Ο πρόεδρος Μακρόν και η κυβέρνησή του εξαναγκάστηκαν, όταν βρέθηκαν μπροστά στις τεράστιες κινητοποιήσεις, στις «πορείες για τις ελευθερίες» παντού σχεδόν στην Γαλλία –στο Παρίσι υπολογίζεται πως διαδήλωσαν πάνω από 200.000 άτομα– να αναστείλουν την προώθηση του νόμου για την καθολική ασφάλεια και την ψήφισή του από τη Γερουσία, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείπουν τα σχέδιά τους. Οι κινητοποιήσεις αυτές οργανώθηκαν μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, μετά την ψήφιση του νόμου και του άρθρου 24 από τη βουλή. Αλλά και από τις επιθέσεις της αστυνομίας κατά των προσφύγων – μεταναστών στην πλατεία Ρεπουμπλίκ καθώς και τη ρατσιστική και φασιστική συμπεριφορά της αστυνομίας κατά του μουσικού παραγωγού Μισέλ Ζεκλέρ στο Παρίσι, επειδή προφανώς δεν τους άρεσε το χρώμα του δέρματός του. Οι επιθέσεις αυτές της αστυνομίας ήταν η σταγόνα για να ξεχειλίσει η λαϊκή οργή και να βγει ο κόσμος στους δρόμους. Κι αυτό σε περίοδο δύσκολη, λόγω της πανδημίας και των περιορισμών.
Όμως, για την τεράστια επιτυχία αυτών των κινητοποιήσεων καθοριστικό ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι για πρώτη φορά κατόρθωσαν τόσες πολλές οργανώσεις και συλλογικότητες –πάνω από 150– να συσπειρωθούν και να συντονίσουν τις πορείες τους. Οργανώσεις πολύ διαφορετικές: συνδικαλιστικές, κινηματικές, ανθρωπιστικές, συλλογικότητες από τις λαϊκές συνοικίες, καλλιτέχνες, τα Κίτρινα Γιλέκα καθώς και οργανώσεις των νέων και των γυναικών που βρέθηκαν απέναντι στην κυβερνητική πολιτική. Έτσι αποφάσισαν να πορευτούν όλες μαζί με κεντρικό σύνθημα «στοπ στο νόμο της καθολικής ασφάλειας». Συνθήματα ακούστηκαν και κατά της αστυνομικής βίας και του ρατσισμού. Το κείμενο – έκκληση υπογράφεται και από πολλούς βουλευτές όλων των κομμάτων της αριστεράς και από τους γενικούς γραμματείς των οικολόγων, του σοσιαλιστικού κόμματος Ολιβιέ Φόρ, του ΓΚΚ Φαμπιέν Ρουσέλ, της Ανυπότακτης Γαλλίας Ζ. Λ. Μελανσόν, του NPA Ολιβιέ Μπεζανσενό, και την Κριστίν Τομπιρά –πρώην υπουργού Δικαιοσύνης, γνωστή για τους αγώνες της για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Σύγχυση στο κυβερνητικό στρατόπεδο
Η κυβέρνηση παρά την άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία της και την άνευ όρων στήριξη από την ακροδεξιά και την παραδοσιακή δεξιά, αποφάσισε τελικά να υποχωρήσει αναστέλλοντας την ισχύ του άρθρου 24. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το τι θα κάνει. Σίγουρο είναι ότι η κυβέρνηση προετοιμάζει ένα άλλο νομοσχέδιο για να θωρακίσει την αυταρχική διαχείριση της εξουσίας της. Το νομοσχέδιο αυτό, που θα πρέπει να παρουσιαστεί στο υπουργικό συμβούλιο μέχρι τις 9 Δεκεμβρίου, προβλέπει την ενίσχυση της εσωτερικής ασφάλειας του κράτους. Ο τίτλος είναι χαρακτηριστικός: «να ενισχυθούν οι αρχές της δημοκρατίας». Η ενίσχυση, όπως αναφέρεται, θα επιτευχθεί με την ενσωμάτωση στο άρθρο 25 όλων των διατάξεων του καταργημένου πια άρθρου 24, που προκάλεσε αυτό το τεράστιο κύμα αντιδράσεων. Στην εισηγητική έκθεση του νέου νομοσχεδίου διαγράφεται ένας πολύ σκοτεινός ορίζοντας για τη γαλλική δημοκρατία, γι’ αυτό θα πρέπει «να παρθούν και άλλα μέτρα ασφάλειας».
