Σκίτσο του Χ. Πικριδά
Η φετινή συζήτηση για τον Προϋπολογισμό δεν ήταν μια βαρετή τελετουργία, της οποίας όλοι γνωρίζουμε εκ των προτέρων την κατάληξη. Δεν επιφύλαξε ιδιαίτερες εκπλήξεις, απεικόνισε, όμως, την πολιτική κατάσταση όπως διαμορφώνεται αυτή τη στιγμή.
Η κυβέρνηση, έκδηλα ανήσυχη για τις αρνητικές επιπτώσεις που έχουν τα υγειονομικά και οικονομικά-κοινωνικά αποτελέσματα των επιλογών της στην αντιμετώπιση της πανδημίας, ιδιαίτερα μετά τις τραγικές συνέπειες του δεύτερου κύματος, βρίσκεται σε αναμφισβήτητη θέση άμυνας, για πρώτη φορά στη θητεία της, με το σύνολο της αντιπολίτευσης απέναντί της.
Το παράδοξο που δεν είναι παράδοξο
Με την κοινωνική δυσαρέσκεια να γίνεται όλο και πιο φανερή, ακόμα και στο δικό της χώρο επιρροής, στις συνήθως καθησυχαστικές για τη ΝΔ δημοσκοπήσεις, η κυβέρνηση παίρνει μηνύματα δυσάρεστα για την αποτελεσματικότητα της επιθετικής τακτικής με την οποία εφαρμόζει, διαφημίζει και υποστηρίζει την πολιτική της στα τρία μεγάλα θέματα της περιόδου, τα οποία, με διαφορετικό τρόπο, καίνε τους πάντες: πανδημία, οικονομία, εξωτερική πολιτική.
Αυτή η κατάσταση απεικονίστηκε με ανάγλυφο τρόπο στη συζήτηση για τον Προϋπολογισμό. Το αξιοσημείωτο είναι ότι η κυβέρνηση επέλεξε να την αντιμετωπίσει με έναν τρόπο παράδοξο από πρώτη ματιά. Δηλαδή, με μια σκληρή άμυνα-υπεράσπιση της πολιτικής της, με επιμύθιο τον ισχυρισμό ότι όλα όσα έκανε ήταν καλώς καμωμένα. Ότι όλοι οι εθνικοί δείκτες, υγειονομικοί και οικονομικοί, είναι οι καλύτεροι, σχεδόν, του κόσμου. Ψήγματα ανέξοδης αυτοκριτικής, που είχαν επιχειρηθεί σε δύσκολες για την κυβέρνηση στιγμές, δεν έκαναν την εμφάνισή τους.
Η πρώτη αυθόρμητη σκέψη είναι ότι αυτό θα έκανε όποιος βρισκόταν μπροστά σε μια παρόμοια κατάσταση. Αν δεν αμυνθείς σκληρά, κινδυνεύεις με σπάσιμο της αμυντικής γραμμής σου. Υπάρχει, ωστόσο, και η δυνατότητα του ελιγμού. Γιατί δεν την επέλεξε η κυβέρνηση, παρότι η εμμονή στη σκληρή επιλογή της τη φέρνει, αν όχι σε αντίθεση, σε πλήρη διάσταση με ό,τι βιώνει αυτή την ώρα η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού;
Για το μεγάλο σχέδιο ανησυχούν
Εκείνο που την ανησυχεί πραγματικά, δεν είναι μήπως προκληθούν ρωγμές στην αμυντική διάταξη σήμερα, αλλά σοβαρές βλάβες στο επιθετικό σχέδιό της, που ξεδιπλώνεται ήδη εν μέσω πανδημίας και σχεδιάζεται να δοξαστεί κατά την έξοδο απ’ αυτήν. Αυτό που στα μάτια μας φαίνεται σαν παράδοξο, είναι η ψυχή της στρατηγικής της. Αυτό που κυρίως την ενδιαφέρει, είναι η στιγμή της εξόδου από την κρίση, σε τι κατάσταση θα βγαίνουμε απ’ αυτήν και όχι πώς θα τη διαβούμε με τις λιγότερες δυνατές απώλειες. Με ανοχή της πολιτικής που μας επιβλήθηκε ή με αμφιβολίες ή και αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητάς της; Γι’ αυτό ο κ. Σταϊκούρας και ο κ. Μητσοτάκης αφιέρωσαν χρόνο για να πείσουν ότι αυτό που μετράει, είναι το ευτυχισμένο μέλλον που μας ετοιμάζουν. Ο τελευταίος, μάλιστα, φρόντισε δύο φορές να μας επισημάνει ότι έρχεται πολύ σύντομα και δεν θα χρειαστούν άλλα, δυσάρεστα γι’ αυτούς, μέτρα πέρα από το πρώτο τρίμηνο του 2021. (Στην ανάγκη, αν δεν πεισθούμε, υπάρχει και ο κ. Χρυσοχοΐδης…)
Αυτή η επισήμανση του πρωθυπουργού αποκαλύπτει και τη λογική με την οποία δομείται και η πολιτική αντιμετώπισης της υγειονομικής και οικονομικής κρίσης: τόσα μόνο μέτρα, ώστε μετά την κρίση να μη βρεθούμε με «πεταμένα λεφτά» και δημοσιονομικά «βαρίδια» τόσο στο ΕΣΥ, όσο και στα δημόσια αγαθά και την κοινωνική πολιτική. Όσο για τις εργασιακές σχέσεις, ήδη το έδαφος της κρίσης κρίνεται εύφορο για την πλήρη αποδιάρθρωσή τους και η πολυδιαφημισμένη έκθεση Πισσαρίδη προδιαγράφει το χειρότερο μέλλον γι’ αυτές, θυσία στην ανάπτυξη για ελάχιστους, που απαιτεί «όλα τα λεφτά» για τους ιδιώτες μεγαλοεπενδυτές. Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, οι αυτοαπασχολούμενοι νιώθουν ήδη καυτή την ανάσα αυτής της επιλογής στο σβέρκο τους.
