Είναι σαφώς μια υπέροχη περίοδος να ζεις. Μη με παρεξηγήσετε, παρακαλώ, θεός φυλάξοι. Αλλά είναι σαν εκείνο το δημοτικό, το σοφό με τη μάνα με τους εννιά της γιους. Οι εννέα απρόσεκτοι γιοι πεθάναν κι η καλοπαντρεμένη κόρη, που κράτησε τις αποστάσεις της, έζησε. Βέβαια, στο τέλος πέθανε κι αυτή, αλλά τελικώς όλοι κάποτε θα πεθάνουμε, όπως είχε σοφά πει η Μάργκαρετ Θάτσερ. Οπότε, είναι μία υπέροχη περίοδος να ζεις, γιατί αν προσέχεις, θα ζήσεις για πολλά χρόνια, ώσπου τελικά να πεθάνεις.
Επικίνδυνοι φορείς
Σε αυτήν την τιτάνια προσπάθεια της κυβερνήσεως δεν έχω ξεχωρίσει ούτε τον κύριο Χαρδαλιά, ούτε τον κύριο Κικίλια, ούτε καν τον φίλο του πρωθυπουργού μας, που λέγεται Σωτήρης. Έχω ξεχωρίσει έναν αληθινό πολέμιου του χάους, της διασποράς του και της επίτευξης της μακροζωίας ημών των σωφρόνων. Είναι ο κύριος Χρυσοχοΐδης που καταφέρνει να πολεμήσει τον επικίνδυνο ιό, επιβάλλοντας στους ανόητους τη συμπεριφορά που μας αρμόζει σε χρόνους δίσεκτους και μήνες οργισμένους. «Άκουσες, αστυφύλαξ μου, τι λένε τα πουλάκια;». Κι ο αστυφύλαξ άκουσε.
Ποιος φοβάται το νόμο και την τάξη; Οι επικίνδυνοι φορείς. Γενικώς, βεβαίως, αλλά ειδικώς στις μέρες μας. Για παράδειγμα, οι φορείς μολυσματικών ιδεών, όπως είναι ο κομμουνισμός -και με ευρώ και με δραχμή- όλως τυχαίως (;) φαίνεται να είναι η μεγαλύτερη απειλή της κοινωνίας μας τώρα που έπεσε βαρύ θανατικό. Και βγήκανε, λοιπόν, στους δρόμους. Να γιορτάσουν, παρά τις μελετημένες απαγορεύσεις του αστυφύλαξ. «Ουδείς φέρων τον κομμουνισμόν δε δύναται ινά πορευθεί στους δρόμους, όπως κρίνεται ένοχος διά τη διασποράν δύο θανατηφόρων, λίαν μεταδιδόμενων νόσων».
Οι πόλεις εάλωσαν
Με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια. Θα θυμάστε, βέβαια, ότι κατά την δεκαετία του ’80 είχε μαθευτεί ότι «το νέφος κάνει τα παιδιά μας κνίτες». Κι αφού το περιβάλλον δε σώθηκε, ας σωθεί τουλάχιστον η κοινωνική συνοχή μεταξύ των ευγενών –κατά τας ιδέας- συμπολιτών μας.
Παράκουσαν, ωστόσο, τα τρωκτικά και οι κατσαρίδες, όπως ολόσωστα επισήμανε η κυρία Έβερτ και άλωσαν την πόλη. Τις πόλεις. Οι πόλεις εάλωσαν. Κι ούτε ο φίλος Σωτήρης, ούτε ο κύριος Χαρδαλιάς, ούτε καν ο πρωθυπουργός μας δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι, παρά μόνο ο αστυφύλαξ κι ο χωροφύλαξ, το ίδιο πρόσωπο, το ίδιο σώμα, μία ψυχή, μία φωνή, «αεράααααα», άνοιξε τα κρανία τρωκτικών τε και κατσαρίδων σε όλη τη χώρα. Και στα Σεπόλια και στα Γιάννενα.
Η μεθοδικότις ήταν εντυπωσιακή. Το χώμα βάφτηκε κόκκινο, όπως συνηθίζεται σε επιχειρήσεις μεθοδικές. Αποπαρασιτωθήκαμε. Αυτή είναι μία πραγματικότητα. Απεντωμοθήκαμε.
Βόμβα
Είναι κάποιες ζωές πολύ ασπρόμαυρες, έχουν σιδερωμένα τραπεζομάντηλα και όμορφα κουρέματα, έχουν εικόνες των Αγίων και κάνουν τον σταυρό τους μέχρι κι οι εικόνες κι όλη αυτή η ασπρόμαυρη αρμονία, αυτή η νηνεμία δεν μπορεί να διαταραχθεί. Έστω, όμως, αν πρέπει, ας την διαταράξει το κόκκινο αίμα που ποτίζει τα πεζοδρόμια κατευθείαν από τα ανοιγμένα κεφάλια των ανθυγιεινών. Αυτό το κόκκινο είναι το μοναδικό αποδεκτό κι ενίοτε, ας το παραδεχτούμε, μας γεμίζει μία ηδονή και μία πείνα εμάς τους καλοχτενισμένους, σοβαρούς και ευγενείς –κατά τας ιδέας, φυσικά.
Ο χωροφύλαξ – αστυφύλαξ. Ο άνθρωπος που άφηνε πάντοτε τις βόμβες να εκραγούν σε λάθος χέρια. Την βόμβα αυτή που ζούμε την ανέλαβε ο ίδιος. Ούτε ο κύριος Κικίλιας, ούτε ο Σωτήρης, ο φίλος του πρωθυπουργού. Μόνο ο αστυφύλαξ ανασήκωσε στις πλάτες του την διασφάλιση της δημόσιας υγείας. Αναίμακτα. Από οικονομικής απόψεως, δηλαδή.
Ο χωροφύλαξ, λοιπόν. Δεν είναι καθόλου παράλογο. Όταν καταρρέει ο κόσμος, όπως τον ξέρουμε τώρα, φτάνει η στιγμή εκείνη, η στιγμή απόλυτης οργής που θα μολύνει ακόμη και τους ευγενείς. Κι αν είναι να πεθάνουν, ας πεθάνουν χωρίς ανάσα οι πιο ευπαθείς: Οι γέροι, οι ανάπηροι, οι μαύροι της Αμερικής. Αλλά όχι εμείς. Εμάς, μας έχει αναλάβει ο χωροφύλαξ.
Δεν κινδυνεύουμε εμείς. Θα κλειστούμε ασπρόμαυροι, αψεγάδιαστοι και καθόλου επιρρεπείς τόσο βαθιά μέσα στα σπίτια μας, μακριά από τους κινδύνους της οργής. Χωρίς μιλιά, χωρίς αντίρρηση, καμία σκέψη προφανής, είμαστε εμείς, οι εγκλωβισμένοι συνεπείς κι ευτυχώς για όλους μας, υπάρχει προστάτης φοβερός ο Αστυφύλαξ. Είμαστε οι ήρωες της ασπρόμαυρης εποχής. Γαλήνιοι, νεκρικά και ησύχως.