Με τα βιβλιοπωλεία ακόμα κλειστά (μιας και μέχρι στιγμής δεν έχει ληφθεί καμία μέριμνα για ανοιχτά βιβλιοπωλεία), ο τίτλος είναι μια ελπίδα (μακάρι να ανοίξουν μέχρι τα Χριστούγεννα), αλλά και μια διαρκής υπενθύμιση: οι πάγκοι του καλού βιβλιοπωλείου είναι η ανάσα για το καλό βιβλίο.
Ας ρίξουμε λοιπόν μια ματιά σε λίγα βιβλία από την πρόσφατη βιβλιοπαραγωγή.
Χαβιέρ Θέρκας «Ο μονάρχης των σκιών»,
μετάφραση: Γεωργία Ζακοπούλου, εκδόσεις Πατάκη, 2020
Στο πιο πρόσφατο βιβλίο του, ο Χαβιέρ Θέρκας καταπιάνεται με την ιστορία ενός πραγματικού προσώπου, του Μανουέλ Μένα, ο οποίος μάλιστα ήταν και συγγενής του: θείος της μητέρας του. Στον ισπανικό εμφύλιο, ο Μένα κατατάχθηκε στις δυνάμεις του Φράνκο και σκοτώθηκε το 1938 στην πολύνεκρη μάχη του Έβρου, σε ηλικία 19 ετών.
Για πολλά χρόνια ο συγγραφέας δεν θέλει να ασχοληθεί με το θέμα, αρνείται κατηγορηματικά: «ο Μανουέλ Μένα ήταν ο αυθεντικός εκπρόσωπος της πιο δυσβάσταχτης κληρονομιάς της οικογένειάς μου […] αν έλεγα την ιστορία του, θα επωμιζόμουν το βάρος του πολιτικού παρελθόντος όλης της οικογένειάς μου, ενός παρελθόντος που με έκανε να ντρέπομαι».
Όταν όμως αποφασίζει να γράψει την ιστορία του Μένα, ο Θέρκας αρχίζει αυτή την οδυνηρή καταβύθιση στη λήθη με βασικό του στόχο να προσπαθήσει να καταλάβει: «να μάθω γιατί πήγε στον πόλεμο τόσο νέος, γιατί πολέμησε στο πλευρό του Φράνκο». Να καταλάβει αν είναι δυνατόν κάποιος να εκκινεί από αγνά, κατ’ αυτόν, κίνητρα «και ταυτόχρονα να αγωνίζεται για λάθος σκοπό».
Γράφοντας το βιβλίο του μαζί με τη βιογραφία του βιβλίου, ο Θέρκας περνάει από τις συμπληγάδες της προσωπικής και της συλλογικής ενοχής προσπαθώντας να διεισδύσει στην ψυχολογία και στη λογική ενός νέου ανθρώπου που πολέμησε και θυσιάστηκε γι’ αυτόν τον λάθος σκοπό. Ο συγγραφέας γνωρίζει πολύ καλά ότι «ο σκοπός για τον οποίο είχε πεθάνει ο Μανουέλ Μένα ήταν ένας απεχθής, ασύγγνωστος και τελειωμένος σκοπός», ότι ο Μένα «πέθανε χωρίς λόγο, επειδή τον ξεγέλασαν κάνοντάς τον να πιστέψει ότι υπερασπιζόταν τα συμφέροντά του», αυτό όμως δεν τον εμποδίζει να αναζητήσει κάθε στοιχείο που θα μπορούσε να τον βοηθήσει να απαντήσει στα ερωτήματα που ελλοχεύουν μέσα του, όσο δύσβατα και επώδυνα κι αν είναι αυτά.
Λ.Π. Χάρτλεϊ «Ο μεσάζων»,
μετάφραση: Τόνια Κοβαλένκο, εκδόσεις Καστανιώτη, 2020
Πολλοί και πολλές θα θυμούνται την Τζούλι Κρίστι και τον Άλαν Μπέιτς στην περίφημη, βραβευμένη με Χρυσό Φοίνικα στις Κάνες, ταινία του Τζόζεφ Λόουζι (1971) που μετέφερε στην οθόνη το βιβλίο του Λ.Π. Χάρτλεϊ.
