Βάσια Τζανακάρη «Αδελφικό», εκδόσεις Μεταίχμιο, 2020, σελ. 268
«Όταν δεν ονειρευόμουν τη μίζερη απόδρασή μου, οι σκέψεις έπεφταν γύρω μου σαν, θά ’θελα να πω σαν κάτι όμορφο, ίσως σαν αθόρυβες νιφάδες, αλλά μπα, έπεφταν σαν νεκρά κύτταρα, σκόνες σπιτιών και δρόμων, που σχημάτιζαν γκρίζα χνουδωτά ζωάκια στο πάτωμα, φασαριόζικα, που δεν μ’ άφηναν να κοιμηθώ».
Αυτά τα λόγια της ηρωίδας στο Αδελφικό, το μυθιστόρημα της Βάσιας Τζανακάρη που εκδόθηκε πρόσφατα, αποτυπώνουν σε αρκετά μεγάλο βαθμό θέματα που απασχολούν το βιβλίο, όπως το όνειρο, η απόδραση, ο ύπνος – με την έννοια και της λησμονιάς. Αποτυπώνουν όμως αρκετά και το κλίμα της γραφής, το ύφος της συγγραφέα, που καταφέρνει να διαπραγματευτεί επώδυνες καταστάσεις με μια βαθιά ελαφρότητα –ας μου επιτραπεί η αντίφαση εν τοις όροις–, με έναν τρόπο αφήγησης που ενσωματώνει στα ωραία αλλά όχι υπερβολικά λεκτικά της σχήματα την ζωτικότητα της ηλικίας των βασικών πρωταγωνιστών, την ισότιμη αναμέτρηση παρελθόντος και μέλλοντος ακριβώς λόγω αυτής της ηλικίας, την σχέση ανάμεσα στο πένθος και την ανάγκη για ζωή, ανάμεσα στο σφάλμα και την επανόρθωση, το τραύμα και την επούλωση, την μνήμη και την ανάγκη της λήθης.
Το Αδελφικό πραγματεύεται βέβαια και άλλα επί μέρους θέματα: ένα είναι η δύσκολη σχέση ανθρώπων μεγαλωμένων σε επαρχιακή πόλη με τον ίδιο τους τον τόπο. «Πίσω τους κρυβόταν η πόλη που με γέννησε, που με μεγάλωσε, που με τα πολλά μ’ άφησε να φύγω κι ύστερα με εκβίαζε συναισθηματικά να γυρίσω και να την αγαπήσω ξανά», λέει η πρωταγωνίστρια. Επίσης σε ένα δεύτερο, μάλλον μακρινό πλάνο, μπορεί να αναγνωρίσει κανείς και τις αγωνίες μιας γενιάς «που γίνεται σαράντα», που πρόλαβε να δει και το πριν και το μετά της κρίσης, με ανθρώπους που έχουν καλλιτεχνική ματιά αλλά αυτή δεν μπορεί με κανένα τρόπο να γίνει και επάγγελμα.
Το μυθιστόρημα παρακολουθεί δύο ανθρώπους, τον Μελισσινό και την Μάρω, οι ζωές των οποίων συναντιούνται στο χωριό Αδελφικό του Νομού Σερρών. Ο Μελισσινός είναι γιατρός, είχε μια ατυχία σε χειρουργείο όπου ο ασθενής, οικογενειακός φίλος μάλιστα, πέθανε και αναζητά την λησμονιά στο Αδελφικό στο οποίο φυτρώνουν λωτόδεντρα και υπάρχει ο θρύλος ότι εκεί μπορεί κανείς να βρει την λησμονιά.
Η Μάρω που μεγάλωσε στις Σέρρες αλλά σπούδασε στη Θεσσαλονίκη και μετακόμισε στην Αθήνα, όπου δουλεύει ως διορθώτρια σε εφημερίδα, είναι μόνη μητέρα και το διαμέρισμά της στην Πατησίων παίρνει φωτιά, γιατί άφησε τα μάτια της κουζίνας ανοιχτά και έφυγε με το μωρό, φαινομενικά σοκαρισμένη από το άκουσμα της είδησης του θανάτου του αγαπημένου της Ντέιβιντ Μπόουι. Μη έχοντας πού να πάει επιστρέφει στο χωριό, το Αδελφικό. Θέλοντας και αυτή, για κάποιο λόγο που δεν γνωρίζουμε από την αρχή, να παλέψει με την μνήμη ενός σημαντικού γεγονότος του παρελθόντος (που αποκαλύπτεται στο τέλος) και την λήθη.
Μυθιστόρημα ζωντανό, διαυγές, καλογραμμένο, βαθύ και ελαφρό ταυτόχρονα, όπως ήδη είπαμε, γεμάτο σκέψεις για τη ζωή και γεμάτο μουσικές και ταινίες, είναι οπωσδήποτε από τα αντιπροσωπευτικά των καιρών μας. Η πρωταγωνίστρια έχει πολλά κοινά με την ίδια τη συγγραφέα που και αυτή έζησε στις ίδιες πόλεις, αγάπησε τις ίδιες μουσικές, είναι μητέρα ενός μικρού παιδιού, ζει από τα κείμενα και αυτή, ως μεταφράστρια. Τα κεφάλαια εναλλάσσονται, πάντα σε πρώτο πρόσωπο, με τον Μελισσινό και τη Μάρω να μιλούν εναλλάξ, με φωνές διακριτές, μέχρι που και αυτές αναμιγνύονται δημιουργώντας μια νέα αλήθεια. Πρόκειται για το πέμπτο πεζογραφικό βιβλίο της Βάσιας Τζανακάρη και το πρώτο της μετά από ένα διάλειμμα έξι ετών.