Ντιντιέ Εριμπόν «Επιστροφή στη Ρενς», μτφ. Γιάννης Στεφάνου, εκδόσεις νήσος, 2020
Ο Ντιντιέ Εριμπόν είναι γνωστός στο αναγνωστικό κοινό της Ελλάδας από την, κλασική πια, βιογραφία του Φουκώ που έχει γράψει (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Lector, σε μετάφραση Ν. Σταμπάκη), αλλά και από τον Εντύ Μπελγκέλ, του Εντουάρ Λουί, o οποίος αφιερώνει το βιβλίο του στον Εριμπόν.
Ο συγγραφέας αποφασίζει να επιστρέψει στη γενέτειρά του, τη Ρενς, μετά από δεκαετίες απουσίας και αφού είχε πλέον πεθάνει ο πατέρας του. Γυρίζει λοιπόν σε έναν τόπο από τον οποίο είχε τραβήξει μια βαθιά διαχωριστική γραμμή, έναν τόπο όμως που ήταν και ένα «εξίσου βασικό κομμάτι του είναι» του συγγραφέα. Η επιστροφή αυτή γίνεται και ένα ταξίδι στο προσωπικό και οικογενειακό παρελθόν, μια ανασκόπηση της πορείας της ζωής του: θυμάται τις ταραγμένες σχέσεις με τους γονείς του, το «κλίμα συζυγικού πολέμου» μέσα στο οποίο μεγάλωσε, τη δύσκολη σεξουαλική αφύπνιση.
Σκέφτεται πώς κατάφερε να δραπετεύσει από τις «νομοτέλειες» της καταγωγής («να διαψεύσω το μέλλον για το οποίο προοριζόμουν»), καθώς παλεύει διαρκώς να ξεφύγει από το κοινωνικό περιβάλλον της παιδικής του ηλικίας και να αφήσει πίσω του την ταξική του καταγωγή που προδιέγραφε την εγκατάλειψη του σχολείου και των σπουδών γύρω στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών («πάντα βρισκόμουν ένα βήμα πριν να παρατήσω το σχολείο», «θα είχα αφεθεί να παγιδευτώ στα γρανάζια της σχολικής εγκατάλειψης») και εν συνεχεία την πρόσληψη στο γειτονικό εργοστάσιο (ήταν «ο πρώτος της οικογένειας που ακολουθούσε μια πορεία κοινωνικής ανέλιξης»). Έτσι, ο Εριμπόν, έσπαγε τον (οικογενειακό και κοινωνικό) κανόνα: «δεν θα φτάσεις ούτε μέχρι το λύκειο», του έλεγε ο καθηγητής του στο γυμνάσιο.
Ο συγγραφέας νιώθει για πολλά χρόνια αμήχανος για τις ταξικές καταβολές του από εκείνη την εργατική οικογένεια, αποφεύγει να τις συζητάει, λέει ψέματα γι’ αυτές και τις κρύβει, θέλει πάντα να ξεφύγει από το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε, και τελικά συνειδητοποιεί ότι «μου ήταν πιο εύκολο να γράψω για τη σεξουαλική ντροπή παρά για την κοινωνική ντροπή».
Πέρα από τις εξαιρετικά εύστοχες παρατηρήσεις του για το ταξικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε αλλά και για τις ταξικές αντιθέσεις όπως τις βίωσε, ο συγγραφέας κοιτάζει τον κόσμο γύρω του κάτω από ένα πολιτικό, ιστορικό και κοινωνιολογικό πρίσμα. Παρά τον θυμό του, ο συγγραφέας πασχίζει να καταλάβει τι έχει συμβεί, τόσο σε προσωπικό ή οικογενειακό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Ο Εριμπόν μιλάει για τις τροτσκιστικές οργανώσεις όπως τις βίωσε και για τη δύσκολη εμπειρία του: «οι τροτσκιστικές οργανώσεις μπορεί να μην έρεπαν στην ομοφοβία που κυριαρχούσε στο Κ.Κ. ή στα μαοϊκά κινήματα, αλλά ήταν βαθιά ετεροσεξιστικές και καθόλου δεκτικές στην ομοφυλοφιλία». Έτσι λοιπόν, ο συγγραφέας ήταν αναγκασμένος να ζει «διπλή ζωή»: «Ήμουν μοιρασμένος στα δύο: μισός τροτσκιστής, μισός γκέι». Παράλληλα, θίγει και δύσκολα ζητήματα, όπως «τον τρόμο που προκαλεί σε ορισμένους γκέι και ορισμένες λεσβίες η ίδια η ύπαρξη του γκέι και λεσβιακού κινήματος» και τη σχέση ανάμεσα στη δημόσια εικόνα, την ιδιωτική σφαίρα και το «κοινωνικό “δικαίωμα στην αδιαφορία”».