Ο πρωταγωνιστής του Χάρτλεϊ, Λίο Κόλστον, στα εξήντα πέντε του πια, βρίσκει «στο βάθος ενός ταλαιπωρημένου κόκκινου κουτιού για λαιμοδέτες» το «Ημερολόγιον του έτους 1900» και θυμάται μια ιστορία που έζησε τότε, πριν από «πενήντα τόσα χρόνια», 13χρονο παιδί, μια ιστορία όμως που τον σημάδεψε βαθιά. Ο Λίο, παιδί από μια αστική οικογένεια, προσκαλείται να περάσει το καλοκαίρι στην έπαυλη ενός συμμαθητή του που ανήκει στην αριστοκρατία. Ο έφηβος Λίο, καθώς ζει τα πρώτα σκιρτήματα της σεξουαλικότητας, γοητεύεται από τη Μάριαν, τη μεγάλη αδελφή του συμμαθητή του. Η αριστοκράτισσα Μάριαν, που ετοιμάζεται για γάμο με τον λόρδο της περιοχής, ζει συνάμα έναν μεγάλο «απαγορευμένο» έρωτα με έναν αγρότη. Οι δύο νέοι πρέπει να βρουν τρόπους να επικοινωνούν, και ο Λίο, πρόθυμος να κάνει οτιδήποτε για τη Μάριαν, προσφέρεται να γίνει ο «μεσάζων» που θα μεταφέρει τα μηνύματά τους. Η έκβαση όμως θα είναι σκληρή και οι πληγές που θα αφήσει στον έφηβο Λίο θα είναι πολύ βαθιές: «Όταν άφησα κάτω την πένα μου, σκόπευα να αφήσω εκεί μαζί της και τις αναμνήσεις μου. […] Δεν θυμόμουν και δεν ήθελα να θυμηθώ». Κάποια στιγμή όμως τα καταπνιγμένα συναισθήματα θα βγουν στην επιφάνεια, ακόμα και για κάποιον που είναι «ξένος στον κόσμο των συναισθημάτων».
Κρίσιμο το επίμετρο του βιβλίου, γραμμένο από τον Κολμ Τομπίν. Φωτίζει πολλές κρυφές πτυχές του μυθιστορήματος αλλά και γενικά του έργου του συγγραφέα.
Το μυθιστόρημα του Χάρτλεϊ ανήκει σε εκείνη την ομάδα βιβλίων που έχει θρέψει την περίφημη συζήτηση για την εναρκτήρια φράση τους: «Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα: τα κάνουν όλα διαφορετικά εκεί».
Ντον Ντελίλο «Η σιωπή»,
μετάφραση: Ζωή Μπέλλα-Αρμάου, εκδόσεις Gutenberg, 2020
Μια άγνωστης αιτιολογίας τεχνολογική κατάρρευση που διακόπτει και εμποδίζει κάθε επικοινωνία: οι οθόνες σβήνουν, τα κινητά νεκρώνονται, τα αεροπλάνα παύουν να λειτουργούν ενώ βρίσκονται στον αέρα. Οι πρίζες έχουν βγει. «Η ηλεκτρική κουζίνα νεκρή, το ψυγείο νεκρό. Η θερμοκρασία στους τοίχους άρχισε να πέφτει». Η σιωπή απλώνεται παντού στον πλανήτη. Αυτός είναι ο άξονας του νέου, ολιγοσέλιδου βιβλίου του Ντελίλο, ενός βιβλίου που ξεκίνησε να το γράφει στις αρχές του 2018 και το ολοκλήρωσε τον Μάρτιο του 2020: πάνω από δύο χρόνια. Και ο τίτλος προβλημάτισε πολύ τον συγγραφέα: «Ενόσω το έγραφα είχα δύο τίτλους στο μυαλό μου: Σβηστή οθόνη και Χώρος και χρόνος», έλεγε σε συνέντευξή του στην El País.
Καθώς όλοι προσπαθούν να καταλάβουν τι έχει συμβεί και να διαχειριστούν την πρωτόγνωρη κατάσταση, αρχίζουν ταυτόχρονα και να βλέπουν με άλλο μάτι την πραγματικότητα που τους περιβάλλει. Στο βιβλίο αυτό «κυριαρχεί […] μια διαφορετική βίωση του περιβάλλοντος χώρου και των σχέσεων του ατόμου με τα πρόσωπα και τα πράγματα», όπως γράφει πολύ εύστοχα στο εισαγωγικό της σημείωμα η μεταφράστρια του βιβλίου: «σταθήκαμε στο διάδρομο και νιώσαμε γείτονες για πρώτη φορά».
Λίγες οι σελίδες αλλά πολύ πυκνές, πολλά τα θέματα που αγγίζει ο Ντελίλο μέσα σ’ αυτές, αποτυπώνοντας έναν κόσμο που έρχεται αντιμέτωπος με το αδιανόητο, με αυτό που έχει μάθει να θεωρεί αδιανόητο: «Χωρίς e-mail. Προσπαθήστε να το φανταστείτε. Πέστε το. Ακούστε πώς ακούγεται. Χωρίς e-mail».
Τι θα γίνει σ’ αυτόν τον καινούργιο κόσμο όπου έχουν ανατραπεί όλα τα δεδομένα που θεωρούνται αυτονόητα; Οι δρόμοι έχουν κλείσει ή ανοίγονται καινούργιοι; Θα βρουν τρόπο να επικοινωνήσουν οι άνθρωποι ή τους περιμένουν οι παράλληλοι μονόλογοι, η απώλεια, η σιωπή; Ερωτήσεις που δεν μπορούν παρά να μένουν ανοιχτές…
Χριστίνα Κουλούρη «Φουστανέλες και χλαμύδες.
