Είκοσι χρόνια από την ψήφιση του Πρωτοκόλλου του Παλέρμο
Στις 15 Νοεμβρίου συμπληρώθηκαν είκοσι χρόνια από τότε που η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε το Πρωτόκολλο του Παλέρμο για την «εμπορία ανθρώπων», γνωστής και ως τράφικινγκ. Το τράφικινγκ είναι ένα εκτεταμένο παγκόσμιο φαινόμενο που αφορά την εκμετάλλευση ευάλωτων ανθρώπων –κυρίως γυναικών και κοριτσιών– με σκοπό το κέρδος. Σύμφωνα με το Διεθνές Γραφείο Εργασίας, τα θύματα αυτής της «σύγχρονης δουλείας» ανέρχονταν, το 2016, σε 40,3 εκατομμύρια, εκ των οποίων 24,8 εκατομμύρια ήταν σε καταναγκαστική εργασία και 15,4 εκατομμύρια σε καταναγκαστικούς γάμους, με το ποσοστό των παιδιών στο σύνολο των θυμάτων να είναι 25% (10,1 εκατομμύρια). Το 71% των θυμάτων της εμπορίας ανθρώπων ήταν γυναίκες και κορίτσια, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στα 4,8 εκατομμύρια των θυμάτων καταναγκαστικής σεξουαλικής εκμετάλλευσης έφτανε το 99%. Δεν έχω υπόψη μου ούτε παλαιότερα, ούτε νεώτερα στοιχεία που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την αξιολόγηση της συμβολής του πρωτοκόλλου του Παλέρμο στην αποτελεσματική αντιμετώπιση ή έστω στον σημαντικό περιορισμό της εγκληματικής αυτής δραστηριότητας. Όμως, ενώ όλοι οι ειδικοί αναγνωρίζουν τις φιλότιμες προσπάθειες ορισμένων κυβερνήσεων, ανθρωπιστικών οργανώσεων και αστυνομικών υπηρεσιών στην πάταξή τους, θεωρούν αδύνατη την επίτευξη του στόχου των Ηνωμένων Εθνών να εξαλειφθεί το φαινόμενο ως το 2030.
Πέρα από τα όσα –έστω και περιορισμένα– θετικά στοιχεία του πρωτοκόλλου του Παλέρμο, υπάρχουν και κάποιες σοβαρές αρνητικές παρενέργειές του, που οφείλονται στην ασάφεια των όρων «εκμετάλλευση» και «τρωτότητα», καθώς και στην διεσταλμένη ερμηνεία του όρου «εμπορία ανθρώπων» από τις διάφορες αρμόδιες εθνικές αρχές, σύμφωνα με την οποία αυτή μπορεί να περιλαμβάνει την παροχή βοήθειας στους πρόσφυγες και μετανάστες και την μη καταναγκαστική εργασία στο σεξ. Τα συγκεκριμένα θέματα απασχολούν τους συγγραφείς των δύο άρθρων που φιλοξενούμε στις σημερινές Ιδέες, και τα οποία περιλαμβάνονται σε αφιέρωμα της παγκόσμιας διαδικτυακής πλατφόρμας open Democracy με τίτλο «Twenty years of trafficking: taking stock of the world the Palermo Protocol built» [Είκοσι χρόνια τράφικινγκ: αποτίμηση του κόσμου που έχτισε το Πρωτόκολλο του Παλέρμο]. (www.opendemocracy.net/en/beyond-trafficking-and-slavery/twenty-years-trafficking-taking-stock-world-palermo-protocol-built).
Χ.Γο.
Μια χαμένη ευκαιρία
για να μπει τέλος στην εμπορία ανθρώπων
Του Μάικ Ντότριτζ
Οι δύο δεκαετίες που έχουν περάσει από τότε που τα Ηνωμένα Έθνη υιοθέτησαν το πρωτόκολλο κατά της εμπορίας ανθρώπων (Πρωτόκολλο των Ηνωμένων Εθνών για την πρόληψη, καταστολή και τιμωρία της εμπορίας ανθρώπων [τράφικινγκ], ιδιαίτερα των γυναικών και των παιδιών, το οποίο συμπληρώνει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του διακρατικού οργανωμένου εγκλήματος) είναι ένα ικανοποιητικό χρονικό διάστημα για να σχολιαστούν τα βασικότερα σημεία αυτών που πήγαν καλά και αυτών που πήγαν λάθος.
Κατά την διάρκεια αυτών των δεκαετιών η διεθνής κοινότητα θα μπορούσε να έχει κάνει μεγάλα βήματα για να μπει ένα τέλος στις μορφές εκμετάλλευσης που περιγράφονται στο πρωτόκολλο ως εμπορία ανθρώπων, δηλαδή «η εκμετάλλευση της εκπόρνευσης τρίτων ή άλλων μορφών σεξουαλικής εκμετάλλευσης, καταναγκαστικής παροχής εργασίας ή υπηρεσιών, ή δουλείας, ή άλλες πρακτικές παρεμφερείς προς τη δουλεία, την δουλοπαροικία ή την αφαίρεση οργάνων».
