Η εικόνα του αστυνομικού που καταστρέφει την ανθοδέσμη που κατατέθηκε στην μνήμη του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου περιγράφει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τη στάση της αστυνομίας. Όχι μόνο την ημέρα της επετείου αλλά γενικότερα την περίοδο της διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Είναι μια κίνηση υβριστική και προκλητική, μια επίδειξη δύναμης απέναντι σε έναν αόρατο εχθρό που μέσα από την άκριτη επιβολή γίνεται ορατός. Είναι ένας εχθρός που ξεπερνά τον διαδηλωτή ή αυτόν που απλά θέλησε να καταθέσει ένα λουλούδι στο μνημείο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Η καταστροφή της ανθοδέσμης στην πραγματικότητα περιγράφει την επιθυμία να ποδοπατηθεί η κάθε ένδειξη κοινωνικής ευαισθησίας, το κάθε αντανακλαστικό αλληλεγγύης που σπρώχνει έναν άνθρωπο στην ενσυναίσθηση.
Είναι μια πράξη ακραίας σκληρότητας ακριβώς γιατί επιβάλει την σκληρότητα ως τον μόνο κοινωνικά και πολιτικά αποδεκτό τρόπο θέασης των πραγμάτων. Με κάποιον τρόπο έρχεται να συναντήσει τους πανηγυρισμούς των μελών της κυβέρνησης για τις επιδόσεις της στο μέτωπο της πανδημίας, ενώ 100 άνθρωποι πεθαίνουν κάθε μέρα. Την παλαιότερη στάση της στα σύνορα όταν απωθούσε παράνομα εξαθλιωμένους ανθρώπους, χωρίς να εξετάσει καν τα αιτήματά τους. Το απενοχοποιημένο κυνισμό που τόσο καλά εκφράζει ο νεοφιλελευθερισμός σε οικονομικό επίπεδο και επίπεδο δημόσιας διοίκησης και ο ριζοσπαστικός συντηρητισμός σε επίπεδο δικαιωμάτων και σε επίπεδο καθημερινότητας. Είναι ένας κυνισμός που τυπικά δεν παρανομεί και επιδεικνύει την σκληρότητά του σε όλο της το μέγεθος ως απόδειξη ισχύος και επιβολής, ως μήνυμα προς όλα τα επίπεδα για αυτό που είναι και για αυτό που θα έρθει, ως δήλωση για το πώς αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο και την κοινωνία.
Και φυσικά η ύβρις ξεπερνά κατά πολύ το επίπεδο του κοινωνικού. Στην πραγματικότητα είναι μια κίνηση βίας απέναντι στον νεκρό και απέναντι στο θρήνο. Μια ύβρις που φτάνει πολύ βαθύτερα. Η ανωνυμία του ανθρώπου που άφησε την ανθοδέσμη, καθιστά την προσβολή της καταστροφής της ως μια πράξη που απευθύνεται στο σύνολο αυτών που θέλησαν να θρηνήσουν για τον θάνατο ενός 15χρονου παιδιού. Είναι η άρνηση απέναντι σε ολόκληρη την κοινωνία να θέσει τα ηθικά της όρια και να εκφράσει τη συλλογική της συναισθηματική ταυτότητα. Η άρνηση της επούλωσης μιας πληγής που μένει ανοιχτή στην μνήμη. Και μαζί η επίδειξη του χλευασμού και της βίας απέναντι σε ό, τι μας καθιστά ανθρώπινους. Η άρνηση απέναντι στο ανθρώπινο κομμάτι του ανθρώπου που σήμερα επιτηρείται από την αστυνομία στις καραντίνες.
Η επίσημη στάση της αστυνομίας είναι πως ο αστυνομικός υπερέβαλε. Στην πραγματικότητα όμως ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη δικαιολόγησε απόλυτα τη στάση της αστυνομία μέσα από τα επιχειρήματά του στη βουλή. Όχι την πράξη καθ’ αυτή αλλά όσα η πράξη εκφράζει. Μέσα από fake news, παραποιήσεις και αποσιωπήσεις και μέσα από την αρωγή των μέσων ενημέρωσης ο υπουργός κατασκεύασε μια εικόνα για τους υφισταμένους του, που στην πραγματικότητα δικαιολογεί όσα αυτός αποσιώπησε. Τη βία και την αυθαιρεσία, την απόλυτη έλλειψη ορίου στην επίδειξη της σκληρότητας, το φορτίο της εξουσίας που ασκείται καθημερινά με τον πιο ακραίο τρόπο απέναντι σε όποιον σταθεί άτυχος απέναντι στις τροχοφόρες συμμορίες που έχει κατασκευάσει. Σε αυτό, βεβαίως, θέλησε να εμπλέξει και τον πολίτη καθιστώντας τον ουσιαστικά συνένοχο. Τον πολίτη που τον χειροκροτά και τους δίνει συγχαρητήρια για το έργο του. Για όσα στοιχεία του έργου αναφέρει ταυτίζοντας αυτό που επιθυμεί με όσα πραγματικά συμβαίνουν. Αλλά μαζί για όσα δεν αναφέρει αλλά μαρτυρούν εκατοντάδες βίντεο, περιγραφές και δηλώσεις. Τα σπασμένα κεφάλια, η διαπόμπευση των ξεγυμνωμένων πολιτών, τα καθημερινά βασανιστήρια στα αστυνομικά τμήματα. Η αποσιώπηση στοιχείων που έτσι και αλλιώς είναι προσβάσιμα σε όλους, είναι και αυτή μια επίδειξη ισχύος. Μια χειρονομία που λέει πως μπορεί να κάνει ό, τι θέλει χωρίς κανένα κόστος.
Και ναι μπορεί να λέει ό, τι θέλει. Την ίδια στιγμή, χίλια λουλούδια ανθίζουν κάτω από την μπότα της πιο έξαλλης αστυνόμευσης έτοιμα να της πνίξουν το βήμα.