Ιστορική μνήμη και εθνική ταυτότητα 1821-1930»,
εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2020
Σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα, όπου συχνά γίνεται ακραία πολιτική χρήση και κατάχρηση της ιστορίας και της μνήμης, όπου (στρεβλές, κατά κανόνα) αναγνώσεις του παρελθόντος τροφοδοτούν τις πιο εθνοκεντρικές οπτικές για το παρόν και το μέλλον, όπου το ίδιο το σχολείο έχει επιλέξει να προσφέρει μια «εξιδανικευμένη και ανακουφιστική εικόνα για το παρελθόν», όπως είπε η Χριστίνα Κουλούρη σε συζήτηση που διοργανώθηκε στο πλαίσιο της 17ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης, βιβλία που, μεταξύ πολλών άλλων, φέρνουν στο φως και ξαναδιαβάζουν τους πολιτικοκοινωνικούς μηχανισμούς που έχουν οδηγήσει στη συγκεκριμένη λογική για τη χρήση της ιστορίας και τη διαχείριση της μνήμης είναι πάντα απολύτως κρίσιμα.
Στην εισαγωγή της με τίτλο «Για μια κοινωνική και πολιτισμική ιστορία της μνήμης», η συγγραφέας διατυπώνει το αντικείμενο του βιβλίου της: «οι πολιτισμικές πρακτικές που συνδέονται με την ιστορική μνήμη της ελληνικής κοινωνίας, οι αναπαραστάσεις και οι επιτελέσεις του παρελθόντος στον δημόσιο χώρο μέσω μιας μεγάλης ποικιλίας πράξεων απομνημόνευσης, κατά τον πρώτο κρίσιμο αιώνα του ελληνικού κράτους». Με άλλα λόγια, πώς οι άνθρωποι «διαπραγματεύονται και σχετίζονται με το συλλογικό παρελθόν τους, οικοδομούν τόπους μνήμης, υλικούς και συμβολικούς, αναπαριστούν και επιτελούν αυτό το παρελθόν».
Οι αναπαραστάσεις αγωνιστών και τα εικονογραφικά σύνολα από ξένους και Έλληνες καλλιτέχνες, τα μνημεία και η δημόσια γλυπτική, τα πανοράματα, οι προσπάθειες κανονικοποίησης της μνήμης, η διαχείριση της τραυματικής μνήμης της ήττας στη Μικρά Ασία από το ελληνικό κράτος («το κράτος δεν ενέταξε αυτοτελώς τη Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή στις δημόσιες τελετές μνήμης. Το κέντρο βάρους της απομνημόνευσης τοποθετήθηκε στο πολεμικό γεγονός, και όχι στην έξοδο των ελληνικών πληθυσμών: το κράτος απομνημονεύει τον ηρωισμό των πεσόντων στρατιωτών, και όχι το τραύμα των εκπατρισμένων»), τα σημάδια της αρχαιότητας και του Βυζαντίου, οι προσπάθειες να «ζωντανέψει» το παρελθόν μέσα στο παρόν, η εξέλιξη του εορτασμού των εθνικών επετείων, όλα αυτά είναι κάποια από τα ζητήματα που πραγματεύεται σε βάθος το βιβλίο της Χριστίνας Κουλούρη.
Ενόψει, λοιπόν, των «200 χρόνων», οφείλουμε να (ξανα)συζητήσουμε πώς η φουστανέλα γίνεται «μετωνυμία της ελληνικότητας», πώς η συλλογική μνήμη προκύπτει ως προϊόν «της διαπραγμάτευσης και της διάδρασης ανάμεσα σε πολλούς παράγοντες» και ποιες πολιτικές μνήμης επιλέγει να αναπτύξει το επίσημο κράτος, πώς «ως τομή με το πρόσφατο παρελθόν και ως συνέχεια με το απώτερο» προσλαμβάνεται η ίδρυση εθνικού κράτους και όχι η εξέγερση.
Ένα σημαντικό βιβλίο, με το οποίο η Εποχή των βιβλίων θα ασχοληθεί ξανά εκτενέστερα.
Τζον ΜακΓκρέγκορ «Ταμιευτήρας 13»,
μετάφραση: Αλέξης Καλοφωλιάς, εκδόσεις Άγρα, 2020
Ένα δεκατριάχρονο κορίτσι εξαφανίζεται. Οι κάτοικοι του χωριού ξεκινούν αμέσως για να το αναζητήσουν. «Μαζεύτηκαν στο πάρκινγκ λίγο πριν χαράξει και περίμεναν να τους πουν τι να κάνουν». Έτσι αρχίζει το μυθιστόρημα του Τζον ΜακΓκρέγκορ. Η συνέχεια όμως είναι πολύ διαφορετική απ’ αυτή που περιμένουν ο αναγνώστης και η αναγνώστρια με βάση τις πρώτες γραμμές του βιβλίου.