Όμως, ο απολογισμός αυτών των είκοσι χρόνων δείχνει κάτι άλλο. Τούτο σε ένα βαθμό οφείλεται στο γεγονός ότι το πρωτόκολλο κατά του τράφικινγκ ήταν συνδεδεμένο με μια σύμβαση κατά του οργανωμένου εγκλήματος, καθώς και με ένα άλλο πρωτόκολλο που είχε στόχο την δίωξη των «λαθρεμπόρων ανθρώπων» που βοηθούν τους μετανάστες να περνούν παράνομα τα σύνορα. Τα περισσότερα μέτρα που έχουν ληφθεί από το 2000 μέχρι σήμερα εστιάζονται στην ενίσχυση των υπηρεσιών επιβολής του νόμου και την δίωξη των εγκληματιών. Δεν αντιμετώπισαν τις αιτίες της εκμετάλλευσης, ούτε προσπάθησαν να την μειώσουν. Επιπλέον, το πρωτόκολλο κατά της παράνομης διακίνησης μεταναστών δυσκόλεψε την διάκριση μεταξύ των αφιλοκερδών μεσαζόντων που βοηθούν τους άτυπους μετανάστες να διασχίζουν τα σύνορα και των απατεώνων που τους εκμεταλλεύονται, με αποτελέσματα να νομιμοποιούνται οι προσπάθειες ταύτισης από τις διάφορες κυβερνήσεις αυτών των δύο κατηγοριών. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, τις περασμένες δύο δεκαετίες οι πλουσιότερες χώρες του κόσμου υιοθέτησαν ένα ευρύ φάσμα μέτρων με στόχο την παρεμπόδιση της εισόδου στο έδαφός τους προσφύγων και παράνομων μεταναστών.
Το πρωτόκολλο για την εμπορία ανθρώπων επικεντρώνεται σε μια, υποτίθεται, εντελώς διαφορετική μορφή κακομεταχείρισης: την στρατολόγηση (που ορισμένες φορές είναι διασυνοριακή) ανθρώπων (γυναικών και κοριτσιών, αλλά και ανδρών και αγοριών) «με σκοπό την εκμετάλλευση». Η παγκόσμια υιοθέτησή του οδήγησε σε πολυάριθμες εθνικές νομοθετικές μεταρρυθμίσεις και στην κατάρτιση δεκάδων χιλιάδων αστυνομικών σε θέματα ταυτοποίησης και διερεύνησης του εγκλήματος της εμπορίας ανθρώπων. Είχε, επίσης, ως αποτέλεσμα την αύξηση των διώξεων και των καταδικαστικών αποφάσεων εις βάρος των διακινητών. Όμως, οι δομικές αιτίες της εκμετάλλευσης εξακολουθούν να μην αντιμετωπίζονται: οι τεράστιες ανισότητες εισοδήματος και εξουσίας εντός και μεταξύ των χωρών, η συστηματική διάκριση που υπάρχει σε όλον τον κόσμο εις βάρος των μεταναστών εργατών, και η συνεχιζόμενη τάση εγκατάλειψης των συμβατικών εργασιακών σχέσεων και της ρύθμισης της αγοράς εργασίας.
Φύλλο συκής της καταστολής
Στην πράξη, πολλές ενέργειες που έγιναν στο όνομα της αποτροπής της εμπορίας ανθρώπων είχαν ως αποτέλεσμα να βλάψουν τους μετανάστες και τα άλλα θύματα του τράφικινγκ. Διάφορα μέτρα κατά των παράτυπων μεταναστών έχουν κατ’ επανάληψη παρουσιαστεί από τους πολιτικούς ως «διασώσεις» θυμάτων αυτών των εγκληματικών πράξεων. Οι πλούσιες χώρες αξιοποίησαν το ζήτημα του τράφικινγκ για να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα εις βάρος των ίδιων εκείνων ανθρώπων που ισχυρίζονται ότι προστατεύουν. Αρκετές χώρες έχουν χρησιμοποιήσει τις ατζέντες τους κατά της εμπορίας ανθρώπων και κατά της σύγχρονης δουλείας σαν φύλλο συκής των κατασταλτικών πολιτικών που εφαρμόζουν, οι οποίες παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Την επομένη των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στη Νέα Υόρκη και την Ουάσινγκτον, οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκίνησαν την εκστρατεία κατά της εμπορίας ανθρώπων, ενώ ταυτόχρονα έθεσαν σε εφαρμογή τη δική τους εκδοχή της «Nacht und Nebel» [Νύχτα και Ομίχλη] του Χίτλερ[1], προκαλώντας τον τρόμο με εξαφανίσεις και βασανιστήρια. Το Ηνωμένο Βασίλειο άρχισε να εστιάζει την προσοχή του στη «σύγχρονη δουλεία» αφότου η κυβέρνησή του έθεσε ως προτεραιότητα την δημιουργία ενός «εχθρικού περιβάλλοντος» για τους μετανάστες και την απέλαση όσο το δυνατόν περισσότερων από αυτούς.
Πολλές κυβερνήσεις υπήρξαν επιλεκτικές ως προς τις μορφές της εκμετάλλευσης που επιθυμούσαν να παταχθούν από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης των χωρών τους. Πριν ακόμα οριστικοποιηθούν οι διατάξεις του πρωτοκόλλου για την εμπορία ανθρώπων, είχε γίνει σαφές ότι οι ΗΠΑ, η Σουηδία και αρκετές άλλες χώρες ήθελαν να βάλουν ένας τέλος γενικώς στην πορνεία (με τον ισχυρισμό ότι οι περισσότερες εργαζόμενες στο σεξ ήταν θύματα τράφικινγκ). Όπως ήταν αναμενόμενο, οι μη καταναγκαστικά εργαζόμενες στο σεξ διαμαρτυρήθηκαν λέγοντας ότι τα μέτρα κατά του τράφικινγκ θα τους στερήσουν το εισόδημά τους και θα τις αναγκάσει να στραφούν σε πιο επικίνδυνες εργασιακές σχέσεις. Στις δύο δεκαετίες που έχουν περάσει από τότε που ψηφίστηκε το πρωτόκολλο του Παλέρμο δεν έχουν επιλυθεί οι διαφορές που υπάρχουν στο συγκεκριμένο θέμα μεταξύ των σταυροφόρων κατά της πορνείας και εκείνων που έχουν διαφορετική γνώμη.
