Η πανδημία αποτέλεσε στη Σουηδία «λυδία λίθο», αναφορικά με τη βίαιη μετάβαση και, τελικά, την απόλυτη κυριαρχία της οικονομίας της αγοράς σε ένα κράτος που έχει χτιστεί και δομηθεί στα σοσιαλδημοκρατικά πρότυπα: Φαίνεται ξεκάθαρα πλέον ότι η αποτυχία του παραπάνω πειράματος είναι, για τους πολίτες, παταγώδης. Το μαρτυρούν οι πάνω από 7.800 νεκροί, δηλαδή 775 ανά εκατομμύριο κατοίκων, συγκριτικά με 372 που έχει σήμερα η Ελλάδα, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων είναι ηλικιωμένοι. Το μαρτυρά το χάος που επικρατεί ανάμεσα στις υπηρεσίες που παραμένουν σε δημόσιο έλεγχο και των υπηρεσιών που παρέχουν εταιρείες που πουλήθηκαν σε ιδιώτες. Το παραδέχθηκε η ίδια η κυβέρνηση της χώρας, την Πέμπτη το βράδυ το παραδέχθηκε επίσημα κι ο βασιλιάς της.
Οι νόμοι της αγοράς λένε, σε ποιους άραγε, ότι δεν χρειάζεται να αποθηκεύονται προμήθειες, αν δεν χρησιμοποιούνται. Έτσι η Σουηδία βρέθηκε στην αρχή της πανδημίας χωρίς μάσκες και γάντια. Ήταν εξευτελιστικό για ένα από τα μεγαλύτερα πανεπιστημιακά νοσοκομεία της Ευρώπης, το Akademiska Sjukhuset, στην Ουψάλα, να δανείζεται μάσκες και γάντια όχι από τις ιατρικές σχολές, απ’ αυτές τα είχε ήδη πάρει, αλλά από τα εργαστήρια χημείας του πανεπιστημίου.
Οι νόμοι της αγοράς λένε ότι δεν χρειάζεται να πληρώνει κάποιος προσωπικό, αν δεν του είναι τελείως απαραίτητο. Οι ωρομίσθιες νοσοκόμες και οι νοσηλευτές, τους οποίους ιδιωτικές εταιρείες υπενοικιάζουν στο κράτος, κατέληξαν άθελά τους να γίνουν δημόσιος κίνδυνος, καθώς, για να συμπληρώσουν το μηνιάτικο τους, γύριζαν από οίκο ευγηρίας σε οίκο ευγηρίας και από κλινική σε κλινική, μεταφέροντας τον ιό.
Οι νόμοι της αγοράς λένε ότι τα ιδιωτικοποιημένα κέντρα υγείας αν δεν δίνουν κέρδος, κλείνουν. Οι γιατροί και οι νοσοκόμοι σε σχολεία και τόπους εργασίας δεν υπάρχουν πια, όχι τουλάχιστον τόσοι όσοι χρειάζονται, με αποτέλεσμα όλο αυτό το βάρος να έχει πέσει στα υποστελεχωμένα νοσοκομεία.
Όμως, το ότι «οι νόμοι της αγοράς» δεν αναφέρουν πως μία χώρα που έχει να πολεμήσει 250 χρόνια, δεν χρειάζεται να διατηρεί τόσο καλά εξοπλισμένο στρατό, μάλλον είναι ένα τελείως διαφορετικό ζήτημα.