Τα χρόνια περνάνε, κάθε κεφάλαιο του βιβλίου και νέος χρόνος, το χαμένο κορίτσι στοιχειώνει μεν τη σκέψη των κατοίκων του χωριού ωστόσο, καθώς ο χρόνος κυλάει, μονότονα, ατελείωτα, σαν να μην κυλάει σχεδόν, καθώς η έρευνα μένει στάσιμη και δεν αποδίδει τίποτα, η ζωή κυλάει κι αυτή, οι άνθρωποι διαχειρίζονται τα μικροπράγματα της καθημερινότητας, η ζωή στο χωριό και στη φύση γύρω συνεχίζεται, όπως λέει το κλισέ. Οι άνθρωποι μεγαλώνουν, στη ζωή τους συμβαίνουν πράγματα, οι μήνες περνάνε, τα χρόνια περνάνε, κάπου-κάπου κάτι τους θυμίζει το αγνοούμενο κορίτσι, ένας από τους γονείς της που εμφανίζεται, ένας περίεργος που ρωτάει, μια δημοσιογράφος που σκαλίζει παλιές ιστορίες «για να γράψει ένα κομμάτι για τα δέκα χρόνια από την εξαφάνιση του κοριτσιού [που] θα επικεντρωνόταν περισσότερο στην επίδραση που είχε το γεγονός στο χωριό», το κορίτσι ξεχνιέται και δεν ξεχνιέται, κάποιοι το βλέπουν στα όνειρά τους, σε μια αφήγηση που σιγά-σιγά αποκαλύπτει αυτά που κρατούν τους κεντρικούς ρόλους στο βιβλίο: την κοινότητα του χωριού ως σύνολο, το τοπίο και η φύση που το περιβάλλουν, τον χρόνο που κυλάει αδιάφορος.
Στον χαρακτηριστικό διάλογο που υπάρχει στο φυλλάδιο που περιέχεται στο βιβλίο, ο συγγραφέας Τζορτζ Σόντερς αναρωτιέται μήπως ένα τέτοιο βιβλίο είναι «μια ριζική ανατροπή της τυραννίας της πλοκής», για να του απαντήσει ο ΜακΓκρέγκορ ότι «ο αναγνώστης περιμένει μια έκβαση, περιμένει να επιλυθούν αυτά τα νήματα των ερωτημάτων, αλλά υπάρχει πολύ μικρή πρόοδος στην έρευνα. Ενδιαφερόμουν περισσότερο για το τι συμβαίνει όταν κάποιος αγνοείται».
Φρήντριχ Ντύρενματ «Η Βλάβη. Το τούνελ. Ο σκύλος»,
μετάφραση: Γιάννης Καλιφατίδης, εκδόσεις αντίποδες, 2020
Τρία διηγήματα του Ελβετού συγγραφέα περιέχονται στον τόμο αυτό. Στο «Τούνελ», η διαρκώς επιταχυνόμενη πορεία ενός τρένου σε ένα τούνελ που δεν τελειώνει ποτέ, με τον μηχανοδηγό να έχει πηδήξει από το τρένο («έκρινε πως κάθε προσπάθεια να σωθούμε ήταν μάταιη»), δημιουργεί ευλόγως πανικό, τον οποίο όμως θα διαδεχθεί η ακροτελεύτια μονολεκτική (και δυσερμήνευτη; πολλαπλά ερμηνεύσιμη;) απάντηση που δίνει «με μακάβρια ιλαρότητα» ο πρωταγωνιστής του βιβλίου. Στον «Σκύλο», η παράξενη σχέση του αφηγητή με την οικογένεια του κουρελή κήρυκα, της κόρης του και του σκύλου τους έχει μια τραγική έκβαση που αγγίζει το παράλογο.
Το εκτενέστερο και καλύτερο ίσως διήγημα του τόμου, και ένα από τα κορυφαία του Ντύρενματ, είναι βεβαίως «Η βλάβη» («Μια ακόμη πιθανή ιστορία», την αποκαλεί ο ίδιος), γραμμένη το 1955, που ξεκινάει με τον συγγραφέα να αναρωτιέται: «υπάρχουν ακόμη πιθανές ιστορίες, ιστορίες για συγγραφείς;», ερώτημα το οποίο το συζητάει σε όλο το πρώτο μέρος του διηγήματος (μιλώντας, μεταξύ άλλων, και για τον συγγραφέα που κλονίζεται νιώθοντας «ότι δεν υπάρχουν πλέον ιστορίες να αφηγηθεί και φλερτάρει σοβαρά με τη σκέψη να τα παρατήσει»), με την «κυρίως» πλοκή της ιστορίας να αρχίζει με το δεύτερο μέρος.
Μια βλάβη στο αυτοκίνητο του σαρανταπεντάρη και ευπαρουσίαστου υφασματέμπορου, Αλφρέντο Τραπς, τον αναγκάζει να περάσει τη νύχτα σε ένα χωριουδάκι, όπου θα αποδεχτεί την ευγενική προσφορά που του κάνει ένα συμπαθές γεροντάκι να τον φιλοξενήσει. Στο δείπνο παρευρίσκονται τρεις συνομήλικοι φίλοι του οικοδεσπότη του: όλοι οι ηλικιωμένοι συνδαιτημόνες πλην του Τραπς έχουν (είχαν) σχέση με τη δικαιοσύνη (δικαστής, εισαγγελέας, δικηγόρος, δήμιος), και ξαφνικά το δείπνο μετατρέπεται σε «παιχνίδι» και σε λίγο σε πραγματική δίκη, με κατηγορούμενο τον ίδιο τον Τραπς: «Αισθάνεστε αθώος, κύριε Τραπς;». Μια ιστορία συμβολισμών και αλληγοριών, με ένα τραγικό τέλος που την κάνει ακόμα πιο ανοιχτή σε πολλαπλές ερμηνείες.