Η προκατάληψη κατά του σεξ επί πληρωμή είναι λιγότερο κυρίαρχη σήμερα από όσο ήταν το 2010. Επιπλέον, το Διεθνές Γραφείο Εργασίας θέσπισε, το 2011, μια σύμβαση για τις οικιακές βοηθούς και, το 2014, ένα πρωτόκολλο για την καταναγκαστική παροχή εργασίας (συμπληρώνοντας την αρχική Σύμβαση για την καταναγκαστική παροχή εργασίας του 1930). Θεωρητικά αυτές οι δύο νομοθετικές παρεμβάσεις θα έπρεπε να έχουν ως αποτέλεσμα την ανάληψη περισσότερων δράσεων για την προστασία των μεταναστριών εργατριών που εξαναγκάζονται να παρέχουν εργασία, όχι μόνο στα σπίτια ιδιωτών, αλλά και στα εργοστάσια, στους αγρούς ή στη θάλασσα. Παρ’ όλα αυτά, η εφαρμογή τους επηρεάστηκε για άλλη μια φορά από τις προτεραιότητες και τις διαθέσεις των κυβερνήσεων. Επίσης, οι μεγάλες επιχειρήσεις ασχολήθηκαν περισσότερο με τα μέτρα που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να λάβουν σύμφωνα με τις Κατευθυντήριες Αρχές των Ηνωμένων Εθνών για τις Επιχειρήσεις και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (2011). Τα μέτρα αυτά παρέκλιναν σε ανησυχητικό βαθμό από την υποχρέωσή τους να δηλώνουν δημόσια τις ενέργειες που κάνουν προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι προμηθευτές τους δεν εκμεταλλεύονται τους εργάτες που απασχολούν. Μέχρι σήμερα, αυτές οι δηλώσεις, που μπορούν να φιλοτεχνούνται έτσι ώστε να φαίνονται θαυμάσιες, πολύ λίγα πράγματα έχουν αποκαλύψει για όσα συμβαίνουν στην πράξη.
Τα παθήματα δεν έγιναν μαθήματα
Πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια δολαρίων και ευρώ που προέρχονται από τη φορολογία πολιτών και επιχειρήσεων στις βιομηχανικές χώρες έχουν διατεθεί για την χρηματοδότηση προγραμμάτων σε όλο τον κόσμο, που έχουν στόχο «να βάλουν ένα τέλος στο τράφικινγκ» ή «να σταματήσουν τη σύγχρονη δουλεία». Όμως αυτά τα προγράμματα, αντί να βασιστούν στη γνώση και την εμπειρία, ανακαλύπτουν για άλλη μια φορά τον τροχό. Αντί να επιλέξουν τους πιο αποτελεσματικούς εταίρους και εκείνες τις μεθόδους που έχουν τις περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας, πολλές κυβερνήσεις προτιμούν να διοχετεύουν τις χρηματοδοτήσεις σε οργανισμούς που έχουν μια ιδεολογία την οποία εγκρίνουν. Εκατοντάδες εκατομμύρια δολαρίων διοχετεύτηκαν σε χριστιανικές οργανώσεις, υποτάσσοντας στην πραγματικότητα τις ατζέντες κατά του τράφικινγκ και κατά της δουλείας στις χριστιανικές εκκλησίες.
Τα προγράμματα για την καταπολέμηση του τράφικινγκ έχουν επίσης ένα μειονέκτημα που αφορά τον τρόπο με τον οποίο κατανέμονται. Συνήθως τα παίρνουν αυτοί που κάνουν την φθηνότερη προσφορά και όχι οι ομάδες που έχουν μια πραγματική εμπειρία, με αποτέλεσμα το άπειρο προσωπικό των πρώτων συχνά δεν είναι ενημερωμένο για την εμπειρία του παρελθόντος ή απλώς την αγνοεί. Υπάρχουν φορές που τα παθήματα δεν έγιναν μαθήματα. Ο χρονικός ορίζοντας των επιμέρους προγραμμάτων είναι γενικά μικρός και έτσι αυτά σπάνια πετυχαίνουν τους στόχους τους. Το αποτέλεσμα είναι ότι μετά από δύο δεκαετίες εξακολουθεί να είναι συνηθισμένο να διαβάζουμε ή να ακούμε σχόλια όπως «δεν είχαμε τον χρόνο να μάθουμε ποιο μέτρο είναι αποτελεσματικό».
Τα προγράμματα για την καταπολέμηση του τράφικινγκ ήταν επίσης ένα εργαλείο της προσέγγισης «διαίρει και βασίλευε» που οι ισχυρές κυβερνήσεις μετέφεραν στο σύστημα των Ηνωμένων Εθνών, σύμφωνα με την οποία διάφορες οργανώσεις του συγκεκριμένου συστήματος να ανταγωνίζονται μεταξύ τους αντί να επιδιώκουν τη συντονισμένη αναζήτηση και εφαρμογή της βέλτιστης πρακτικής. Πράγματι, η ίδια η φράση «βέλτιστη πρακτική» υπονομεύτηκε από τον εξωραϊσμό των μεθόδων καταπολέμησης του τράφικινγκ που εφαρμόζουν διάφοροι οργανισμοί – δεν υπάρχει κάποιο διεθνές φόρουμ στο οποίο να συζητούνται όλα αυτά τα ζητήματα.
