Στην ομιλία του στη βουλή για την πανδημική κρίση (12/11/20), ο κ. Μητσοτάκης κατηγόρησε επανειλημμένα τους νέους και τις νέες ως υπεύθυνους της διασποράς του ιού αναφερόμενος ειδικά «στη διασκέδαση των νέων, που είναι επιρρεπείς σε τέτοιες συμπεριφορές». Δεν ήταν η πρώτη φορά που στοχοποιήθηκε η νεότητα ως υπεύθυνη για τα δεινά που αντιμετωπίζουμε και τα παραδείγματα είναι πολλά: από την πλατεία της Αγ. Παρασκευής, την Άνω Πόλη και την παραλία της Θεσσαλονίκης, τις πλατείες Εξαρχείων και Κυψέλης, μέχρι τη μεγαλειώδη συγκέντρωση έξω από το Εφετείο, τις καταλήψεις των σχολείων και την πρόσφατη απαγόρευση της πορείας για το Πολυτεχνείο. Αν η κριτική του πρωθυπουργού στόχευε τις πυκνές συγκεντρώσεις ατόμων, το παράδειγμα της διασκέδασης των νέων θα είχε κάποια βάση. Όμως το αφήγημά του, όπως και το αντίστοιχο του παιδονόμου-υπεύθυνου πολιτικής προστασίας, είναι υποκριτικό γιατί δεν περιλαμβάνει τις συγκεντρώσεις στις εκκλησίες, τις λιτανείες και τα προσκυνήματα, τα ασφυκτικά γεμάτα λεωφορεία, τις ουρές στα επείγοντα των νοσοκομείων και τις υγειονομικές βόμβες των οίκων ευγηρίας. Αποκλειστικά φταίνε οι νέοι που είναι, λένε, «επιπόλαιοι», «κακομαθημένοι», «χωρίς ευθύνη», γιατί δεν νοιάζονται για τους μεγαλύτερους.
Μονομέρεια
Δεν υποστηρίζω το αλάθητο των νεανικών συμπεριφορών, εκνευρίζομαι όταν δεν φορούν μάσκα και δεν ξεχνώ τα διάφορα πάρτι της «καλής» κοινωνίας, όπως εκείνο στη Χαλκιδική, το πρόσφατο σε ξενοδοχείο της Αθήνας, τα beach bar στη Μύκονο κ.α. Το πρόβλημα είναι η μονομερής στόχευση στους νέους και μάλιστα σε εκείνους και εκείνες που συγκεντρώνονται στους δημόσιους χώρους της πόλης, μια κατηγορία που φουσκώνεται από τα κανάλια με την δύναμη της εικόνας, κατάλληλη για ένα ακροατήριο 50+ ετών. Διαμορφώνεται σιγά-σιγά, αν δεν έχει ήδη εγκαθιδρυθεί, αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί φθόνος για την νεότητα, γι’ αυτό που έχει και έχουν χάσει οι μεγαλύτεροι ακροατές των καναλιών, τα νιάτα. Κανείς τους δεν σκέφτεται πως περνάνε την εφηβεία με κλειστά σχολεία και καφέ, σε άβολα διαμερίσματα καρφωμένοι στις οθόνες των κινητών, με κλειστά πανεπιστήμια, χωρίς βιβλιοθήκες και βιβλιοπωλεία, χωρίς σινεμά ή την πολύτιμη κουβέντα με τον κολλητό και την κολλητή, χωρίς τη δυνατότητα να γκομενίσουν ούτε να νιώσουν το σκίρτημα του έρωτα, ακριβώς αυτά που είχαν την τύχη να χαρούν οι σημερινοί κατήγοροι.