Ρέυμοντ Κάρβερ «Εκεί που είχαν ζήσει»,
ανθολόγηση, μετάφραση, επίμετρο Άκης Παπαντώνης,
εκδόσεις Κίχλη, 2020
Τον Ρέυμοντ Κάρβερ τον γνωρίζουμε κυρίως ως διηγηματογράφο. Ωστόσο, προτού πεθάνει, στα πενήντα του, ο Κάρβερ είχε ήδη εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές, ενώ είχε έτοιμη και μια τέταρτη. Όλα αυτά τα ποιήματα, μαζί με κάποια αθησαύριστα, εκδόθηκαν το 1996 στη συγκεντρωτική έκδοση με τίτλο All of Us.
Η ελληνική έκδοση είναι δίγλωσση, πλην των μεταφράσεων περιέχει και τα πρωτότυπα ποιήματα. Είναι μια αντιπροσωπευτική ανθολόγηση που δίνει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό μια σαφή εικόνα για την ποίηση του Κάρβερ, για το αυτοβιογραφικό πλαίσιο πολλών ποιημάτων του, για την έμφασή του στη λεπτομέρεια, για τα ποιήματα που «είναι σαν» διηγήματα, για την άλλοτε πιο υπόγεια και άλλοτε πιο φανερή σύνδεσή τους με τη διηγηματογραφία του, κάτι που τονίζει και ο μεταφραστής λέγοντας ότι «το πεζογραφικό έργο του Κάρβερ αξίζει να (ξανα)διαβαστεί υπό το φως των ποιημάτων του. Η συνομιλία εξάλλου είναι πρόδηλη».
Δεν χρειάζεται να έχει δει κανείς την κλασική εικόνα στα φανάρια του Μεξικού για να ζωντανέψει μέσα του η εικόνα των «νεαρών πυροφάγων της Πόλης του Μεξικού»: «Γεμίζουν το στόμα τους οινόπνευμα / και το φτύνουν πάνω από ένα κερί αναμμένο / στα φανάρια. Στην πραγματικότητα, οπουδήποτε / κάνουν ουρά τ’ αυτοκίνητα κι οι οδηγοί / είναι όλο νεύρα κι απογοήτευση και ψάχνουν / κάτι να ξεχαστούν – εκεί θα βρεις / τους νεαρούς πυροφάγους. Να κάνουν αυτό που κάνουν / για λίγα πέσος. Αν είναι τυχεροί. / Μα μέσα σ’ ένα χρόνο τα χείλη τους / καψαλίζονται κι ο λαιμός τους πονάει. / Μέσα σ’ ένα χρόνο δεν έχουν φωνή. / Δεν μπορούν να μιλήσουν ή να φωνάξουν – / ετούτα τα βουβά παιδιά που βγαίνουν στους δρόμους / για κυνήγι μ’ ένα κερί / κι ένα κουτάκι μπίρα γεμάτο οινόπνευμα. / Τους λένε milusos. Που μεταφράζεται / “χίλιες χρήσεις”».
Παναγιώτης Σωτήρης «Ηγεμονία, στρατηγική, οργάνωση.
Διαβάζοντας Γκράμσι σήμερα», εκδόσεις Τόπος, 2020
Ο Γκράμσι, ένας από τους κορυφαίους διανοούμενους και θεωρητικούς του μαρξισμού και της Αριστεράς, είναι συγχρόνως και από τους πιο αδικημένους: για πολλά χρόνια σε μια ιδιότυπη λήθη, λιγότερο μελετημένος απ’ όσο του αξίζει, με ένα έργο εξαιρετικά πλούσιο και κρίσιμο στο οποίο όμως έχουν γίνει πολλές παραναγνώσεις και παρερμηνείες, άλλοτε ηθελημένες άλλοτε αθέλητες. Με αυτή την έννοια, χρειάζεται πάντα η εμβάθυνση και ο διάλογος στο έργο αυτού του μεγάλου στοχαστή.
Το βιβλίο του Παναγιώτη Σωτήρη συνεισφέρει με γόνιμο τρόπο στη συζήτηση για τον Γκράμσι. Σύμφωνα με τον ίδιο τον συγγραφέα, «η κεντρική υπόθεση [του βιβλίου] είναι ότι το ενδεχόμενο μιας ηγεμονίας των υποτελών τάξεων απαιτεί μια νέα και ανταγωνιστική πρακτική της πολιτικής, με βάση τη συμμετοχή, τη μαζική διανοητικότητα, την επινοητικότητα και τον πειραματισμό», κάτι που είναι «το μεγάλο ζητούμενο μιας σύγχρονης στρατηγικής με ορίζοντα τον κομμουνισμό, που να διαφοροποιείται τόσο από έναν φαντασιακό αριστερισμό που καταλήγει απλή επιμονή σε τελετουργίες όσο και από έναν αριστερό κυβερνητισμό που αποδείχτηκε, για άλλη μια φορά, βασιλική οδός για την ήττα».
