένε» ότι θέλουν. Μπορούν άραγε να εκφράζουν τις απόψεις τους, τις θέσεις τους, τις διαφωνίες τους, τις διαφορετικές προτάσεις τους, να διαφωνούν με τον πρόεδρο;
Υπάρχουν ορισμένοι στο ΣΥΡΙΖΑ, και πολλοί περισσότεροι ανάμεσα στους νέους φίλους του, ιδιαίτερα στην έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο, οι οποίοι θεωρούν ότι όποιος διαφωνεί με τον πρόεδρο, διαπράττοντας έγκλημα καθοσιώσεως, δεν έχει θέση στο κόμμα. Δεν είναι τυχαίο ότι η τάση των «53+», όπως και πολλά ιστορικά στελέχη του κόμματος, αποτελούν το μόνιμο στόχο όσων επιθυμούν την μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ στον δεύτερο πυλώνα ενός νέου δικομματισμού, ο οποίος ελάχιστα θα διαφέρει από τον προηγούμενο. Μόνο που τώρα στη θέση του ΠΑΣΟΚ βάζουν τον ΣΥΡΙΖΑ. Και είναι ακριβώς αυτοί οι οποίοι όχι μόνο είναι θιασώτες της ομοφωνίας, χαρακτηριστικής άλλων κομμάτων, αλλά και του τελικού «ξεκαθαρίσματος» στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ.
Από την κυβέρνηση της αριστεράς στην κυβέρνηση «εθνικής ενότητας»;
Όμως, εκεί που τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο σοβαρά είναι όταν ο Τ. Παππάς θέτει ζήτημα σχηματισμού κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Θα παραθέσω ένα απόσπασμα από το άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών το οποίο είχε τίτλο Ολίγιστοι αλλά υπερήφανοι: «Υπόθεση εργασίας: Πώς θα σας φαινόταν αν ο πρωθυπουργός αποφάσιζε να προτείνει στα κόμματα της αντιπολίτευσης τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας; Με τον ίδιο επικεφαλής, μονοθεματική και με συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα, η οποία θα ασχοληθεί στη βάση μιας μίνιμουμ συμφωνίας με την πανδημία και τις οικονομικές συνέπειες που αυτή προκαλεί; (…) Θα πει κάποιος: “Ακόμη κι αν ο πρωθυπουργός μάς εκπλήξει όλους και κάνει την υπέρβαση, τα άλλα κόμματα θα δεχτούν;” Λογικό ερώτημα. Αν αρνηθούν να ανταποκριθούν, αυτά θα επωμιστούν το βάρος της ευθύνης. Αυτός θα κερδίσει τη μάχη των εντυπώσεων και θα εξασφαλίσει τη συμπάθεια των πολιτών».
Ο Τ. Παππάς έθεσε το ζήτημα μετά την πρόταση του Αλ. Τσίπρα για υπουργό υγείας κοινής αποδοχής. την κ. Λινού. Η πρόταση του Αλ. Τσίπρα έλαβε αρνητική απάντηση από την κυβέρνηση. Ο Κ. Μητσοτάκης, παρά το ατυχές και ειρωνικό του ευφυολόγημα, ήταν σαφής: «Η χώρα έχει κυβέρνηση, σοβαρή αντιπολίτευση δεν έχει».
Το ερώτημα, όμως, που τίθεται είναι, μπορούσε να υπάρξει υπουργός υγείας κοινής αποδοχής; Μπορούσε να υπάρξει κοινό πλαίσιο για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης και πολύ περισσότερο για τις οικονομικές της συνέπειες; Μπορούσε να βρεθεί κοινή συνισταμένη ανάμεσα στο πρόγραμμα διεξόδου για την αντιμετώπιση της πανδημίας που τόσο αναλυτικά ανέπτυξε ο Ανδρέας Ξανθός και στην καταστροφική πολιτική του Β. Κικίλια, η οποία, υπονομεύοντας το δημόσιο σύστημα υγείας, απειλεί τη χώρα με εκατόμβη εκατοντάδων και χιλιάδων θανάτων; Η απάντηση, ακόμα και για τον πιο καλοπροαίρετο, είναι εντελώς αρνητική.
Εδώ θα ανοίξω μια παρένθεση. Σ ένα άρθρο του στην εφημερίδα Documento, κάποιος ονόματι «Φέλιξ» έγραψε ένα άρθρο, με τίτλο Ο καλός μέχρι παρεξηγήσεων Ανδρέας Ξανθός στο οποίο εξακοντίζει δηλητηριώδη βέλη κατά του πρώην υπουργού υγείας: «Η στάση του Ανδρέα Ξανθού –γράφει ο Φέλιξ– έχει δημιουργήσει πολλούς ψιθύρους στο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και στην ιατρική κοινότητα. Γιατί το άγχος στήριξης του Σωτήρη Τσιόδρα και η κάλυψη του όταν γίνεται ανοιχτή κουβέντα για το ρόλο του; Είναι η φιλία και η αλληλοεκτίμηση ο λόγος; Και φτάνει αυτή η φιλία σε βαθμό να αρνείται τις θέσεις και τους προβληματισμούς του κόμματος του; Και αν είναι φίλος ο Τσιόδρας, δεν είναι φιλτάτη η αλήθεια; Κακό πράγμα να είσαι καλός. Μπορείς να παρεξηγηθείς».
