Γενικόλογη φαίνεται να είναι τελικά η πρόταση, σύμφωνα με τις μέχρι τώρα διαρροές, της αρμόδιας νομοπαρασκευαστικής επιτροπής για το ζήτημα της συνεπιμέλειας των παιδιών. Παρά τα χρόνια αιτήματα για τη θέσπιση της υποχρεωτικής εξ ημισείας επιμέλειας σε περίπτωση χωρισμού των γονιών (δηλαδή από κοινού αποφάσεις για όλα όσα αφορούν την ανατροφή του παιδιού, εναλλασσόμενη κατοικία κτλ), η πρόταση αναφέρει πιο αφηρημένα ότι η γονική μέριμνα ασκείται από κοινού και εξίσου και ότι προς όφελος του παιδιού είναι η ισόχρονη και ουσιαστική παρουσία και των δύο γονιών στη ζωή του παιδιού.
Αλλαγή προτύπων
Αυτά θα πρέπει να ληφθούν υπόψιν στην έγγραφη συμφωνία που καλούνται να υπογράψουν οι γονείς με τη λύση του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης σχετικά με την επιμέλεια, όπως και στην απόφαση του δικαστηρίου. Εφόσον, όμως, δεν τίθεται ρητά ως ο κανόνας (με εξαίρεση βέβαια περιπτώσεων κακοποίησης, αμέλειας κτλ), στην πράξη μπορεί και να σημαίνει ότι δεν θα αλλάξει τίποτα από την υπάρχουσα κατάσταση. Αυτό γιατί η ισχύουσα νομοθεσία (ν.1329/1983) ορίζει επίσης ότι η γονική μέριμνα ασκείται από κοινού, αλλά στην πραγματικότητα οι δικαστές στην πλειονότητα των περιπτώσεων αποφασίζουν την αποκλειστική επιμέλεια (συνήθως της μητέρας), σύμφωνα με τα δεδομένα του Συνηγόρου του Πολίτη, όπως αναφέρονται στο σχετικό του υπόμνημα. Το πραγματικά πρωτότυπο στοιχείο της πρότασης είναι ότι η κοινή γονική μέριμνα επεκτείνεται και στα παιδιά εκτός γάμου που έχουν αναγνωριστεί από τον πατέρα και ισχύει ό,τι και για τις άλλες περιπτώσεις.
Σημειώνεται ότι ο Συνήγορος του Πολίτη τάσσεται υπέρ της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας, καθώς συντελεί στην καλύτερη προσωπική ανάπτυξη του παιδιού, όπως και στην άρση των έμφυλων στερεοτύπων. Αντίστοιχη θέση έχει λάβει και η Ελληνική Ψυχολογική Εταιρεία, σημειώνοντας σε υπόμνημά της ότι «η συνεπιμέλεια ως κατάσταση διαμοιρασμού των ευθυνών θεωρείται ότι βοηθά τους γονείς να εκπληρώσουν πολύ καλυτέρα τους ρόλους τους, ενώ συγχρόνως δίνει την δυνατότητα στο παιδί να αντιλαμβάνεται και να βιώνει ένα είδος ισότητας στη σχέση τους».
Προτάσεις
Οι ευθύνες, βέβαια, και οι αποφάσεις για το μεγάλωμα ενός παιδιού αφορούν πολλούς τομείς, που χωρίς ένα κατάλληλο συμφωνητικό μεταξύ των γονιών, θα μπορούσαν να προκαλέσουν καθημερινή αντιπαράθεση με θύμα το παιδί. Η πρόταση αναφέρεται στην ανατροφή, την επίβλεψη, την εκπαίδευση, την ονοματοδοσία, το θρήσκευμα και την υγεία του παιδιού, αφήνοντας όλα τα υπόλοιπα στον αέρα. Σημαντική έλλειψη δε αποτελεί η υποχρεωτική διαδικασία διαμεσολάβησης, η οποία προβλέπεται μόνο όταν πια οι γονείς θα έχουν φτάσει σε αντιδικία.
