«Η ζωή του Μαραντόνα είναι τόσο πλούσια,
τόσο γεμάτη από διαφορετικές αποχρώσεις,
ώστε δεν θα άλλαζα τίποτα, ακόμη κι αν
γύριζα μια ταινία μυθοπλασίας γι' αυτόν».
Εμίρ Κουστουρίτσα
Ο ουρουγουανός συγγραφέας Εντουάρντο Γκαλεάνο, στο βιβλίο του «Το ποδόσφαιρο στη σκιά και στο φως», γράφει: «Μια ωραία ημέρα, η θεά του ανέμου φιλά το πόδι του άνδρα, ένα πόδι κακοπαθημένο και περιφρονημένο, και από εκείνο το φιλί γεννιέται το ποδοσφαιρικό είδωλο. Γεννιέται σε αχυρένια κούνια, σε τενεκεδόσπιτο, κι έρχεται στον κόσμο αγκαλιά με μια μπάλα. Μόλις μάθει να περπατά, ξέρει και να παίζει μπάλα. Τα πρώτα του χρόνια δίνει ζωή και χαρά στις αλάνες, παίζει ξέφρενα στις φτωχογειτονιές μέχρι να σκοτεινιάσει και να μη βλέπει πια την μπάλα, και στα νεανικά του χρόνια ανοίγει τα φτερά του, και τα γήπεδα πετούν μαζί του. Τα ακροβατικά του φέρνουν κοσμοσυρροή από Κυριακή σε Κυριακή, από νίκη σε νίκη, από αποθέωση σε αποθέωση. Η μπάλα τον αποζητά, τον αναγνωρίζει, τον χρειάζεται. Πάνω στο πόδι του αναπαύεται, νιώθει άνετα. Εκείνος της δίνει λάμψη, της μιλάει, και μέσα από τη συνομιλία τους επικοινωνούν εκατομμύρια χωρίς φωνή. Οι ασήμαντοι άνθρωποι, οι καταδικασμένοι να είναι πάντα ασήμαντοι, μπορούν να νιώσουν για λίγο ότι είναι κάποιοι, χάρη στις πάσες που αλλάζουν με τη μία, στις τρίπλες που ζωγραφίζουν στο γρασίδι, στα απίθανα γκολ με το τακουνάκι ή στο ανάποδο ψαλίδι: όταν παίζει αυτός, η ομάδα έχει δώδεκα παίκτες».
Τα λόγια του συγγραφέα αποτυπώνουν στην κυριολεξία αυτό που υπήρξε ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα. Δεν αποκλείεται αυτόν να σκεπτόταν όταν έγραφε τα παραπάνω. Βλέπουμε, λοιπόν, πως εκτός από τα εκατομμύρια απλών καθημερινών φτωχών ανθρώπων που πολλοί από αυτούς δεν έχουν καν την οικονομική δυνατότητα να δουν τα είδωλά τους μέσα στο γήπεδο, το ποδόσφαιρο και ο Μαραντόνα αγαπήθηκαν και από ανθρώπους της τέχνης.
Λέμε συχνά πως αν το ποδόσφαιρο είναι το λαϊκότερο των αθλημάτων, κατ’ αντιστοιχία, ο κινηματογράφος είναι η λαϊκότερη των τεχνών. Ως εκ τούτου, το ποδόσφαιρο αρκετές φορές έχει απασχολήσει το χώρο του σινεμά, καθώς πολλοί σκηνοθέτες το έχουν περιλάβει ως θέμα σε ταινίες τους. Εξίσου και ο Μαραντόνα.
Το 2000 και ενώ ο Ντιέγκο Μαραντόνα ήταν 40 ετών, βρέθηκε στην Κούβα του Φιντέλ Κάστρο, με τον οποίο τον συνέδεε βαθιά φιλία, προκειμένου να υποβληθεί σε αποτοξίνωση. Την εποχή εκείνη, τον συνάντησε ο συμπατριώτης του σκηνοθέτης, Χαβιέ Βάσκεζ, μέσα από την κάμερα του οποίου, ο Ντιέγκο άρχισε να ξεδιπλώνει τη ζωή του.