Αλλά ποιοι τους κατηγορούν; Είναι εκείνοι και εκείνες που σπούδασαν έχοντας σίγουρη την επαγγελματική αποκατάσταση, που γνώρισαν μια κοινωνία, πιθανώς με ανέχεια και πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, αλλά όπου υπήρχε η ελπίδα για καλύτερες μέρες. Κληρονόμησαν έναν τόπο μοναδικό και τον μετέτρεψαν σε τσιμεντωμένες παραλίες και κοίτες ποταμών, σε βουνοκορφές με ανεμογεννήτριες, σε rooms to let και αυθαίρετα εξοχικά. Από τους σημερινούς/ες άνω των 50, κάποιοι πάλεψαν ενάντια στη δικτατορία, για τη δημοκρατική εκπαίδευση, τα δημόσια πανεπιστήμια και ένα εθνικό σύστημα υγείας, την ίδια στιγμή που άλλοι θησαύριζαν με μίζες, σπατάλες και ανεύθυνες πολιτικές συσσωρεύοντας χρέη οδηγώντας τη χώρα στα μνημόνια. Τώρα, κλεισμένοι στα άνετα σπίτια τους, κουνάνε το τεντωμένο δάκτυλο στα «θρασίμια», όπως τα αποκάλεσε παλιότερα ο κ. Λοβέρδος, θυμίζοντας άλλες απαξιωτικές περιγραφές για τους νέους τον Δεκέμβρη 2008 και τους αγανακτισμένους στο Σύνταγμα.
Με ταξική ταυτότητα
Και ποιοι είναι οι «επιρρεπείς» νέοι και νέες, αυτή η απείθαρχη νεολαία που κάποτε την λέγανε γενιά του καναπέ; Έχουν ταξική ταυτότητα και ζουν σε στιγματισμένες συνοικίες που προδιαγράφουν το μέλλον τους, όπως ο ψυκτικός από το Περιστέρι στην απαξιωτική αναφορά του κ. Μητσοτάκη πριν τις εκλογές. Πασχίζουν να τελειώσουν ένα λύκειο ή ένα πανεπιστήμιο με τηλεμαθήματα και τηλεφροντιστήρια μέσω ενός smart phone. Σε διαλυμένα ιδρύματα με ανεπαρκές προσωπικό, αντιμέτωποι με τη μεγαλύτερη συντηρητική παλινόρθωση της τελευταίας δεκαετίας. Νέοι και νέες που μεγάλωσαν και εκπαιδεύτηκαν στην Ελλάδα, αλλά τους αρνούνται την ιθαγένεια εκτός και αν γίνουν διάσημοι παίκτες του ΝΒΑ. Εκείνοι οι οποίοι τους φθονούν και τους κατηγορούν τους προετοιμάζουν ή ήδη τους έχουν οδηγήσει στην μεγαλύτερη μεταπολιτευτική εργασιακή και οικονομική επισφάλεια ή στη ξενιτιά, παρά το γεγονός ότι είναι η περισσότερο μορφωμένη γενιά, τώρα ντελιβεράδες. Όσες είχαν κάποια δουλειά, πρώτες την έχασαν γιατί ήταν εποχιακές, περίμεναν τηλέφωνο για να δουλέψουν, αναπληρώτριες στην επαρχία της μοναξιάς, σε μια χώρα που ακόμα δεν έχει επουλώσει τις πληγές των μνημονίων.
Αυτοί και αυτές γεννούν το φθόνο, όχι γιατί συνωστίζονται στις πλατείες διασκεδάζοντας με ένα κουτί μπύρα, αλλά γιατί αναβλύζουν νεότητα και ελευθερία προσπαθώντας να τη χαρούν στο δυστοπικό και αντιδημοκρατικό παρόν, σχεδόν κατάστασης πολιορκίας, που έχουν φτιάξει οι κατήγοροι των 50+. Ένα βήμα χωρίζει το φθόνο από την κακία που συχνά κρύβει θαυμασμό, μας θυμίζει ο Βικτώρ Ουγκό: «οι κακοί άνθρωποι φθονούν και μισούν. Είναι ο δικός τους τρόπος να θαυμάζουν».