«Τον Ιανουάριο του 1936 έγιναν βουλευτικές εκλογές. Το αποτέλεσμα ήταν αμφίρροπο. Ούτε το Κόμμα των Φιλελευθέρων του Θεμιστοκλή Σοφούλη ούτε το Λαϊκό Κόμμα του Παναγή Τσαλδάρη μπορούσαν να σχηματίσουν κυβέρνηση στηριγμένα στη δική τους μόνο, το καθένα, κοινοβουλευτική δύναμη (…) Και τα δύο μεγάλα κόμματα προσανατολίστηκαν στη διερεύνηση της δυνατότητας σχηματισμού κυβέρνησης που να στηρίζεται στην ψήφο ανοχής του Παλλαϊκού Μετώπου.
Οι συζητήσεις του Παλλαϊκού Μετώπου με το Λαϊκό Κόμμα (…) ναυάγησαν ύστερα από άρνηση του Π. Τσαλδάρη να διαχωρήσει δημόσια τη θέση του από την καμπάνια των μοναρχικών εφημερίδων, που ζητούσαν “να μην αναγνωριστούν οι ψήφοι των κομμουνιστών βουλευτών στις ψηφοφορίες στη Βουλή”. (…) Στο μεταξύ προχωρούσαν οι συζητήσεις με το Κόμμα των Φιλελευθέρων και κατέληξαν σε συμφωνία που εκφράστηκε με ένα συμφωνητικό (…) Με εξασφαλισμένη την ψήφο ανοχής των 15 βουλευτών της Αριστεράς (…) ο Θ. Σοφούλης είχε την κοινοβουλευτική δύναμη να σχηματίσει κυβέρνηση. Δεν το έκανε όμως. Προσέκρουσε στις αντιδράσεις παραγόντων μέσα στο ίδιο του το κόμμα (…) Όμως Φιλελεύθεροι και Λαϊκοί προτίμησαν έναν συμβιβασμό που, στην ουσία του και τη μορφή του, αποτελούσε πλήρη ανατροπή της πρόσφατης λαϊκής ετυμηγορίας αφού, στην πραγματικότητα εκχωρούσε την εξουσία στο, αποδεκατισμένο από το εκλογικό σώμα, Κόμμα των Ελευθεροφρόνων του Μεταξά, στο κόμμα των 7 βουλευτών».
Έτσι περιγράφει την εποχή ο Βασίλης Νεφελούδης στο βιβλίο του «Ακτίνα Θ΄ - Αναμνήσεις 1930-1940». Και σημειώνει λίγο παρακάτω πως ο Μεταξάς πολύ σύντομα, στις 13/4/1936, έγινε πρωθυπουργός και μερικούς μήνες αργότερα η χώρα οδηγήθηκε στη Δικτατορία της 4ης Αυγούστου.
Σε τούτη την ταραγμένη εποχή τοποθέτησε την δράση της ταινίας του, «Μέρες του ‘36», ο Θόδωρος Αγγελόπουλος και συγκεκριμένα, λίγο πριν από τις εκλογές εκείνης της χρονιάς. Ήταν η δεύτερη ταινία του σκηνοθέτη, η οποία έκανε πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες στις 11 Δεκεμβρίου 1973, μερικές μόλις εβδομάδες μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου και την ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη. Χθες Παρασκευή, λοιπόν, συμπληρώθηκαν 47 χρόνια από εκείνη την προβολή κι αυτή είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να θυμηθούμε την πολύ σημαντική ταινία του Αγγελόπουλου, η οποία γυρίστηκε στα χρόνια της δικτατορίας.
Είχαν περάσει μόλις τρία χρόνια από την «Αναπαράσταση», την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του σκηνοθέτη, η οποία θεωρείται ως εκείνη η οποία υπέγραψε τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου.