Μεγάλα ποσά για την αντιμετώπιση του τράφικινγκ έχουν προσφέρει και οι ιδιώτες χορηγοί. Ορισμένοι από αυτούς υποστηρίζουν κάποιες τοπικές πρωτοβουλίες αθόρυβα και μακριά από τη δημοσιότητα. Κάποιοι άλλοι ενδιαφέρονται περισσότερο για την εμφάνισή τους στα πρωτοσέλιδα, θεωρώντας ότι αυτή θα αυξήσει την δημοτικότητά τους. Η δημοσιότητα σ’ αυτή την δεύτερη περίπτωση εστιάζεται κυρίως στους αριθμούς (των «σύγχρονων δούλων» ή των «θυμάτων του τράφικινγκ»). Το 2013 εμφανίστηκε ένας χορηγός που ανέλαβε τη δέσμευση να μειώσει τον αριθμό των θυμάτων της σύγχρονης δουλείας, αλλά αυτό που έκανε ήταν να επανεξετάζει τον τρόπο υπολογισμού των εμπλεκόμενων, τους οποίους στη συνέχεια διπλασίαζε. Το παιχνίδι των αριθμών ήταν ένας καλός τρόπος για να προσελκύσουν κάποιοι τα φώτα της δημοσιότητας, αλλά όχι ένας αποτελεσματικός τρόπος προστασίας των θυμάτων του τράφικινγκ.
Είναι λογικό να συμπεράνουμε ότι, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, κάποιες ισχυρές κυβερνήσεις (και ιδιώτες δωρητές) «έπαιξαν» με το θέμα της εμπορίας ανθρώπων και της σύγχρονης δουλείας, αντί να αφιερώσουν την ενέργεια και τους πόρους τους για να σταματήσουν τις χειρότερες μορφές εκμετάλλευσης; Αυτό φαίνεται να είναι πολύ άδικο για την αστυνομία, τους εργαζόμενους στην υγεία, τους κοινωνικούς λειτουργούς και τις μη κυβερνητικές οργανώσεις που εργάστηκαν για να συλλάβουν τους εγκληματίες και να προστατεύσουν τα θύματα. Παρ’ όλα αυτά, το συμπέρασμά μου είναι ότι οι πολιτικοί και οι φορείς λήψης των αποφάσεων στην κορυφή της διοίκησης ενήργησαν σαν σαμποτέρ. Υπάρχει ανάγκη για μια εντελώς διαφορετική ατζέντα που θα προστατεύει τους μετανάστες και όσους αναζητούν εργασία, που προέρχονται από φτωχές χώρες, και θα αμφισβητεί τόσο τις διακρίσεις όσο και την αδικία που χαρακτηρίζουν τη σημερινή παγκόσμια οικονομία.
Σημείωση
1. «Nacht und Nebel» [Νύχτα και Ομίχλη] ήταν νομοθετικό διάταγμα της ναζιστικής Γερμανίας που εκδόθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 1941 και είχε στόχο την εξουδετέρωση των αντιστασιακών αγωνιστών και των συνεργατών τους, οι οποίοι εξαφανίζονταν, βασανίζονταν, και φυλακίζονταν ή δολοφονούνταν, με τους συγγενείς τους να αγνοούν την τύχη τους.
Η εκμετάλλευση είναι ο κανόνας, όχι η εξαίρεση
Των Μάικλ Χαρντ και Κάθι Γουίκς
Το πρωτόκολλο του Παλέρμο υπογράφτηκε πριν από είκοσι χρόνια. Ως συμπλήρωμα της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του διακρατικού οργανωμένου εγκλήματος, έχει στόχο «την πρόληψη, καταστολή και τιμωρία της εμπορίας ανθρώπων [τράφικινγκ]», εστιάζοντας κυρίως «στις γυναίκες και τα παιδιά». Παρότι υπήρξαν πολυάριθμες δηλώσεις επίσημης υποστήριξης τα χρόνια μετά την υπογραφή του, το πρωτόκολλο δεν αποδείχτηκε ιδιαίτερα αποτελεσματικό. Αυτό οφείλεται, εν μέρει, στο γεγονός ότι δεν αποσαφηνίζει τη φύση του προβλήματος που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Αυτό που κυρίως μας ενδιαφέρει εδώ είναι η αόριστη και αμφίσημη χρήση δύο βασικών όρων, της «εκμετάλλευσης» και της «τρωτότητας», η οποία οδηγεί σε αναποτελεσματικές ή ακόμα και επιζήμιες λύσεις. Στο άρθρο μας υποστηρίζουμε ότι μια καλύτερη διατύπωση του προβλήματος θα οδηγούσε σε πιο αποτελεσματικές λύσεις.
Το πρωτόκολλο ορίζει το τράφικινγκ με βάση τα μέσα που χρησιμοποιεί ο θύτης, στα οποία περιλαμβάνονται η βία ή η απάτη, και με βάση τον λόγο για τον οποίο ένας άνθρωπος είναι θύμα της εκμετάλλευσης που συνεπάγεται αυτή η πρακτική. Αντί, όμως, να δίνει έναν ορισμό της εκμετάλλευσης, παραθέτει έναν κατάλογο παραδειγμάτων: «την εκμετάλλευση της εκπόρνευσης τρίτων ή άλλων μορφών σεξουαλικής εκμετάλλευσης, καταναγκαστικής παροχής εργασίας ή υπηρεσιών, ή δουλείας, ή άλλες πρακτικές παρεμφερείς προς τη δουλεία, την δουλοπαροικία ή την αφαίρεση οργάνων».