Η δεξιά στροφή της Αριστεράς
Στο βιβλίο επανέρχονται διαρκώς τα ονόματα λογοτεχνών και διανοουμένων που υπήρξαν σημαντικοί για τον συγγραφέα (αρχικά ο Μαρξ, ο Λένιν και ο Τρότσκι, κατόπιν η μεγάλη αγάπη του για τον Σαρτρ και την Μποβουάρ, με σταθερά σημεία αναφοράς τούς Ζενέ, Φουκώ, Μπουρντιέ, Σαμουαζό, Φανόν, Μπόλντουϊν, Γουάιντμαν).
Εκείνο που απασχολεί ιδιαίτερα τον Εριμπόν και καλύπτει πολλές από τις σελίδες του βιβλίου είναι η προσπάθεια να συζητήσει και να απαντήσει στο ερώτημα τι συνέβη και ολόκληρες κοινωνικές ομάδες που ήταν φανατικοί ψηφοφόροι, μέλη, υποστηρικτές του Κομμουνιστικού Κόμματος στράφηκαν μαζικά στη Δεξιά ή ακόμα και στην Ακροδεξιά και στο Εθνικό Μέτωπο. Έτσι, θα μιλήσει για εκείνους που «βάλθηκαν να διαγράψουν καθετί αριστερό από την Αριστερά», για εκείνους που «έκαναν ό,τι μπορούσαν για να σβήσουν τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, στρέφοντας τη –συναινούσα– Αριστερά προς τα δεξιά», για τη στιγμή που «τα κόμματα της Αριστεράς […] άρχισαν πλέον να σκέφτονται στη γλώσσα της εξουσίας και όχι στη γλώσσα των εξουσιαζομένων», για την «προσπάθεια να εξαφανιστούν από τον πολιτικό λόγο οι “τάξεις” και οι ταξικές σχέσεις». Μιλάει, εν ολίγοις, για τη στιγμή που πλέον «οι λαϊκές τάξεις ένιωσαν παραμελημένες και προδομένες» από τα κόμματα της Αριστεράς και άρχισαν να μπαίνουν στη λογική «όλοι τους το ίδιο είναι».
Bαθύς κοινωνικός ρατσισμός
Κάπου εκεί εντάσσει και τη συζήτηση για τον ρατσισμό, καθώς ο Εριμπόν θέτει το ερώτημα «ποιος φταίει που η σημασία ενός τόσο δυνατού και συγκροτημένου “εμείς” άλλαξε τόσο πολύ, ώστε να δηλώνει “τους Γάλλους” σε αντιδιαστολή με τους “ξένους”, αντί να δηλώνει τους “εργάτες” σε αντιδιαστολή με τους “αστούς”». Αναρωτιέται, με άλλα λόγια, τι συνέβη και «η αντίθεση μεταξύ “εργατών” και “αστών” απέκτησε εθνική και φυλετική διάσταση», μιλώντας και για κάποια παλιά, διαχρονικά ίσως στοιχεία, για τον «βαθύ ρατσισμό» που «συνιστούσε ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά των λευκών εργατικών και λαϊκών τάξεων», καθώς και για τις ευθύνες του Κομμουνιστικού Κόμματος γι’ αυτό. Για όλα αυτά ο Εριμπόν καταθέτει και την εντελώς προσωπική του εμπειρία: «η οικογένειά μου αντιπροσώπευε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του κοινότοπου ρατσισμού των λαϊκών τάξεων». Στην οικογένειά του ήταν πάντα κομμουνιστές· «πώς ήρθαν έτσι τα πράγματα και έγινε δυνατό να ψηφίζει Δεξιά ή Ακροδεξιά;».
Τελικά, το κρίσιμο στοιχείο για τον συγγραφέα είναι ότι κάποια στιγμή «από τον πολιτικό λόγο της Αριστεράς διαγράφηκε κάθε ιδέα συγκρουσιακής σχέσης μεταξύ των κοινωνικών ομάδων», η ταξική πάλη με άλλα λόγια. Είναι προφανές ότι θα ενισχύεται η Δεξιά και η Ακροδεξιά, μας λέει ο Εριμπόν, «όταν η Αριστερά αποδεικνύεται ανίκανη να οργανωθεί ως χώρος και χωνευτήρι όπου διαμορφώνονται τα νέα ερωτήματα και επενδύονται οι επιθυμίες και οι δυνάμεις».