Με τις «Μέρες του ’36», ο διεθνούς φήμης έλληνας σκηνοθέτης, επιχειρεί να αναγνώσει την Ιστορία με μια καθαρά πολιτική ταινία η οποία όμως κατάφερε να ξεπεράσει τον σκόπελο της λογοκρισίας! Κι αυτό επιτεύχθηκε επειδή ο ευφυής Αγγελόπουλος, απέφυγε οποιαδήποτε αναφορά η οποία θα του δημιουργούσε πρόβλημα. Δεν αναφέρονται πουθενά λέξεις όπως «κομουνισμός», «δημοκρατία», «ελευθερία», «αντίσταση», «πολιτικοί κρατούμενοι» κ.λπ. αν και όλα αυτά υπάρχουν στην ταινία. Δεν αναφέρονται ούτε ονόματα πολιτικών ούτε ονόματα κομμάτων. Ούτε κι ο χρόνος είναι με σαφήνεια προσδιορισμένος. Κι αυτά όμως υπάρχουν στην ταινία. Υπάρχουν με τρόπο υπαινικτικό, κεκαλυμμένο, με μια αφήγηση αφαιρετική, ελλειπτική που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αστυνομική ταινία: ένας υπόδικος πιάνει έναν όμηρο και απειλεί να τον σκοτώσει αν δεν τον αφήσουν ελεύθερο.
Όλα είναι πολιτικά αλλά και δεν είναι
Ας δούμε όμως ποια είναι η υπόθεση της ταινίας στην οποία είναι αφιερωμένο το σημερινό μας σημείωμα. Όλα ξεκινούν με τη δολοφονία ενός συνδικαλιστή ο οποίος πυροβολείται μπροστά σε κόσμο. Για τον φόνο του συλλαμβάνεται ένας άνδρας, ο Σοφιανός, ο οποίος φυλακίζεται. Στην πορεία μαθαίνουμε πως ήταν στο παρελθόν υπήρξε πληροφοριοδότης της αστυνομίας αλλά τώρα οι αρχές θέλουν να τον βγάλουν από τη μέση. Όταν τον επισκέπτεται στη φυλακή ο φίλος του βουλευτής, Κριεζής, ο Σοφιανός τον κρατά όμηρο στο κελί του και απειλεί να τον σκοτώσει εάν δεν αφεθεί ελεύθερος. Στη συνέχεια όλη η ταινία ασχολείται με τις προσπάθειες των αρχών να απελευθερωθεί ο Κριεζής.
Στην ταινία όλα είναι πολιτικά αλλά και δεν είναι. Ή μάλλον θα μπορούσαν να μην είναι εάν ο βουλευτής δεν ήταν βουλευτής και ο δολοφονημένος συνδικαλιστής δεν ήταν συνδικαλιστής. Αν ήταν κάτι άλλο. Όμως ο Αγγελόπουλος θέλοντας να ρίξει το βλέμμα του στην Ιστορία και τα πολιτικά γεγονότα, έστω και με υπονοούμενα, επιλέγει να κάνει μια πολιτική ταινία.
Σχεδόν όλη η δράση εκτυλίσσεται πίσω από τοίχους και κλειστές πόρτες, σε μια φυλακή. Η κάμερα ποτέ δεν μπαίνει μέσα στο κελί του Σοφιανού. Τι κι αν αυτός είναι, επί της ουσίας, ο κεντρικός χαρακτήρας. Δεν τον βλέπουμε ποτέ. Αντίθετα βλέπουμε διαδρόμους και γραφεία, φύλακες, δεσμοφύλακες, χωροφύλακες, διευθυντές, στρατιωτικούς, εισαγγελείς, υπουργούς και λοιπούς εκπροσώπους της εξουσίας.
Κάμερα-παρατηρητής της Ιστορίας
Στις «Μέρες του ’36», ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, την ώρα που προσπαθεί να ξεφύγει έντεχνα, και επιτυχώς ως απεδείχθη, από τα νύχια της λογοκρισίας, μοιάζει να πειραματίζεται. Πειραματίζεται αφενός πάνω στην υπαινικτική αφήγηση των γεγονότων αφετέρου πάνω στην αποστασιοποίηση. Ακολουθεί σχεδόν πιστά τον Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο οποίος υποστήριζε πως δεν πρέπει να καταργήσουμε το φυσικό αλλά αντίθετα να το εντατικοποιήσουμε και να το στιλιζάρουμε. Κι αυτό κάνει ο Αγγελόπουλος. Σκηνοθετεί στιλιζαρισμένα, χορογραφεί στο χώρο τις κινήσεις των ηθοποιών αλλά και τις κινήσεις της κάμερας.