Αυτά τα παραδείγματα εμφανίζονται ως «ενδεικτικά»· ταυτόχρονα εμφανίζουν την εκμετάλλευση ως ένα ακραίο πρόβλημα, ως μια ανήθικη και έκνομη αποκόμιση κέρδους από τη θυματοποίηση τρίτων, ιδιαίτερα, όπως επισημαίνεται στη διατύπωση του κειμένου, των γυναικών και των παιδιών που εργάζονται στο σεξ. Εάν, όπως αναφέρει το πρωτόκολλο, το πρόβλημα αφορά εγκληματικά άτομα, τότε η προτιμώμενη λύση να σώζονται τα θύματα και να ασκείται δίωξη στους παραβάτες θα είχε κάποιο νόημα. Αλλά, όπως θα δούμε, προκειμένου να μπορέσει να βρεθεί η κατάλληλη λύση πρέπει να κατανοηθεί το βαθύτερο πρόβλημα.
Η έννοια της εκμετάλλευσης
Για να διερευνήσουμε πώς η «εκμετάλλευση» χρησιμοποιείται στο πρωτόκολλο είναι χρήσιμο να στραφούμε σε έναν θεωρητικό που αναπτύσσει σε βάθος αυτήν την έννοια: τον Καρλ Μαρξ. Είναι πολλά τα μαθήματα που μπορεί να μας προσφέρει ο Μαρξ σ’ αυτό το θέμα. Πρώτον, ότι η εκμετάλλευση στην καπιταλιστική κοινωνία είναι ο κανόνας. Αντί για μια μορφή διαφθοράς, αποτελεί την ζωογόνο δύναμη του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. Οι εργάτες δεν έχουν άλλη επιλογή από το να πωλούν την εργασία τους για να ζήσουν και, όταν εργάζονται, παράγουν περισσότερη αξία από όση τους επιστρέφεται με τη μορφή μισθών ή άλλης αμοιβής.
Με την εκμετάλλευση τρίτων, οι καπιταλιστές απλώς συμμορφώνονται με τους κανόνες του παιχνιδιού, ακολουθώντας τις οικονομικές πρακτικές που επιβάλλει το σύστημα. Έτσι, οι άνθρωποι γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης όχι γιατί το αφεντικό τους κάνει κάτι παράνομο ή ακόμα και ιδιαίτερα ανήθικο, αλλά γιατί η εκμετάλλευση είναι αναπόσπαστο στοιχείο της λειτουργίας του οικονομικού συστήματος. Το οικονομικό πλεόνασμα που παράγεται από τους πολλούς θεωρείται ότι νομίμως απαλλοτριώνεται από τους λίγους. Η δημιουργία εισοδήματος και η δημιουργία κέρδους είναι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Με δυο λόγια, η εκμετάλλευση είναι η «κανονική» λειτουργία του συστήματος, όχι μια ασυνήθιστη απόκλιση ή μια ατομική εγκληματική πλεκτάνη.
Έτσι, είναι πολύ δύσκολο να οριοθετηθούν τραβήξουμε μια σαφή γραμμή που θα οριοθετεί σαφώς τις σχέσεις «δουλοπαροικίας», τις οποίες το πρωτόκολλο περιλαμβάνει στα παραδείγματα εγκληματικής εκμετάλλευσης, από τις κανονικές δραστηριότητες δημιουργίας εισοδήματος στον καπιταλισμό. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η απολύτως ασύδοτη εξουσία που απολαμβάνουν οι εργοδότες είναι προαπαιτούμενο της εκμετάλλευσης: ο εργοδότης έχει το νόμιμο δικαίωμα να επιβάλλει στους υπαλλήλους του τον τρόπο και τις συνθήκες εργασίας τους. Ακόμα και οι καλύτερες εργασιακές συμβάσεις δημιουργούν σχέσεις καταναγκασμού και υπακοής. Η καπιταλιστική εργασία ήταν πάντα το βασίλειο της ανελευθερίας. Αν ο Μαρξ αντιμετώπιζε αυτή την σχέση κυριαρχίας μόνο σε συνάρτηση με την οικονομική τάξη, εμείς πρέπει να είμαστε ικανοί να την διακρίνουμε και στις άλλες ιεραρχικές δομές της σύγχρονης κοινωνίας, αυτές που βασίζονται στο φύλο, τη σεξουαλικότητα, τη φυλή και το έθνος. Όλοι αυτοί οι άξονες άνισης εξουσίας καθορίζουν τις εκμεταλλευτικές σχέσεις και – λόγω της υποχρεωτικής ένταξής τους στις ίδιες ασυμμετρικές σχέσεις εξουσίας, όπως συμβαίνει για την πλειοψηφία των ανθρώπων– συνιστούν σχέσεις δουλοπαροικίας. Γι αυτό το λόγο, είναι απαραίτητη μια διευρυμένη οπτική που να συλλαμβάνει όλες αυτές τις ιεραρχικές σχέσεις, προκειμένου να έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα του τρόπου με τον οποίο η εργασία στην καπιταλιστική κοινωνία γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης.
Προφανώς, η εργασία μπορεί να είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης σε διαφορετικό βαθμό, με τους εργάτες να εισπράττουν ως αμοιβή κάτι περισσότερο ή κάτι λιγότερο από την αξία του προϊόντος που παράγουν. Επίσης, διάφοροι εργάτες υφίστανται μεγαλύτερο ή μικρότερο έλεγχο και μεγαλύτερη ή μικρότερη κακομεταχείριση από τους εργοδότες. Καμιά, όμως, από αυτές τις διαφορές δεν αναγνωρίζεται και πολύ περισσότερο δεν αντιμετωπίζεται από το πρωτόκολλο.