Το ντοκιμαντέρ «Μαραντόνα» (Amando a Maradona), κυκλοφόρησε το 2005 και αποκαλύπτει άγνωστες λεπτομέρειες από τη ζωή του. Η ταινία γυρισμένη στο Μπουένος Άιρες, τη Νάπολη, τη Βαρκελόνη, την Κούβα, το Ρίο ντε Τζανέιρο, την Ελβετία και την Παταγονία, μέσα από μαρτυρίες ανθρώπων που τον γνώρισαν και τον αγάπησαν, αφηγείται την ιστορία της ζωής του κορυφαίου, για πολλούς, ποδοσφαιριστή όλων των εποχών.
Προσεγγίζει τον αντιφατικό χαρακτήρα του, τα τερτίπια και τις παραξενιές του και το πάθος του για το ποδόσφαιρο, μέσα από το οποίο έγινε η φωνή των απλών ανθρώπων που ζουν στις παραγκουπόλεις του Μπουένος Άιρες και στις φτωχογειτονιές της Νάπολης, αλλά και σε όλα τα πλάτη και τα μήκη του κόσμου.
Δύο χρόνια μετά από το ντοκιμαντέρ του Βάσκεζ, ο ιταλός συνάδελφός του, Μάρκο Ρίζι, γιος του διάσημου σκηνοθέτη Ντίνο Ρίζι, ασχολήθηκε κι αυτός με τον αργεντινό θρύλο του ποδοσφαίρου.
Όμως ας πάμε πίσω, σε εκείνο το απόγευμα της 22ας Ιουνίου 1986, όταν στο στάδιο Αζτέκα στην Πόλη του Μεξικού, η Αργεντινή αγωνίζεται εναντίον της Αγγλίας. Ο πόλεμος των Φόκλαντ ήταν πρόσφατος και η εθνική περηφάνια των Αργεντίνων λαβωμένη. Στο 51ο λεπτό του αγώνα, ο Μαραντόνα παίρνει την μπάλα, ντριπλάρει διαδοχικά τέσσερις αντιπάλους και πασάρει στον Βαλντάνο. Εκείνος πετάει τη μπάλα στη μικρή περιοχή, ο άγγλος τερματοφύλακας Σίλτον πηδάει να την πιάσει μπροστά από τον πολύ κοντύτερό του Μαραντόνα αλλά ο τελευταίος, με μια μαγική κίνηση, σηκώνει το χέρι, κλέβει την μπάλα από τον Σίλτον και την στέλνει στα δίχτυα! Το «άκυρο» γκολ μέτρησε τελικά, η Αργεντινή κέρδισε με 2-1 –ποιος δε θυμάται το δεύτερο γκολ, τέσσερα λεπτά αργότερα, όταν ο Ντιέγκο πέρασε ολόκληρη σχεδόν την αγγλική ομάδα– και εκατομμύρια Αργεντίνοι ξεχύθηκαν στους δρόμους πανηγυρίζοντας. Ήταν η εκδίκηση ενός λαού, απέναντι στην αυτοκρατορία της Θάτσερ.
Όταν ρωτήθηκε ο Μαραντόνα για εκείνο το γκολ, είχε πει: «Το γκολ δεν μπήκε από το δικό μου χέρι, αλλά από το χέρι του Θεού!». Και δεν είχε και άδικο, αφού λατρευόταν ως Θεός!
Ο Μάρκο Ρίζι, λοιπόν, έδωσε στην ταινία του τον τίτλο «Το χέρι του Θεού» (Maradona, la mano di Dio), μια ταινία-βιογραφία, η οποία ακολουθεί τη ζωή του Αργεντίνου από το Παγκόσμιο Κύπελλο κάτω των 17 ετών, την καριέρα του στην Μπόκα Τζούνιορς, το πέρασμά του από την Μπαρτσελόνα και τη μεγάλη του καριέρα στη Νάπολι, την ομάδα του φτωχού ιταλικού Νότου, που χάρη στον Αργεντίνο κέρδισε δύο πρωταθλήματα, ένα κύπελλο Ιταλίας και ένα κύπελλο Ουέφα! Στην ταινία δεν παραλείπονται τα προβλήματα που αντιμετώπισε ο Μαραντόνα με την κοκαΐνη, τη φοροδιαφυγή αλλά και τις συζυγικές απιστίες.
