Tην περασμένη εβδομάδα, η εκδίκαση μιας υπόθεσης βιασμού εξόργισε τις φεμινιστικές οργανώσεις στην πόλη Ίκα, στο μακρινό Περού, καθώς οι τρεις δικαστές –εκ των οποίων δύο ήταν γυναίκες- θεώρησαν ότι η υπόθεση έπρεπε να μπει στο αρχείο, επειδή το θύμα φορούσε κόκκινο δαντελένιο εσώρουχο το οποίο «χρησιμοποιείται σε ειδικές περιστάσεις, σε στιγμές μεγάλης οικειότητας», επομένως «η καταγγέλλουσα είχε προετοιμαστεί ή ήταν διατεθειμένη να έχει σεξουαλικές σχέσεις με τον κατηγορούμενο».
Οι δικαστές πρόσθεσαν ότι «η υποτιθέμενη προσωπικότητα του θύματος ουδεμία σχέση έχει με το εσώρουχο που φορούσε την ημέρα του συμβάντος», αμφισβητώντας τη δήλωση της κοπέλας που περιέγραφε τον εαυτό της ως ένα άτομο ντροπαλό και εσωστρεφές.
Η απόφαση ξεσήκωσε κύματα αντίδρασης και διαδηλώσεις φεμινιστριών έξω από το Δικαστικό Μέγαρο αλλά και σε άλλα σημεία στην Ίκα και στη Λίμα, με πολλές από τις διαδηλώτριες να φορούν κόκκινα εσώρουχα σε ένδειξη διαμαρτυρίας.
Το υπουργείο των Γυναικών και των Ευάλωτων Πληθυσμών του Περού δήλωσε σχετικά ότι «δεν υπάρχει νόμος σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο που να δικαιολογεί μια στερεοτυπική επιχειρηματολογία που να θυματοποιεί την καταγγέλλουσα». Η Εισαγγελία του Περού, από την πλευρά της, άσκησε έφεση στην απόφαση «έτσι ώστε να μπορεί να πραγματοποιηθεί καλύτερη μελέτη και ορθή αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων».
Το Γραφείο Ελέγχου της Δικαιοσύνης άρχισε έρευνα «για συγκέντρωση των αναγκαίων στοιχείων για να εξακριβωθεί η υποτιθέμενη μη κανονική συμπεριφορά των δικαστών, ούτως ώστε να αποφασιστεί ή όχι μια πειθαρχική διαδικασία εναντίον τους».
Είναι επομένως ώρα να αντιληφθούν και όσοι δικαστές δεν το έχουν ακόμη αντιληφθεί πόσο σημαντικό είναι το ζήτημα της συναίνεσης και πόσο ισχύει το σύνθημα του φεμινιστικού κινήματος «ακόμη κι αν φορέσω τη φούστα μου καπέλο, όταν λέω όχι σημαίνει ότι δεν θέλω».