Για να διερευνήσει ο συγγραφέας το ερώτημα της πολιτικής και της ηγεμονίας των υποτελών και για να διατυπώσει τη δική του ανάγνωση στο τι είναι και στο τι δεν είναι ο Γκράμσι, ξεκινάει, όπως είναι προφανές ότι πρέπει να γίνεται, από τον ίδιο τον Μαρξ. Στη βάση αυτή, πραγματεύεται τον τρόπο που ο Γκράμσι οικοδόμησε σταδιακά την αντίληψή του για την ηγεμονία και την τομή που αυτή η αντίληψη αποτέλεσε στη συζήτηση για την έννοια της ηγεμονίας (μια έννοια που, όπως γράφει ο συγγραφέας, είναι «εγγενώς αντινομική», και μάλιστα σε ένα έργο, όπως είναι τα Τετράδια της φυλακής, που είναι «σε εξέλιξη, εγγενώς ανοιχτό, πολύσημο και πειραματικό», γεγονός που ανοίγει, με μια έννοια, τον δρόμο σε πολλαπλές αναγνώσεις ή και παραναγνώσεις).
Στο πλαίσιο αυτό, ο Σωτήρης συζητάει όλες τις έννοιες που σηματοδότησαν τη σκέψη του Γκράμσι (κοινωνία των πολιτών, υποτελείς, ολοκληρωμένο κράτος, ιστορικό μπλοκ, πόλεμος θέσεων και πόλεμος κινήσεων κ.λπ.).
Ο χώρος βέβαια δεν επιτρέπει μια συζήτηση σε μεγαλύτερο βάθος για τα θέματα που θέτει ο Παναγιώτης Σωτήρης στο εξαιρετικά ενδιαφέρον αυτό βιβλίο. Να προσθέσουμε απλώς ότι μέσα από αυτό το πρίσμα αναλύει και τις σύγχρονες εξελίξεις στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, τονίζοντας ότι «οι απόπειρες “αριστερής διακυβέρνησης” χωρίς αυτό το στοιχείο μιας διαλεκτικής σχέσης με ένα ενεργό κίνημα θα οδηγηθούν όχι μόνο στην τακτική ήττα αλλά και στη στρατηγική μετατόπιση στο πεδίο του αντιπάλου. Η ελληνική περίπτωση είναι πολύ διδακτική από αυτή την άποψη».
Γιάννης Μπαλαμπανίδης «Largo»,
εκδόσεις Πόλις, 2020
Το πρώτο του λογοτεχνικό βιβλίο παρουσιάζει ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης: μια συλλογή από δεκαπέντε διηγήματα, δύο εκ των οποίων έχουν δημοσιευθεί και παλαιότερα σε λογοτεχνικά περιοδικά. Διηγήματα αρκετά διαφορετικά μεταξύ τους, σε περιεχόμενο και θέμα, σε ύφος, σε έκταση που, όμως, προφανώς, επικοινωνούν με διάφορες γέφυρες μεταξύ τους.
Μια νεανική ανάμνηση από την εποχή που τα αυτοκίνητα είχαν κασετόφωνο (σε ένα διήγημα δύο-δυόμισι σελίδων χωρίς ενδιάμεση τελεία), μια πόλη που οι κάτοικοί της ξαφνικά παγώνουν στη στάση που βρίσκονται προκαλώντας την κατάπληξη και το ενδιαφέρον ολόκληρης της κοινωνίας μέχρι να «ξεχαστεί σαν να μην υπήρξε ποτέ», ένα από τα πιο υπέροχα τραγούδια της Νίνα Σιμόν και η Ρίτα Σακελαρίου, ένας άνθρωπος χωρίς ιδιότητες που ξαφνικά αρχίζει να αποσυντίθεται, μια περιπλάνηση στις στοές της πόλης, μια δασκάλα μουσικής που ξέρει ότι δεν έχει ταλέντο, μια «πόλη όπου ποτέ τίποτα δεν γινόταν», ένα «παραλήρημα» για το «ξέσπασμα ενός υποτιθέμενου πολέμου που ξεκίνησε πέντε χρόνια πριν, από το Σαράγεβο της Βοσνίας», μια ιδιότυπη εκδίκηση και το «νεκρό βάρος της ιστορίας» που έχει φορτωθεί ο πρωταγωνιστής, ένα κυριακάτικο τραπέζι που μετατρέπεται σε ταξίδι στο παρελθόν, μια με δική της επιλογή έγκλειστη ομάδα που περιμένει μοιρολατρικά την αποσύνθεση και τον θάνατό της, ένας πλανήτης που λίγο-λίγο εξαφανίζεται από τον χάρτη (σε ένα εξαιρετικό διήγημα που ίσως ήταν ακόμα καλύτερο αν οι τελευταίες δυο-τρεις σειρές δεν έλεγαν το ανείπωτο) – αυτά και άλλα πολλά είναι για τον συγγραφέα οι αφορμές για ένα γόνιμο και όμορφο ταξίδι σε μια επικράτεια «όπου τα πάντα επιτρέπονται», καθώς «όποιος δοκίμασε την ελευθερία αυτής της χώρας, γνωρίζει ότι δεν μπορεί να συγκριθεί με καμία άλλη».
