Βασίλης Παπαθεοδώρου «Δεν πιστεύω να φοβάσαι»,
εικονογράφηση: Πέτρος Χριστούλιας, εκδόσεις Καστανιώτη
Είναι κάτι πάλλευκα πράγματα, πλάσματα, ποιος ξέρει, με δύο τρύπες για μάτια, φοβερά και τρομερά! Μα για σκέψου να μπουρδουκλωθούν στα μακριά σεντόνια που φορούν για ρούχα και να φάνε τουμπίτσες στις σκάλες; Είναι όμως και το σκοτάδι τόσο τρομακτικό! Δεν βλέπεις τη μύτη σου και αγωνιάς τι θα σου προκύψει, και τόσο μαύρο που ούτε κι αυτό βλέπει, χτυπά το δαχτυλάκι του στα έπιπλα και πόσο πονά το έρμο! Ναι, αλλά είναι και ο μπαμπούλας με τεράστια χέρια, πόδια και δοντάρες, μα είναι πλασματάκι κι αυτό και του αρέσουν τα πάρτι κι είναι ατσίδας στις χορευτικές φιγούρες. Έλα όμως που είναι κι η απαίσια κατσαρίδα, η σκουλικαντέρα, οι αγέλαστοι γείτονες κι άλλα πολλά που σου παγώνουν το αίμα. Μπρρρρρρρρρ, τρέμεις σύγκορμος/η.
Είναι λοιπόν το κατάλληλο βιβλίο για όλους εμάς τους φοβιτσιάρηδες, για όλους δηλαδή, διότι σιγά που υπάρχει άνθρωπος που δεν φοβάται. Ο συγγραφέας, Βασίλης Παπαθεωδόρου, πολυγραφότατος, πολυβραβευμένος και πολυαγαπημένος, κλείνει πονηρά το μάτι στους παιδικούς μας φόβους. Δεν τους αγνοεί, δεν κάνει σα να μην υπάρχουν, δεν ανοίγει πόλεμο μαζί τους, μα τρυφερά τους φέρεται και μας δείχνει τον τρόπο μ’ αυτούς να πορευτούμε. Κι επειδή καλά γνωρίζει τη γλώσσα των παιδιών, άμεση και λιτή, ούτε παλιμπαιδίζει ούτε περιττούς συναισθηματισμούς διαθέτει. Καταφέρνει ακόμα και την αγριωπή μανάβισσα, που συνέχεια φωνάζει «αφήστε κάτω τα μήλα, μην τα πιάνετε», να την κάνει σύμμαχο χαμογελαστό. Και ναι, μας έχει πρόταση και για την καραντίνα κι ας μην το λέει καθαρά.
Πολύχρωμα αποτυπώνει τα φοβερά τέρατα του μυαλού μας ο εικονογράφος Πέτρος Χριστούλιας. Κι αν κρίνουμε από το βαθύ κόκκινο της καυτερής πιπερίτσας και τα γουρλωμένα μάτια του κακού λύκου που την κατάπιε, φλόγες βγάζει ο λαιμός του, στα σίγουρα τσουρουφλίστηκε. Συμπόνια μόνο.
* * *
Μαρία Νομικού «Το καπέλο που άκουγε τις σκέψεις των ανθρώπων»,
εικονογράφηση: Πετρούλα Κρίγκου, εκδόσεις: Μεταίχμιο
Ένα πολύ μοδάτο, κίτρινο, με μοβ μεταξωτή κορδέλα, καπελάκι ξεκινά ένα μακρύ ταξίδι στρογγυλοκαθισμένο στο κεφάλι μιας όμορφης ξανθούλας. Μα επειδή τίποτα για πάντα δεν κρατάει, ένα φφφφφφφφφφ του ανέμου θα το προσγειώσει στο κεφάλι ενός ποιητή που ψάχνει λέξεις να ταιριάξει στα ποιήματά του, «αγάπη, σινάπι ή σατράπη»; Ώσπου να καταλάβει γιατί βρέθηκε στο παγκάκι παρατημένο, νάτο στο κεφάλι του καπετάν Δημήτρη, να συνομιλεί με τη χελώνα, που έχει δυσπεψία η δύσμοιρη. Ωσότου να στεγνώσει στην αμμουδιά, ανάποδα τον κόσμο κοιτά τούτη τη φορά στο χέρι μιας τραγουδίστριας με μακριές πλεξίδες. Πολλά έμαθε από τα ταξίδια του στων ανθρώπων τα μυαλά κι ακούγοντας τις σκέψεις τους. Κι έχει δίκιο σαν μας λέει πως «η ζωή θέλει ελευθερία για να τη ζήσεις με χαρά».
Κι άλλα μας λέει, διά στόματος της συγγραφέα Μαρίας Νομικού. Με αμεσότητα και ειλικρίνεια μας απευθύνεται και δεν διστάζει να μιλήσει για υπαρξιακά και συναισθηματικά ζητήματα χωρίς καθόλου να χάνεται η παραμυθένια ατμόσφαιρα. Κι όπως σε όλα τα παραμύθια το τέλος είναι αίσιο, έτσι γίνεται κι εδώ τελικά, αλλά δίχως κλισέ και με μεγάλες δόσεις ανατροπής. Το καπελάκι μας άλλαξε ρόλο και ρότα ζωής, μα δεν σας λέω παρακάτω. Να το διαβάσετε.
Στην εικονογράφηση, η Πετρούλα Κρίγκου δεν τσιγκουνεύεται τα χρώματα. Από τα πράσινα δάχτυλα της κοκκινομάλλας, με τις μακριές βλεφαρίδες, ως τα γαλάζια πεταλουδέ και τα πορτοκαλί στρογγυλά γυαλιά, ένα πινέλο δρόμος.