Καταναγκαστική εργασία
Ο ορισμός της εμπορίας ανθρώπων εστιάζει επίσης στις μεθόδους ένταξης σ’ αυτές τις σχέσεις εκμετάλλευσης. Αλλά και εδώ αυτό που εμφανίζεται ως ακραία δραστηριότητα καταλήγει να είναι μια δομική συνθήκη. Στη γλώσσα του πρωτοκόλλου, ο κατάλογος των εγκληματικών μεθόδων στρατολόγησης διευρύνεται πολύ πέραν της χρήσης βίας ή απάτης και περιλαμβάνει την απίστευτα αόριστη έννοια της «κατάχρησης μιας κατάστασης τρωτότητας». Όμως, η τρωτότητα είναι μια γενικευμένη κοινωνική συνθήκη. Αυτό αποκαλύπτεται από το γεγονός ότι, στην προσπάθειά τους να καταστήσουν λειτουργική και συστηματική την αμφίσημη διατύπωση του πρωτοκόλλου, το Διεθνές Γραφείο Εργασίας και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή περιλαμβάνουν στον «κατάλογο των ενδείξεων στρατολόγησης με κατάχρηση της τρωτότητας» και τους «οικονομικούς λόγους».
Για άλλη μια φορά ο Μαρξ μας βοηθά να διακρίνουμε πιο καθαρά το πρόβλημα. Η οικονομική τρωτότητα δεν είναι ένας ασυνήθης και αθέμιτος τρόπος ένταξης των ανθρώπων στην εργασία που δημιουργεί εισόδημα και κέρδος, αλλά αντίθετα μια φυσική και αναγκαία μέθοδος με την οποία ο καπιταλισμός πειθαναγκάζει και πειθαρχεί την εργασία. Αυτό που ο Μαρξ αποκαλεί «αλλοτριωμένη εργασία» –η «εργασία της αυτοθυσίας», στην οποία ο εργάτης δεν «αναπτύσσει ελεύθερα της φυσική και διανοητική του ενέργεια αλλά απονεκρώνει το σώμα του και καταστρέφει το μυαλό του» – είναι κάτι ενδημικό στον καπιταλισμό. «Ο αλλοτριωμένος χαρακτήρας» του, συνεχίζει ο Μαρξ, «εμφανίζεται καθαρά στο γεγονός ότι από την στιγμή που δεν υπάρχει κάποιος φυσικός ή άλλος καταναγκασμός, η εργασία αποφεύγεται σαν την πανούκλα».
Οι εργάτες αποδέχονται αυτές τις δουλειές γιατί δεν έχουν άλλη επιλογή από το να πωλούν την εργατική τους δύναμη σε μέλη της κατέχουσας τάξης, τα οποία απαλλοτριώνουν την υπεραξία ως κέρδος. Γι’ αυτό το λόγο, ακόμα και αν οι εργάτες είναι μισθωτοί και όχι δούλοι, είναι εύλογο ότι η εργασία τους δεν προσφέρεται ελεύθερα: δεν είναι εθελοντική, αλλά υποχρεωτική· είναι «καταναγκαστική εργασία». Με άλλα λόγια, η οικονομική τρωτότητα είναι η κανονική κατάσταση των εργατών που στρατολογούνται σε μια δουλειά. Το κεφάλαιο έχει ανάγκη την εκμετάλλευση των εργατών και οι περισσότεροι εργάτες δεν έχουν άλλη επιλογή από το να υφίστανται αυτήν την εκμετάλλευση.
Παρά τις διάφορες προσπάθειες δημιουργίας σαφών κριτηρίων που θα ορίζουν την ασυνήθιστη φύση της στρατολόγησης στο τράφικινγκ, τα όρια μεταξύ της καπιταλιστικής εργασίας και της εγκληματικής δραστηριότητας διαρκώς καταρρέουν. Αυτό που το Πρωτόκολλο του Παλέρμο θεωρεί εξαίρεση καταλήγει να είναι μια περιγραφή όσων ισχύουν στο ίδιο το σύστημα.
Η περίπτωση της εργασίας στο σεξ
Τα πορώδη σύνορα μεταξύ της καθημερινής καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και της ακραίας περίπτωσης της εγκληματικής κατάχρησής της είναι ιδιαίτερα εμφανή στη συζήτηση για τη σχέση της εργασίας στο σεξ με το τράφικινγκ. Η περίπτωση της εμπορίας ανθρώπων που έχει στόχο την εκμετάλλευση της εργασίας στο σεξ, στην οποία το πρωτόκολλο δίνει ιδιαίτερο βάρος, αποκαλύπτει ότι τα δυσδιάκριτα όρια μεταξύ του τράφικινγκ και του σεξ ως εργασία δεν είναι αποτέλεσμα πρόχειρης σκέψης ή γραφής της επιτροπής που συνέταξε το πρωτόκολλο. Αντίθετα, είναι μια συνειδητή στρατηγική που εκφράζει εκείνες τις φεμινίστριες που επιδιώκουν την κατάργηση της πορνείας, η οποίες άφησαν στο κείμενο το ανεξίτηλο στίγμα τους.
Η ταύτιση του τράφικινγκ που έχει στόχο τη σεξουαλική εκμετάλλευση με την εργασία στο σεξ είναι η βασική στρατηγική των ακραίων οργανώσεων που έχουν στόχο την κατάργηση της πορνείας. Η Συμμαχία κατά του Τράφικινγκ Γυναικών, για παράδειγμα, επιμένει ότι «η εκμετάλλευση της πορνείας και το τράφικινγκ δεν μπορούν να διαχωριστούν μεταξύ τους» και ως εκ τούτου εξισώνει την εργασία κάθε μορφής πορνείας με τη σεξουαλική βία και τον εξαναγκασμό. Το πρωτόκολλο και οι εθνικές πολιτικές κατά του τράφικινγκ που ακολουθούν αυτό το μοντέλο έχουν χρησιμοποιηθεί ως εργαλεία για να ενδυναμώσουν την αστυνόμευση και την δίωξη όσων εργάζονται στο σεξ.