Από την κρίση της αστυνομίας στην πολιτική κρίση
Ο γάλλος πρόεδρος και η κυβέρνησή του προσπερνούν όλες τις κριτικές, ακόμα και από τα πιο φιλικά ΜΜΕ, όπως η Λε Μόντ και η Φιγκαρό που ασκούν κριτική για την υπερβολική χρήση της αστυνομικής βίας. Ενώ δεν αναφέρεται καθόλου στην ανάγκη για μια άλλη εκπαίδευση και συμπεριφορά της αστυνομίας που είναι αναγκαία. Έτσι θα μπορούσαμε να μιλάμε όχι για μια «δύναμη τάξης» αλλά για μια δύναμη ειρήνης, όπως ενδεικτικά αναφέρεται. Να σημειωθεί ακόμα ότι πέρα από τα κρούσματα αστυνομικής βίας, ένα άλλο ανησυχητικό σημείο είναι η πολιτική συμπεριφορά των αστυνομικών: το 54% των αστυνομικών, το 2017, ψήφισε υπέρ της Λεπέν ενώ, το εν λόγω κόμμα πήρε το 21% στο σύνολο του πληθυσμού.
Σοκαριστικές εικόνες
Τις τελευταίες ημέρες, ο πρόεδρος Μακρόν δήλωσε πως: «σοκαρίστηκα από τις φωτογραφίες που είδα». Η φράση του αυτή ειπώθηκε «πολύ αργά» αναφέρει το περιοδικό Ρεγκάρντ, γιατί πρόκειται για μια πρακτική που «δεν είναι νέα…. και κυρίως δεν έχει καμία αποτελεσματικότητα», καταλήγει το περιοδικό. Αφού όπως όλα δείχνουν δεν πρόκειται να υπάρξει καμία πολιτική πρωτοβουλία. Μια πρωτοβουλία που, όπως σημειώνει το περιοδικό Politis, θα μπορούσε τουλάχιστον να είναι η παραίτηση του διευθυντή της αστυνομίας, μετά τα δυο τελευταία γεγονότα.
Όμως, ο πρόεδρος Μακρόν προχώρησε σε μια άλλη ενέργεια για να αντιμετωπίσει την κρίση. Ζήτησε να επαναδιατυπωθεί ριζικά ο νόμος, έτσι ώστε να πετύχει το διπλό στόχο: «την προστασία των αστυνομικών και την εργασία των δημοσιογράφων»(!), έτσι ώστε να βγει ο ίδιος από την κρίση. Μια κρίση στην κορυφή της εξουσίας, η οποία όμως μπορεί να μετατραπεί σε κρίση πολιτική, εάν δει κανείς «το κλίμα των πολλαπλών εντάσεων που διαπερνούν τη χώρα» και, ταυτόχρονα τη μη τήρηση του δημοκρατικού πλαισίου από την πλευρά της κυβέρνησης», αναφέρει το περιοδικό Ρεγκάρντ. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, η καλύτερη εγγύηση για να συγκρατηθεί το πισωγύρισμα της κυβέρνησης είναι «η υπεράσπιση των ελευθεριών και της δημοκρατίας», όπως δηλώνουν οι συλλογικότητες που αποφάσισαν να προχωρήσουν σε νέες κινητοποιήσεις, αρχικά στην περιφέρεια και τελικά στο Παρίσι.
Το ερώτημα που τίθεται μετά από όλα αυτά είναι: Η αριστερά πού βρίσκεται σε όλα αυτά πέρα από τη συμπαράσταση που προσφέρει, όταν μάλιστα πλησιάζει το 2022;