«Συνεπιμέλεια σημαίνει κοινή φροντίδα, όχι απλά επικοινωνία, δηλαδή κοινές αποφάσεις για μια σειρά από ζητήματα για τα οποία θα πρέπει να συμπληρώνεται μια λίστα συμφωνίας από τους γονείς και θα αφορά από τις εξωσχολικές απασχολήσεις, μέχρι το πότε θα ανοίξει λογαριασμό social media. Σε αυτή τη λίστα θα πρέπει να απαντάει ο κάθε γονιός, να τα δίνει στον άλλο στην πρώτη υποχρεωτική συνάντηση διαμεσολάβησης και λύνοντας τις όποιες διαφωνίες, να καταλήγουν σε ένα συμφωνητικό και να πηγαίνουν σε συμβολαιογράφο. Σε περίπτωση μη συμφωνίας, να πηγαίνουν στο δικαστήριο και ο δικαστής να βρίσκει λύση. Άρα το πώς θα μεγαλώσει το παιδί να αποφασίζεται από πριν, μειώνοντας τις αντιπαραθέσεις κατά την εξέλιξη», εξηγεί στην «Εποχή» ο Γιάννης Παπαρρηγόπουλος, δικηγόρος και πρόεδρος του ΔΣ του Συλλόγου Συνεπιμέλεια.
Σημείο προς βελτίωση αποτελεί επίσης και το ζήτημα της επικοινωνίας. Σύμφωνα με την πρόταση, ο γονιός που δεν διαμένει με το παιδί, θα μπορεί να έχει επικοινωνία μαζί του για τουλάχιστον το 1/3 του συνολικού χρόνου, «εκτός εάν επιθυμεί μικρότερο χρόνο επικοινωνίας». Κατά αυτό τον τρόπο, όμως, η επαφή με το παιδί τίθεται σαν να πρόκειται για απλή δυνατότητα του γονιού, που αν θέλει την ασκεί, αν δεν θέλει όχι, και την ίδια ώρα που θα είναι απών, θα μπορεί παρόλ’ αυτά να λαμβάνει αποφάσεις για τη ζωή του. Φιλοσοφία που θα πρέπει εν γένει να αλλάξει από τη νομολογία, σύμφωνα με το Συνήγορο του Πολίτη, δίνοντας «ισχυρό μήνυμα, ώστε οι χωρισμένοι γονείς να αντιληφθούν πως η γονική μέριμνα συνιστά καθήκον πρωτίστως και όχι ατομικό τους δικαίωμα, όπως εσφαλμένα μέχρι σήμερα υπολαμβάνουν».
Η πρόταση επίσης μπορεί να μιλά για ισόχρονη παρουσία, όμως δεν αναλύει πρακτικά πώς θα επιτυγχάνεται αυτή, αφού η εναλλασσόμενη κατοικία δεν τίθεται υποχρεωτικά. Ζήτημα, βέβαια, που χρειάζεται μεγάλη προσοχή, προκειμένου το παιδί να μην γίνει «μπαλάκι» και να έχει ένα σταθερό περιβάλλον. «Σε συνθήκες συνεπιμέλειας ο κανόνας θα ήταν να ορίζεται ο τόπος κατοικίας του παιδιού και οι δύο γονείς να έχουν σπίτι σε αυτό το δήμο, ώστε να διαμένει το παιδί και με τους δύο χωρίς πρόβλημα. Οι γονείς θα πρέπει να κάνουν τη ζωή τους στα μέτρα του παιδιού και όχι αντίστροφα. Σε περίπτωση βέβαια που συμφωνήσουν και οι δύο, μπορεί να καταλήξουν σε ένα άλλο πλάνο, που η εναλλασσόμενη κατοικία θα αφορά μόνο τα Παρασκευοσαββατοκύριακα. Το ζητούμενο είναι η ανάπτυξη μιας κουλτούρας συμφωνίας των γονιών», περιγράφει ο Γιάννης Παπαρρηγόπουλος.
Κουλτούρα συνεννόησης
Κουλτούρα που σίγουρα δεν έχει αναπτυχθεί μέχρι τώρα δυστυχώς, αφού η γονική αντιπαλότητα αναπαράγεται ακόμα και σε πολλά δημοσιεύματα υπέρ της συνεπιμέλειας. Η ανάλυση του ζητήματος σ’ αυτά αντί να εστιάζει στο συμφέρον του παιδιού, θέτει τη συνεπιμέλεια σαν πρακτική αντίστασης στις «εκδικητικές μητέρες» που χρησιμοποιούν την αποκλειστική επιμέλεια για να τιμωρήσουν τους πατεράδες για το διαζύγιο, αναπαράγοντας το στερεότυπο ότι οι γυναίκες επιθυμούν πάντα το ρόλο της συζύγου και την πυρηνική οικογένεια και αποκρύπτοντας παράλληλα τις πλείστες περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας που οδήγησαν στην αποκλειστική επιμέλεια.