Ένα άλλο παράδειγμα της τρέχουσας ατζέντας είναι τα νομοσχέδια SESTA/FOSTA που κατατέθηκαν στο Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών και έγιναν νόμος το 2018. Ο νόμος αυτός έχει στόχο την καταπολέμηση τόσο της πορνείας όσο και της εμπορίας ανθρώπων για σεξουαλική εκμετάλλευση –αυτά τα δύο συνδέονται με συστηματικό τρόπο στο κείμενο– στοχοποιώντας τους διαδικτυακούς ιστότοπους και τις πλατφόρμες που χρησιμοποιούν οι εργαζόμενες στο σεξ για να διαφημίζουν τις υπηρεσίες τους και να αξιολογούν τους πελάτες, με το επιχείρημα ότι αυτά τα ηλεκτρονικά εργαλεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν και από τους διακινητές. Ο νόμος θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια και τον βιοπορισμό των πολλών γυναικών που εργάζονται στο σεξ οι οποίες χρησιμοπoιούν αυτά τα εργαλεία, ως αναπόσπαστο μέρος της προσπάθειας να βγάλουν από τις πλατφόρμες τον μικρό αριθμό διακινητών που θα μπορούσαν να τις χρησιμοποιήσουν. Με τη βοήθεια κάποιων συγκλονιστικών ιστοριών που παρουσιάστηκαν στα μίντια, η ταύτιση της εργασίας στο σεξ με την εμπορία ανθρώπων που έχει στόχο την σεξουαλική εκμετάλλευση ήταν ένα δώρο σε αυτούς/ες που επιδιώκουν να καταργηθεί η εργασία στο σεξ στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αξίζει να σημειωθεί (αν και αυτό το σημείο χρειάζεται μια ξεχωριστή συζήτηση) ότι αυτή η διασταλτική νομική ερμηνεία του όρου «εμπορία ανθρώπων» χρησιμοποιείται και ως όπλο εναντίον των μεταναστών και των δικτύων παροχής βοήθειας σ’ αυτούς. Ακριβώς όπως η νομοθεσία έχει την τάση να αντιμετωπίζει το σύνολο της εργασίας στο σεξ ως τράφικινγκ, έτσι και η βοήθεια στους πρόσφυγες διώκεται επίσης ως «εμπορία ανθρώπων». Το αποτέλεσμα είναι ότι τα ανθρωπιστικά προγράμματα, όπως οι αποστολές διάσωσης στη Μεσόγειο για την παροχή βοήθειας σε μετανάστες που βρίσκονται σε κίνδυνο, έχουν ποινικοποιηθεί και επανειλημμένως κατηγορηθεί για παράβαση της νομοθεσίας κατά της εμπορίας ανθρώπων.
Η δύναμη των εκμεταλλευόμενων
Από την προηγούμενη ανάλυση θα πρέπει να έχει γίνει σαφές ότι η εκμετάλλευση είναι ένα δομικό χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής κοινωνίας –όχι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας– και έτσι το πρόβλημα είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που εμφανίζεται στο πρωτόκολλο. Ως εκ τούτου, μπορεί να φαίνεται πολύ πιο δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να βρεθεί μια λύση. Σ’ αυτό το σημείο εμφανίζεται στο προσκήνιο μια άλλη πλευρά της μαρξιστικής έννοιας της εκμετάλλευσης.
Σε αντίθεση με τι τυπικές αντιλήψεις περί κυριαρχίας ή καταπίεσης, η μαρξιστική προσέγγιση της εκμετάλλευσης θεωρεί ότι οι εργάτες δεν είναι μόνο θύματα, αλλά έχουν και κάποια δύναμη, γιατί αν ήταν αδύναμοι και μη παραγωγικοί δεν θα είχε νόημα οι εκμετάλλευσή τους. Αυτή η δύναμη των εκμεταλλευόμενων, που σήμερα τιθασεύεται από τη σχέση τους με τους εκμεταλλευτές, ενέχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί από τους ίδιους. Στην πραγματικότητα, οι δυνατότητες των εκμεταλλευόμενων πρέπει να εξετάζονται όχι μόνο σε σχέση με την οικονομική τάξη, αλλά και σε συνάρτηση με όλες τις ιεραρχικές δομές εξουσίας που αναφέραμε προηγουμένως. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις οι εκμεταλλευόμενοι/ες δεν είναι θύματα (ή δεν είναι μόνο θύματα), αλλά αντίθετα είναι δυνητικοί φορείς δύναμης. Δεδομένου ότι η εκμετάλλευση είναι δομική, και όχι μια εξαίρεση, καθώς και ότι οι εκμεταλλευόμενοι/ες είναι προικισμένοι/ες με δυνατότητες, η οργάνωσή τους, προκειμένου να δράσουν πολιτικά για τους εαυτούς τους, δεν είναι μόνο εφικτή αλλά και αναγκαία.