Οι Σουηδοί είναι πάρα πολύ καλόπιστοι άνθρωποι. Όταν συνειδητοποίησαν ότι στη σημερινή κοινωνία αυτό μπορεί να λειτουργήσει ως μειονέκτημα, δημιούργησαν μια έκφραση που χρησιμοποιούν μεταξύ τους, όταν θέλουν να δείξουν την αμφιβολία για κάτι. Λένε «ας μην είμαστε πολύ γαλανομάτηδες». Αυτό που δεν αμφισβητούν, όμως, είναι η υπακοή στους νόμους του κράτους και στις οδηγίες των ειδικών, τους οποίους επιλέγει το κράτος. Δεν χρειάστηκε ιδιαίτερη προσπάθεια για να πεισθούν να κρατούν αποστάσεις, να αποφεύγουν το συνωστισμό, έχουν μάθει να δουλεύουν από το σπίτι, έχουν άλλωστε όλη την υποδομή. Ήταν αδιανόητο να αμφισβητήσουν τα λόγια του βασιλιά και του πρωθυπουργού τους όταν, τον Μάρτιο, τους είπαν «ετοιμαστείτε να θρηνήσετε νεκρούς στο περιβάλλον σας». Το έκαναν κι αυτό και συνεχίζουν να το κάνουν. Αυτό που δεν δέχονται, όμως, είναι να αμφισβητηθούν τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα τους. Στη Σουηδία δεν μπορεί να επιβληθεί λοκντάουν, επειδή κανένας δεν μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει η φράση «απαγόρευση κυκλοφορίας», είναι κάτι που δεν γίνεται. Η συζήτηση που άρχισε με θέμα την αναστολή κάποιων άρθρων του συντάγματος, προκειμένου να επιβληθεί λοκντάουν, σταμάτησε σχεδόν αμέσως. Για να παρθούν τα όποια μέτρα έχουν παρθεί, επιστρατεύτηκαν νόμοι για τον περιορισμό του αλκοόλ, για παράδειγμα, προκειμένου να κλείνουν τα εστιατόρια συγκεκριμένη ώρα, ή ξεθάφτηκαν κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς για την απαγόρευση δημόσιων συναθροίσεων, όπως συναυλίες και αθλητικές εκδηλώσεις. Η χρήση μάσκας όχι μόνον δεν είναι υποχρεωτική, αλλά, σύμφωνα με όσα είπε στην «Εποχή» μόνιμη κάτοικος της Στοκχόλμης, «ο προϊστάμενός μου μού έκανε παρατήρηση που φόραγα μάσκα, λέγοντάς μου ότι αυτή είναι αντικοινωνική συμπεριφορά». Ενώ άλλη Σουηδή, μεγάλης ηλικίας, είπε στην «Εποχή» ότι «οι μάσκες δίνουν άλλοθι στην κυβέρνηση να μην βάζει περισσότερα λεωφορεία». Επέμενε, όμως, να υπερασπίζεται τη χώρα της και να μας λέει ότι η κατάσταση δεν είναι τόσο κακή όσο παρουσιάζεται, κάνοντας συγκρίσεις με το Βέλγιο.
Αυτό το κομφούζιο έγινε αφορμή να ακούγεται όλο και πιο δυνατά πλέον η φωνή των ακροδεξιών, οι οποίοι ενώ πριν ένα χρόνο παρουσίαζαν στασιμότητα, αν όχι και μείωση των ποσοστών τους, τώρα επανήλθαν. Εκμεταλλευόμενοι, μάλιστα, τη διαμάχη των κομμάτων του σοσιαλιστικού με το συντηρητικό πολιτικό μπλοκ, μπήκαν δυναμικά στο πολιτικό παιχνίδι της πρώτης γραμμής. Τα κόμματα της Αριστεράς (σοσιαλδημοκράτες, οικολόγοι και Αριστερά) κατηγορούν τους συντηρητικούς, που έχουν την πλειοψηφία στους δήμους και τις περιφέρειες, λέγοντας ότι τα χρήματα που παίρνουν από το κράτος τα διαχειρίζονται με «εταιρική λογική», με την Αριστερά να υπερθεματίζει, ενώ τα κόμματα του συντηρητικού μπλοκ κατηγορούν την κυβέρνηση για το χάος που επικρατεί. Το παράξενο είναι ότι στην κυβέρνηση μειοψηφίας της Σουηδίας βρίσκονται οι Σοσιαλδημοκράτες με τους Οικολόγους, και την ανοχή ενός μικρού συντηρητικού κόμματος, ενώ η Αριστερά στο περιθώριο.
Ποτέ η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Στέφαν Λέφβεν δεν είπε, επίσημα, ότι ακολουθεί την τακτική της ανοσίας αγέλης. Πρακτικά το έκανε. Είπε, όμως, ότι με την τακτική που ακολουθεί, δεν θα υπάρξει στη χώρα δεύτερο κύμα πανδημίας. Πρακτικά υπάρχει. Και τα θύματα είναι οι άνθρωποι που έχτισαν ένα κράτος με ανθρώπινες προδιαγραφές και τώρα, που το χρειάζονται, τους αντιμετωπίζει με όρους αγοράς.