Δυστυχώς, το Documento είναι «μέχρι παρεξηγήσεως» κακόπιστο απέναντι στον Α. Ξανθό για λόγους που δεν μπορώ να φανταστώ. Αφού φθάσαμε στο σημείο ακόμη και ο Α. Ξανθός να δέχεται επιθέσεις «αυριανικού» τύπου, μπορούμε να φανταστούμε τι πρόκειται να γίνει όταν θα διεξαχθεί το συνέδριο. Κλείνει η παρένθεση.
Επανέρχομαι στο επίδικο ζήτημα. Η πρόταση για υπουργό υγεία κοινής αποδοχής είχε ως αποτέλεσμα να εμφανισθούν –δειλά είναι η αλήθεια προς το παρόν– απόψεις, όπως αυτές που εξέφρασε ο Τ. Παππάς, για την αναγκαιότητα έστω και βραχύβιων κυβερνήσεων εθνικής ενότητας.
Αν όντως χρειάζεται η χώρα σήμερα μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας για την αντιμετώπιση της πανδημίας, γιατί να χρειάζεται και για τις «οικονομικές συνέπειες που αυτή προκαλεί»; Ασφαλώς και δεν θα πρόκειται σε αυτή την περίπτωση για μια κυβέρνηση σύντομης διάρκειας για την αντιμετώπιση της πανδημίας, π.χ. μέχρι να βρεθεί και να κυκλοφορήσει ευρέως ένα εμβόλιο. Οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας –για τους εργαζόμενους, τα λαϊκά στρώματα και τη νεολαία– είναι ανυπολόγιστες και θα απαιτήσουν πολύ χρόνο και κυρίως άλλη πολιτική. Η πρόταση του Τ. Παππά, αν και στα καθ’ ημάς μπορεί να παραπέμπει στην ΕΑΔΕ του Λ. Κύρκου, εντούτοις, μέσα στις σημερινές συνθήκες της βαθειάς, δομικής και παρατεταμένης κρίσης του συστήματος, με πρωτοφανείς αρνητικές συνέπειες για όλα τα επίπεδα της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ζωής σε κάθε γωνιά του πλανήτη, είναι πρόταση σχηματισμού κυβέρνησης στα πρότυπα του «μεγάλου συνασπισμού» της Γερμανίας. Απλά να θυμίσω εδώ ότι η συμμετοχή της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας σε κυβερνήσεις αυτού του τύπου έχει οδηγήσει το ιστορικό κόμμα της γερμανικής εργατικής τάξης, το SPD, σε μια σειρά επώδυνες εκλογικές ήττες και σε ένα φαύλο κύκλο από τον οποία είναι δύσκολο να βγει. Γιατί, όπως έχει αποδείξει και η διεθνής εμπειρία, είναι εύκολο να προσχωρήσεις σε μια κυβέρνηση συνεργασίας είναι όμως πολύ δύσκολο να αποχωρήσεις. Και όταν αποχωρήσεις κατά κανόνα πληρώνεις ακριβά το τίμημα.
Η θέση για κυβέρνηση συνασπισμού, στην οποία εκδοχή της, δεν είναι απλά λανθασμένη είναι κάτι χειρότερο: είναι ηττοπαθής. Για τον απλό λόγο, ότι αντί να ανοίγει το δρόμο για μια αριστερή διέξοδο στη σημερινή κρίση, εκτρέφει τις αυταπάτες ότι «εθνικές λύσεις», μπορούν να δώσουν λύσεις στα μεγάλα προβλήματα της εποχής μας – και η πανδημία είναι ένα τεράστιο πρόβλημα που αφορά τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων. Η λύση, για μια ακόμα φορά, δεν βρίσκεται στις συμφωνίες και στους συμβιβασμούς, έστω και πρόσκαιρους, με τη δεξιά, αλλά στην αριστερή εναλλακτική προοπτική.
Η αριστερά, και ιδιαίτερα ο ΣΥΡΙΖΑ ως η μεγαλύτερη συνιστώσα της, δεν χρειάζεται ούτε την πολιτική των οικουμενικών κυβερνήσεων αλλά ούτε και την πολιτική του «σκληρού ροκ», στο οποίο είχε θητεύσει την περίοδο του ΠΑΣΟΚ ο Κ. Λαλιώτης και της οποίας θιασώτης στις μέρες μας είναι ο Π. Πολάκης. Ο ΣΥΡΙΖΑ, κατά την ταπεινή μου άποψη, πρέπει να επιστρέψει στον ίδιο, στον παλιό, καλό εαυτό του. Στην πολιτική της περιόδου κατά την οποία εκτοξεύθηκε από το 3 και το 4% στο 36,34% στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015. Τότε που δεν ήταν «ένα άθροισμα φραξιών», όπως απαξιωτικά γράφεται, αλλά αποτελούσε το υπόδειγμα και την ελπίδα της ευρωπαϊκής αριστεράς.
Σε κάθε περίπτωση αυτό που απαιτούν οι σημερινοί καιροί είναι μια προγραμματική αντεπίθεση η οποία θα αποβλέπει σε βαθιές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις και μετασχηματισμούς. Ένα προγραμματικό πλαίσιο, ένα εναλλακτικό σχέδιο που θα δώσει και πάλι ελπίδα, στους εργαζόμενους, τη νεολαία και στα πλατιά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.