Δεν ισχυριζόμαστε ότι οι εργαζόμενες/οι στο σεξ ουδέποτε παραπλανούνται, εξαναγκάζονται, ή κρατούνται παρά τη θέλησή τους ή ότι αυτές οι πρακτικές δεν είναι απεχθείς. Αυτό που υποστηρίζουμε είναι ότι, όπως δείχνει η ίδια η τάση του πρωτοκόλλου να διευρύνεται και σε άλλες περιοχές, αυτά τα προβλήματα συνυπάρχουν σε ένα συνεχές μαζί με τα πολύ πιο κοινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν γενικώς οι εργαζόμενοι. Έχοντας γίνει ευάλωτες/οι λόγω οικονομικών συνθηκών και έλλειψης άλλων επιλογών για απόκτηση εισοδήματος, οι εργαζόμενες/οι καταλήγουν σε σχέσεις εργατικής εκμετάλλευσης που χαρακτηρίζονται από χαμηλές αμοιβές, κινδύνους, υποταγή, ανελευθερία, και ελεεινές συνθήκες εργασίας.
Το πρωτόκολλο εστιάζει στην ασυνήθη εγκληματική δραστηριότητα και όχι στις δομές της ανισότητας. Αλλά αν ο στόχος του ήταν να διακρίνει το εγκληματικό τράφικινγκ από τον συνηθισμένο τρόπο που γίνονται τα πράγματα, έχει τραγικά αποτύχει. Η χρήση των λέξεων «εκμετάλλευση» και «τρωτότητα» κάνει δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ της εξαίρεσης και του κανόνα. Αν αφαιρεθούν η ηθικιστική υπενθύμιση της ύπαρξης παλιανθρώπων και θυμάτων και οι συγκλονιστικές αναφορές στη σεξουαλική εκμετάλλευση, τη δουλεία, τη δουλοπαροικία και την αφαίρεση οργάνων –που, με μια παγερή ουδετερότητα, παρουσιάζονται ως ένας απλός κατάλογος– η γλώσσα του πρωτοκόλλου θα μπορούσε εξ ίσου καλά να περιγράφει πολλές κακές δουλειές.
Η ειρωνεία είναι ότι οι φεμινίστριες που επιδιώκουν την κατάργηση της πορνείας, οι οποίες είχαν υπέρμετρη επιρροή στη σύνταξη του πρωτοκόλλου, στην πραγματικότητα επαναλαμβάνουν μια πλευρά του επιχειρήματος του Μαρξ, αν και με έναν διαστρεβλωμένο και περιορισμένο τρόπο. Και αυτές απορρίπτουν τη διάκριση μεταξύ εργασίας στο σεξ και εμπορίας ανθρώπων με στόχο την σεξουαλική εκμετάλλευση. Θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος ότι ίσως είναι δυνατόν να διευρύνουμε το πλαίσιο από το «κάθε εργασία στο σεξ είναι εκμετάλλευση» στο «κάθε εργασία στον καπιταλισμό είναι εκμετάλλευση». Αλλά αυτές/οι που θέλουν να καταργήσουν την πορνεία δεν μπορούν να δεχτούν ότι η εργασία στο σεξ είναι σαν όλες τις άλλες εργασίες· πρέπει να παραμείνει μια εξαίρεση, εν μέρει γιατί η εκ μέρους τους καταδίκη της έχει ουσιαστικά ηθική βάση. Το αποτέλεσμα είναι ότι η λύση που προτιμούν πρέπει να περιστρέφεται γύρω από την ποινική δίωξη, όπως το μοντέλο των σκανδιναβικών χωρών που διώκει τους καταναλωτές σεξουαλικών υπηρεσιών, σε μια προσπάθεια να καταστρέψει τον κλάδο της εργασίας στο σεξ.
Όχι διάσωση και δίωξη, αλλά ενδυνάμωση και οργάνωση
Για να οδηγηθούμε σε μια πραγματική λύση, πρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα το πρόβλημα. Αν, όπως υποστηρίζουμε, η οικονομική τρωτότητα και η εκμετάλλευση είναι γενικές συνθήκες της καπιταλιστικής κοινωνίας, τότε το πρόβλημα είναι πολύ μεγαλύτερο από εκείνο που αναγνωρίζει το πρωτόκολλο του Παλέρμο. Επιπλέον, οι δύο όψεις της κατανόησης της εκμετάλλευσης από τον Μαρξ –η δομική, και όχι η ατομική φύση της, και η δυνητική δύναμη των εκμεταλλευόμενων– δείχνουν ότι η αναγκαία στρατηγική για την καταπολέμηση της τρωτότητας και της εκμετάλλευσης δεν είναι η διάσωση και η δίωξη, αλλά η ενδυνάμωση και η οργάνωση.
Πρώτον, με δεδομένο ότι οι περισσότεροι άνθρωποι στρατολογούνται εξ αιτίας της οικονομικής τους τρωτότητας, ο τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος είναι η ενδυνάμωσή τους με τη δημιουργία μιας πραγματικής οικονομικής ασφάλειας, με πρωτοβουλίες μείωσης της φτώχειας, προγράμματα ελάφρυνσης του χρέους και προγράμματα κατά της αστεγίας. Δεύτερον, δεδομένου ότι οι εκμεταλλευόμενοι/ες στην καπιταλιστική κοινωνία –αυτοί/ες που υφίστανται εκμετάλλευση στη βάση της ιεραρχίας της τάξης αλλά και του φύλου, της φυλής, της τάξης, της σεξουαλικότητας και της εθνικότητας–έχουν μια δυνητική δύναμη, μπορούν να οργανωθούν πολιτικά. Έτσι, η ουσιαστική επίλυση του προβλήματος της εκμετάλλευσης πρέπει να αρχίσει με την οργάνωση της εργασίας στη βάση κοινωνικών συμμαχιών, η οποία μπορεί να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα όλες αυτές τις ιεραρχικές δομές.
Μετάφραση: Χάρης Γολέμης