Μάγκι Νέλσον «Οι Αργοναύτες»,
μτφ. Μαρία Φακίνου, εκδ. αντίποδες, 2020
Η Μάγκι Νέλσον είναι δοκιμιογράφος και ποιήτρια. Σημείο αφετηρίας για την αφήγησή της στους Αργοναύτες είναι ένα κομμάτι της προσωπικής της ιστορίας: ο έρωτας και η σχέση της με τον τρανς καλλιτέχνη Χάρι Ντοτζ, μια σχέση με πολλές και πολυεπίπεδες πτυχές: τα σώματα και των δύο που αλλάζουν, την εγκυμοσύνη και τη γέννα της (και την «υποτιθέμενη αντίφαση ανάμεσα στο να είσαι κουήρ και να τεκνοποιείς») αλλά και την προετοιμασία του Χάρι για τη μαστεκτομή, την επιμέλεια του γιου του Χάρι και «το τρομακτικό φάσμα ενός ομοφοβικού ή τρανσφοβικού δικαστή που θα αποφάσιζε για την τύχη του», ακόμα και τη γλώσσα («έχω γίνει ξεφτέρι στο να αποφεύγω τις αντωνυμίες»).
Με αφορμή αυτή τη σχέση και ό,τι προϋποθέτει και συνεπάγεται, η Νέλσον γράφει ένα εξαιρετικά πλούσιο και δυνατό βιβλίο που στην ουσία αποτελεί μια κριτική ανάγνωση για ένα μεγάλο φάσμα θεμάτων: την ίδια την έννοια της ταυτότητας και αυτούς που «βρίσκουν ικανοποίηση όταν ευθυγραμμίζονται με μια ταυτότητα», τη ρευστότητα και την αστάθεια, την ετεροκανονικότητα αλλά και την ομοκανονικότητα, το σώμα και την επιθυμία, τα όρια του εαυτού και την ασφυξία του φυσιολογικού και του κανονικού, τη γλώσσα («πάντοτε προσπαθώ να ξεφεύγω από την “ολοποιητική” γλώσσα, δηλαδή τη γλώσσα που ισοπεδώνει την ιδιαιτερότητα»). Η συγγραφέας μιλάει τόσο για την άποψη που «διευρύνει την έννοια του “κουήρ” ώστε να συμπεριλάβει κάθε είδους αντιστάσεις, διασπάσεις και ασυμβατότητες που έχουν ελάχιστη ή καμία σχέση με τον σεξουαλικό προσανατολισμό», όσο και για το πόσο δύσκολα μπορεί να γίνει κατανοητό ότι η «ορθοπεδική προσκυνηματική πορεία ανάμεσα σε δύο σταθερούς προορισμούς» δεν αφορά ορισμένα άτομα: μπορεί η λέξη «τρανς» να βοηθάει στη συνεννόηση, αλλά «για ορισμένα άτομα ορισμένες φορές, η απουσία ξεκάθαρων λύσεων είναι αποδεκτή, μέχρι και επιθυμητή» («“Δεν είμαι καθ’ οδόν για πουθενά”, λέει καμιά φορά ο Χάρυ σε όσους ρωτούν»).
Τελικά, η Νέλσον γράφει ένα βιβλίο που στην ουσία θέτει σε αμφισβήτηση κοινωνικές νόρμες και ταξινομήσεις, την ίδια την έννοια της παγιωμένης και παγωμένης ταυτότητας και κάθε «τετριμμένη» και «πολωτική» και «αχρείαστη» δυαδικότητα, διατυπώνοντας, με αφορμή βιογραφικές της εμπειρίες, έναν ριζοσπαστικό δημόσιο θεωρητικό και πολιτικό στοχασμό για τα κρίσιμα θέματα που πραγματεύονται οι Αργοναύτες.
Χρύσα Παπαδοπούλου «Όρθιος, σε δημόσια θέα.