Το κατά πόσο η πρόταση θα άρει αυτή την αντιπαλότητα, παραμένει ως ερώτημα, καθώς ενώ συμπεριλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ως κακή άσκηση επιμέλειας τη «διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα», αυτή δεν ζητείται να αποδεικνύεται δικαστικά, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με την κακοποίηση, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει στον ψευδή ισχυρισμό, προκειμένου να ληφθεί αποκλειστική επιμέλεια. Ταυτόχρονα, η πρόταση κάνει λόγο σε αυτό το σημείο και περί «γονικής αποξένωσης», όρος που έχει προκαλέσει πλείστες αντιδράσεις εδώ και χρόνια, αφού δεν αποτελεί αναγνωρισμένο ψυχολογικό όρο και ο εισηγητής του αποτελεί μια ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα (πιο αναλυτικά στο άρθρο της Στέλλας Σάμου, στην ιστοσελίδα της «Εποχής», www.epohi.gr).
Τέλος, προκειμένου η συνεπιμέλεια μετά το διαζύγιο να αποτελέσει κάποια στιγμή πραγματικά κομμάτι της οικογενειακής κουλτούρας στην Ελλάδα, εκλείπουν προϋποθέσεις που δεν αφορούν απλά στην αναμόρφωση του Οικογενειακού Δικαίου, όπως επισημαίνει στην «Εποχή» η Ειρήνη Αγαθοπούλου, αναπληρώτρια τομεάρχισσα Δικαιοσύνης, υπεύθυνη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Ισότητας και Καταπολέμησης των Διακρίσεων του ΣΥΡΙΖΑ: «Η συνεπιμέλεια είναι μια πρακτική που επικρατεί στην ΕΕ, και όχι μόνο. Το 2017 ο ΣΥΡΙΖΑ είχε συντάξει νόμο προς αυτή την κατεύθυνση, που όμως δεν πρόλαβε να έρθει στη Βουλή. Από εκεί και πέρα, όμως, είναι ένα σύνθετο ζήτημα που δεν μπορεί να αλλάξει από τη μια μέρα στην άλλη. Κύριο ζητούμενο είναι η διαμόρφωση μιας κουλτούρας κοινής φροντίδας του παιδιού, ανεξάρτητα από τη σχέση των γονέων μεταξύ τους, και για να γίνει αυτό δεν φτάνει μόνο ένας νόμος, παρά την παιδευτική του αξία. Πώς μπορούμε να μιλάμε για ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις και για τους δύο γονείς όταν, για παράδειγμα, δεν έχει θεσπιστεί ακόμα η άδεια πατρότητας; Επίσης υπάρχουν ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνίας που θα πρέπει να ληφθούν υπόψιν κατά τη διαμόρφωση της νομοθεσίας, όπως ότι το 65% των ανέργων είναι γυναίκες, ότι δεν υπάρχουν αρκετές δημόσιες δομές φροντίδας, και πολλά άλλα που δυσχεραίνουν στην πράξη την ισότιμη ανατροφή ενός παιδιού, αλλά και στερεότυπα, με συνέπεια, να πέφτει κυρίως μεγαλύτερο βάρος στις γυναίκες. Χρειάζονται, λοιπόν, να γίνουν κινήσεις και από άλλα υπουργεία, όπως και να θεσπιστούν τα Οικογενειακά Δικαστήρια, ένα σώμα με εξειδικευμένους δικαστές και με παιδοψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς κτλ, που θα συντάσσουν ειδικές εκθέσεις για κάθε περίπτωση. Δεν είμαστε σίγουροι ότι η προσπάθεια του υπουργείου θα λύσει όντως ζητήματα, περιμένουμε όμως να δούμε το τελικό νομοσχέδιο και κατά τη συζήτησή του θα προσπαθήσουμε να διασφαλίσουμε το συμφέρον του τέκνου και ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις και για τους δύο γονείς».