Το 2008 σειρά είχε ο γιουγκοσλάβος (το προτιμώ από το Σέρβος), σκηνοθέτης, Εμίρ Κουστουρίτσα, ο οποίος γύρισε την ταινία «Μαραντόνα» (Maradona), υπό τη μορφή ενός οδοιπορικού στο χώρο και το χρόνο. Επί 12 μήνες, ο Κουστουρίτσα ακολουθεί τον ήρωά του σε τόπους που σημάδεψαν τη ζωή του. Στην Αργεντινή, όπου θεωρείται κυριολεκτικά εθνικός ήρωας, στη Νάπολη που τον λάτρεψε σαν Θεό, στην Κούβα του Φιντέλ Κάστρο και του Τσε Γκεβάρα, στη Βαρκελόνη, του συμπατριώτη του και κατά πολλούς διαδόχου του, Λιονέλ Μέσι. Συνταξιδιώτης του, ο Μάνου Τσάο, ο τροβαδούρος των κατατρεγμένων, των εξεγερμένων, των χωρίς φωνή. Στην ταινία αναδεικνύεται, με τη σκηνοθετική κομψότητα του Κουστουρίτσα, ο αντιφατικός χαρακτήρας του Μαραντόνα και το εκρηκτικό του ταμπεραμέντο.
Το 2019, ο βρετανός οσκαρικός σκηνοθέτης, Ασίφ Καπάντια, γυρίζει την ταινία «Ντιέγκο Μαραντόνα». Με άγνωστα στοιχεία από το προσωπικό αρχείου του ποδοσφαιριστή, μαθαίνουμε για τη ζωή του από τα πρώτα του βήματά στη φτώχεια της φαβέλας, μέχρι τις στιγμές της μεγάλης του δόξας, την άνοδό του στα ουράνια και στη συνέχεια, την πτώση και την παρακμή μέσα από την αυτοκαταστροφή. Ο Καπάντια δίνει έμφαση κυρίως στη ναπολιτάνικη περίοδο του Μαραντόνα.
Ο σκηνοθέτης σε συνέντευξή του στον Γιάννη Καντέα-Παπαδόπουλο για το «Αθηνόραμα» (10/10/2019), είχε πει: «Ο άνθρωπος που γνώρισα εγώ στο σπίτι του (…) ήταν ήρεμος, χαλαρός και σε καλή κατάσταση. Άρα όταν έχεις την ευκαιρία να τον γνωρίσεις με αυτόν τον ουσιώδη και ειλικρινή τρόπο, δεν μπορείς παρά να νιώσεις μια συμπάθεια προς το πρόσωπό του, όταν όλοι τον διακωμωδούν. Χωρίς φυσικά να παραβλέπεις όλα τα άσχημα που έχει κάνει, τα οποία προσωπικά δεν δικαιολογώ καθόλου. Απλώς ο Μαραντόνα που γνώρισα εγώ δεν έχει σχέση με αυτόν που χλευάζουν όλοι (…) είναι σα μαχητής του δρόμου, δουλεύει σκληρά χωρίς να λογαριάζει την κόπωση. Πολλοί παρεξηγούν το ταλέντο του και θεωρούν πως είναι θεόσταλτο, ενώ στην πραγματικότητα ο Ντιέγκο έπαιζε με μια μπάλα στα πόδια από όταν άρχισε να περπατάει. Χωρίς παπούτσια, σε κακόφημους δρόμους, υπό άθλιες συνθήκες... Δεν είχε όμως την επιλογή να αποτύχει. Ήταν αποφασισμένος να βοηθήσει την οικογένειά του ώστε να πάψουν να ζουν στην ανέχεια. Το ποδόσφαιρο ήταν η μοναδική του επιλογή».
Τέλος, υπάρχει και η σειρά ντοκιμαντέρ 7 επεισοδίων, του Άνγκους ΜακΚουίν, με τίτλο, «Ο Μαραντόνα στο Μεξικό» (Maradona in Mexico), το οποίο αναφέρεται στην περίοδο 2018-19, όταν ο Ντιέγκο πήγε στο Κουλιακάν, την καρδιά του καρτέλ της Σιναλόα, ως προπονητής στην Ντοράντος, προκειμένου να σώσει την ομάδα από τον υποβιβασμό στην Γ΄ κατηγορία του Μεξικού.
Αυτός είναι ο κινηματογραφικός Μαραντόνα, ο άνθρωπος ο οποίος λατρεύτηκε ως θεός επειδή συμπύκνωνε στο πρόσωπό του όλα τα ανθρώπινα πάθη, τα ανθρώπινα λάθη και τις ανθρώπινες αδυναμίες.