Η παραμικρή παραδοχή σφάλματος αυτή τη στιγμή, ακόμα και για λόγους τακτικής, βάζει σε κίνδυνο το κυρίως σχέδιο και την υπόγεια σύνδεσή του με τη σημερινή πολιτική αποφυγής οποιασδήποτε παρέμβασης για την αντιμετώπιση της κρίσης, η οποία θα ξέφευγε από τα όρια που το νεοφιλελεύθερο σχέδιο επιβάλλει. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί σε ένα βαθμό η εμμονή της κυβέρνησης σε μια επιχειρηματολογία, που τη φέρνει σε αντίθεση με τα ίδια τα τραυματικά βιώματα της πλειονότητας του πληθυσμού.
Να μη χαθεί η καταλληλότερη στιγμή
Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση, θα περίμενε κανείς από την αντιπολίτευση, και πρώτιστα από την αξιωματική, να μην περιοριστεί στη σκληρή κριτική τής ως τώρα κυβερνητικής πολιτικής και του Προϋπολογισμού που την εμπεδώνει, αλλά να αναπτύξει με σαφέστερο και πειστικό τρόπο –είναι η καταλληλότερη στιγμή– την πλήρη δική της αντίπαλη πρόταση, το αντίπαλο σχέδιο και όραμα, όχι μόνο για το 2021, γιατί δεν κρίνεται αυτό τούτη τη στιγμή, αλλά για τα επόμενα δέκα χρόνια. Αυτό, όμως, υπήρξε αγαθό εν ανεπαρκεία στη συζήτηση για τον Προϋπολογισμό (αν εξαιρέσουμε το ΚΚΕ, βέβαια, που αναφέρεται πάντα στο αντίπαλο μέλλον που οραματίζεται, αλλά αποφεύγει να το συνδέσει με το άμεσο πολιτικό καθήκον). Το κενό ήταν επικίνδυνα φανερό, αποκαλύπτοντας έλλειψη επαρκούς προετοιμασίας και αποφασιστικότητας για κρίσιμες επιλογές που την προϋποθέτουν.
Σε όλα αυτά, αν προσθέσουμε την έλλειψη συνειδητοποίησης από την πλευρά της αντιπολίτευσης ότι ο επόμενες εκλογές θα γίνουν με απλή αναλογική και ότι, για να μην καούν μαζί με την απλή, όπως επιθυμεί η ΝΔ, χρειάζεται να προσφέρουν την εναλλακτική ορατή πολιτική διέξοδο από το νεοφιλελεύθερο τούνελ σε δημοκρατική και προοδευτική κατεύθυνση, τότε το δυσάρεστο μήνυμα που έχει λάβει το Μαξίμου, μπορεί να αποδειχθεί υπερβολικό και να μην αφήσει πίσω του παρά μόνο ένα φόβο που, πάει, πέρασε. Η ακροτελεύτια αναφορά της κ. Γεννηματά στην ανάγκη μιας νέας, δημοκρατικής και προοδευτικής κυβέρνησης, καθώς και η πρόνοια του Αλ. Τσίπρα να μην την αφήσει να πέσει κάτω, δεν αρκούν. Θα μοιάζουν με ασήμαντα επεισόδια σε ένα δράμα με εκατομμύρια πρωταγωνιστές, χωρίς την κάθαρση.