Όλγα Σελλά «Πόσες λέξεις; Ένα πολιτιστικό μετα-ρεπορτάζ 1995-2016»,
εκδόσεις Στερέωμα, 2020
Το βιβλίο της Όλγας Σελλά είναι ενδιαφέρον από πολλές απόψεις. Ένας βασικός προβληματισμός που γεννά είναι ότι πλέον πολύ γρήγορα τα πράγματα γίνονται Ιστορία, ακόμη και πριν κάποιο δρων πρόσωπο περάσει στο στάδιο της τρίτης ηλικίας και της απόσυρσης. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό να βλέπει κανείς πώς το κλίμα στον Τύπο, έτσι όπως περιγράφεται από τη γνωστή συντάκτρια των πολιτιστικών σελίδων της «Καθημερινής» –με ειδίκευση στο βιβλίο, αργότερα και στο θέατρο– δεν υπάρχει πια, παρόλο που δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια. Η εποχή που κυρίως περιγράφει η Όλγα Σελλά, οι δεκαετίες του ’90 δηλαδή και του 2000, είναι μεν εποχή της ευμάρειας, ωστόσο ο Τύπος διέρχεται χωρίς να το συνειδητοποιεί ακριβώς τις τελευταίες μέρες της δόξας του. Η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει, ωστόσο οι εφημερίδες ζουν ακόμα το μύθο τους που αυτός, όπως συμβαίνει στις πιο λαρτζ εποχές, περιλαμβάνει και αρκετό πολιτισμό – από πεποίθηση ή ως πολυτέλεια και άλλοθι, δεν έχει σημασία. Από τις σελίδες του βιβλίου, που εμπνέεται και δομείται από τα 36 κλασέρ του αρχείου της συγγραφέως χωρίς όμως να στηρίζεται και πολύ σε αυτά, περνούν βέβαια και οι αλλαγές που δείχνουν το άγχος του τέλους. Είναι το πέρασμα από το κείμενο στη φωτογραφία, όπως πολύ ωραία το περιγράφει. Είναι η μίμηση της τηλεοπτικής εικόνας και δομής. Η γενιά της Όλγας Σελλά πρόλαβε το τέλος της μεγάλης άνθησης και έζησε την παρακμή. Εξού και το άλλο σπουδαίο γνώρισμα του βιβλίου, το γεγονός ότι η συγγραφέας πρόλαβε και μπορεί να περιγράψει προσωπικότητες όπως ο Μίλτος Σαχτούρης αλλά και γεγονότα μιας εποχής που οι πολιτιστικές δράσεις για πρώτη φορά γιγαντώθηκαν σε τέτοιο βαθμό, οπότε μοιραία οργανώθηκαν περισσότερο και θεσμικά, έγιναν φιλόδοξες και εξωστρεφείς, πριν βέβαια δεχτούν το μεγάλο χαστούκι της κρίσης. Η Όλγα Σελλά, απίστευτα δυναμική ρεπόρτερ τις δύο προηγούμενες δεκαετίες, δημοσιογράφος με επιρροή και γνώση της κουζίνας του χώρου του πολιτισμού, έδωσε εδώ όχι μόνο ένα πολύ ενδιαφέρον μετα-ρεπορτάζ μιας εποχής αλλά και ένα λόγο αβίαστο, που ξέρει να σε παρασύρει στη ροή του.
Αντωνία Ζεβόλη-Νταουντάκη «Εμείς θα ζήσουμε»,
εκδόσεις Εύμαρος, 2020
Η συγγραφέας καταγράφει στο χαρτί την ταραγμένη ιστορία της οικογένειας Παραθυρά, όπως της την αφηγήθηκε «το τελευταίο εν ζωή από τα παλαιότερα μέλη της», η 90χρονη σήμερα Ντόρα Παραθυρά.
Μια ιστορία ιδιαίτερη αλλά και κοινή συνάμα με την ιστορία χιλιάδων κομμουνιστών που έζησαν πάνω στο κορμί τους την αγριότητα των κυβερνήσεων της Δεξιάς από τον πόλεμο και μετά, μια αφήγηση που αρχίζει τον Φεβρουάριο του 1944, όταν η αφηγήτρια ήταν δεκατεσσάρων ετών: τη νύχτα που Γερμανοί στρατιώτες εισβάλλουν στο σπίτι της («πιο άγριος κι από τους Γερμανούς ο Έλληνας συνεργάτης τους») και παίρνουν για εκτέλεση τον μεγάλο της αδελφό, τον Μιλτιάδη.
Βέβαια, η αφηγήτρια πιάνει το νήμα της οικογένειάς της από πιο παλιά, από τον 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ού, τους Βαλκανικούς Πολέμους, τον Πρώτο Παγκόσμιο, τη δικτατορία Μεταξά. Επιστρέφοντας στην εποχή της Κατοχής, θυμάται την ένταξη στην ΕΠΟΝ, τη συμφωνία της Βάρκιζας («δεν ξέρω τι ακριβώς είχανε στο μυαλό τους πως θα γίνει αυτοί που την υπογράψανε. Ξέρω τι έγινε, γιατί έγινε πάνω μας»), την τρομοκρατία της Δεξιάς, τον δρόμο προς τον εμφύλιο, το γαϊτανάκι των συλλήψεων και των φυλακίσεων, τη μετεμφυλιακή αγριότητα της Δεξιάς και τις εκτελέσεις, τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων που έκλειναν κάθε δρόμο στην ελπίδα για σπουδές, το «πανεπιστήμιο» της Μακρονήσου («τότε ήμουν στα δεκαοχτώ […] εκεί μέσα έγινα είκοσι χρονών»), την εκτέλεση του δεύτερου αδελφού της, στα είκοσι τρία του, τη χούντα, για να κλείσει πια με τη μεταπολίτευση και τη σημερινή πορεία της Αριστεράς.