Ουσιαστικά δεν υπάρχουν χαρακτήρες, δεν εμβαθύνει στους ήρωές του, θαρρείς και η ύπαρξή τους είναι προσχηματική. Τους αφήνει σχεδόν άνευ αισθημάτων, να κινούνται σαν πιόνια στην σκακιέρα ακολουθώντας απλώς τον ρου της Ιστορίας, συχνά ως θύματά της. Η Ιστορία τους παρασέρνει και η όποια συγκίνηση δεν περνά στο θεατή μέσα από τα πάθη των ηρώων αλλά διαμεσολαβείται από τα συλλογικά πάθη, ως αποτέλεσμα των γεγονότων. Δεν υπάρχουν προσωπικές ιστορίες, υπάρχει μόνον η δίνη της Ιστορίας, η οποία επηρεάζει τις ζωές των ανθρώπων.
Εδώ θα κάνω μια παρένθεση για να σημειώσω πως σε αυτό το σημείο βρίσκεται η βασική διαφορά ανάμεσα στο σινεμά του Θόδωρου Αγγελόπουλου και σε εκείνο του Παντελή Βούλγαρη. Ο δεύτερος δημιουργεί χαρακτήρες, ο θεατής συμπάσχει μαζί τους, οι ήρωές του έρχονται αντιμέτωποι με τα μεγάλα γεγονότα δημιουργώντας, όμως, τις δικές τους μικρές-μεγάλες ιστορίες, οι οποίες αναδεικνύονται από τον σκηνοθέτη. Αντίθετα ο Αγγελόπουλος στοχάζεται αποκλειστικά επάνω στη ροή της Ιστορίας. Και οι δύο σκηνοθέτες μας βέβαια, είναι σπουδαίοι, για αυτό που κάνει ο καθένας.
Σινεμά της διανοητικής έντασης
Στις «Μέρες του ‘36», η αποστασιοποίηση είναι εξόφθαλμη. Ο Αγγελόπουλος την χρησιμοποιεί ως εργαλείο για να μιλήσει για την σκοτεινή περίοδο στην οποία αναφέρεται. Περίοδο μυστικών συναντήσεων, συζητήσεων πίσω από κλειστές πόρτες, πολιτικές ίντριγκες και λοβιτούρες. Μια κατάσταση η οποία μοιάζει σαν κάτι να προετοιμάζεται, κάτι όχι και πολύ καθαρό. Στην πραγματικότητα, αυτό που συνέβη ήταν η δικτατορία του Μεταξά.
Βέβαια μια τέτοια ευκαιρία δεν θα μπορούσε να πάει χαμένη, δεν θα το επέτρεπε στον εαυτό του ούτε ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Ήταν μέσα στους σκοπούς τους, μέσα στις προθέσεις του. Δηλαδή να μιλήσει για την ανώμαλη πολιτική κατάσταση η οποία υπήρχε στην Ελλάδα την περίοδο που γυριζόταν η ταινία. Την εποχή της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Της οποίας προηγήθηκε μια παρόμοια κατάσταση πολιτικής αποσταθεροποίησης και ανωμαλίας η οποία οδήγησε στην άνοδο του Παπαδόπουλου, της Ελλάδος των Ελλήνων Χριστιανών. Άλλωστε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος είχε δηλώσει πως «η δικτατορία είναι εγγεγραμμένη στον ίδιο τον καμβά της ταινίας».
Η αισθητική του Αγγελόπουλου αρχίζει να σχηματοποιείται με τις «Μέρες του ’36». Η αισθητική του υπαινιγμού, της αφαίρεσης, της απομάκρυνσης και της αποστασιοποίησης. Των μακρινών αργών πλάνων, της κάμερας-παρατηρητή, πλάνα στα οποία ο σκηνοθέτης θέλει να περιλάβει όσο περισσότερη Ιστορία μπορεί.
Αυτό είναι το στοχαστικό σινεμά, που βουτάει βαθιά, θέτει ερωτήσεις και αναζητά απαντήσεις. Το σινεμά της διανοητικής έντασης, της συναισθηματικής αποδόμησης, της ποιητικής διάθεσης. Το οποίο εντυπώνεται με τη δύναμη των εικόνων του, το οποίο δεν βιάζεται και η κάθε λήψη, το κάθε πλάνο αγγίζουν την τελειότητα του αψεγάδιαστου, είναι καλοδουλεμένα, χωρίς τίποτε περιττό. Από μόνα τους να αποτελούν πραγματικά έργα τέχνης.
Η ταινία κέρδισε βραβείο σκηνοθεσίας και βραβείο φωτογραφίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου στο Φόρουμ του Βερολίνου.