«Εγώ δεν είμαι ιστορικός για να γράψω Ιστορία με το μολύβι. Ό,τι έζησα το έζησα με το σώμα, με την καρδιά, με την ψυχή. Έτσι τα ξέρω κι έτσι τα λέω», λέει η αφηγήτρια, προτού κλείσει την ιστορία της με ένα κάλεσμα αισιοδοξίας μπροστά «στη ζωή που συνεχίζεται».
Κάρλος Θανόν «Κρίση ταυτότητας»,
μετάφραση: Βασιλική Κνήτου, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2020
Σε ποιον ανήκει ένας μυθοπλαστικός χαρακτήρας; Εν πάση περιπτώσει, πεθαίνει ο ήρωας μαζί με τον/τη συγγραφέα που τον έπλασε; Πολλά μπορούν να ειπωθούν γι’ αυτό, έχουν ήδη ειπωθεί άλλωστε πολλά, μεταξύ άλλων και για τα κριτήρια με τα οποία κρίνεται αυτή η, δεν θα πω μόδα, η τάση αναβίωσης μυθοπλαστικών χαρακτήρων.
Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, ξαναζωντανεύει και ο Πέπε Καρβάλιο, ο αγαπημένος ιδιόρρυθμος ντετέκτιβ που καίει στο τζάκι τα βιβλία του και ο οποίος γεννήθηκε πριν από μισό, περίπου, αιώνα από την πένα του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν. Ο συγγραφέας που ανέλαβε να ξαναζωντανέψει τον Καρβάλιο είναι ο Κάρλος Θανόν.
Ο Θανόν επέλεξε να μη μιμηθεί τον Μονταλμπάν, αλλά να γράψει ένα βιβλίο με τους δικούς του κανόνες. Ο Καρβάλιο του είναι ένας ντετέκτιβ που στην πραγματική ζωή είναι φίλος ενός συγγραφέα, του Μονταλμπάν, ο οποίος κάποια στιγμή τον μετατρέπει σε ήρωα των βιβλίων του, προκαλώντας του μάλιστα διάφορες ταλαιπωρίες («ένιωσα σαν να μου είχε κλέψει την ψυχή […] παρόλο που συνέχιζα να του δίνω υποθέσεις»), μέχρι και να αλλάξει προσωρινά το όνομά του τον ανάγκασε. Ο συγγραφέας έχει πια πεθάνει, αλλά ο Καρβάλιο νιώθει συχνά να του λείπει: «πολύ συχνά αναρωτιέμαι τι θα έλεγε ο Συγγραφέας για τούτο η για κείνο». Ο Καρβάλιο του Θανόν έχει πάντα αυτό το μίγμα κυνισμού και τρυφερότητας, έχει πάντα ανοιχτό μέτωπο με την αδικία, αλλά είναι και διαφορετικός από εκείνον του Μονταλμπάν, «πιο βασανισμένος», όπως έλεγε ο ίδιος ο Θανόν στην El País. Είναι ένας Καρβάλιο χωρίς την αγαπημένη του Τσάρο, έχοντας δίπλα του έναν Μπισκουτέρ πολύ διαφορετικό από άλλες φορές.
Ο ίδιος ο Καρβάλιο, αλλά και οι πάντες γύρω του, «ετούτο τον καιρό του χάους και της σχετικότητας», έχουν διάφορα προβλήματα ταυτότητας, όπως είναι ακριβώς ο τίτλος του πρωτοτύπου. Ακόμα και η Βαρκελώνη, η πόλη του: η ιστορία εξελίσσεται σε μια πόλη γεμάτη σημαίες που συζητάει το θέμα της ανεξαρτησίας της από την Ισπανία. Ακόμα και ο καιρός είναι παράξενος: «Έχουμε τέτοια κρίση ταυτότητας ως χώρα που μέχρι και ο Ιούνιος πια δεν ξέρει ποιος είναι».
Ο Καρβάλιο, όπως πάντα, θα βρεθεί αντιμέτωπος με μια σειρά από υποθέσεις, υποθέσεις που, προφανώς, είναι γεμάτες κρυφές γωνιές, εξαπατήσεις και μυστικά. Είναι όμως προετοιμασμένος: «Όπως μου έλεγε ο Συγγραφέας, “Πέπε, όλη η πραγματικότητα είναι ένα ψέμα. Επινοούμε τις αναμνήσεις μας, πλαστογραφούμε την αλήθεια […] οπότε δεν μπορεί κανείς να κάνει τίποτε άλλο πέρα από μυθιστορήματα, ταινίες και θέατρο”».