Η αγόρευση στη δίκη της Χρυσής Αυγής», εκδ. Πόλις, 2020
Μετά από εκείνες του Θανάση Καμπαγιάννη και του Κώστα Παπαδάκη, εκδόθηκε πρόσφατα σε βιβλίο η αγόρευση και της Χρύσας Παπαδοπούλου στη δίκη της Χρυσής Αυγής, όπου εκπροσώπησε ως συνήγορος Πολιτικής Αγωγής την οικογένεια Φύσσα.
Η ανάγνωση και αυτής της αγόρευσης είναι αποκαλυπτική: τόσο για το τι ήταν πραγματικά, πώς λειτουργούσε και πώς δρούσε αυτή η φασιστική συμμορία, όσο και για την τεράστια δουλειά που χρειάστηκε να κάνουν τα πέντε χρόνια της ακροαματικής διαδικασίας οι δικηγόροι της Πολιτικής Αγωγής για να διαχειριστούν όλο αυτό το ατίθασο υλικό και να τεκμηριώσουν το κρίσιμο ζήτημα περί εγκληματικής οργάνωσης, καθώς ο δρόμος που επέλεξαν ήταν και «ο μόνος τρόπος για να εξιχνιαστεί πλήρως το έγκλημα εις βάρος του Παύλου. Χωρίς τη συνεξέταση των υποθέσεων και την παράλληλη διερεύνηση της εγκληματικής συγκρότησης της οργάνωσης, η δολοφονία θα παρέμενε έργο ενός ανθρώπου, ο οποίος έδρασε κάτω από ακατανόητες συνθήκες και με θολό κίνητρο», όπως γράφουν στο επίμετρο η Γιώτα Τέσση και ο Δημήτρης Ψαρράς.
Στον δικό της πρόλογο στο βιβλίο, η έτερη συνήγορος της οικογένειας Φύσσα, Ελευθερία Τομπατζόγλου, θίγει μεταξύ άλλων ένα κρίσιμο ζήτημα, το οποίο κατά καιρούς τέθηκε με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετική ένταση στη δημόσια συζήτηση, και εντός του κινήματος: «η δικαστική μάχη είναι δόκιμος τρόπος για να νικηθεί ο φασισμός; Η απάντηση είναι μόνο μία: καμία μάχη δεν πάει χαμένη· και μάλιστα, από τη στιγμή που η Χρυσή Αυγή απέκτησε θεσμική θέση, πρέπει να εξοβελιστεί και θεσμικά».
Το βιβλίο, το οποίο περιλαμβάνει και ένα πολύ χρήσιμο συνοπτικό χρονικό της δίκης της Χρυσής Αυγής, αποτελεί άλλη μια κρίσιμη μαρτυρία, λοιπόν, από «τη σωστή πλευρά της Ιστορίας», μια μαρτυρία για μια μεγάλη και ιστορική μάχη που δόθηκε μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου «για λογαριασμό ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας και εν ονόματι της Δημοκρατίας», όπως έλεγε η ίδια η δικηγόρος, καλώντας το δικαστήριο να απονείμει δικαιοσύνη με βάση τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν ενώπιόν του.
Όπως λέει η Μάγδα Φύσσα στον πρόλογο του βιβλίου, «τη μέρα που αγόρευε η Χρύσα ήταν σαν να κατέθετε ο Παύλος και, γι’ αυτό, τούτο το βιβλίο έχει ιστορική σημασία».
Γιεχούντα Γιααρί «Σαν διάχυτο φως»,
μτφ. Γιολάντα Μοντιάνο, εκδ. Εύμαρος, 2020
Καθώς ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος τελειώνει, οι νεαροί Εβραίοι σοσιαλιστές που ζουν στην Κεντρική Ευρώπη προσπαθούν να ξεφύγουν από τη φρίκη που έχει αφήσει πίσω της η μεγάλη σφαγή, αλλά και από την επισφαλή πραγματικότητα των διώξεων και των πογκρόμ που βίωναν κατά καιρούς οι Εβραίοι.
Ο, γεννημένος το 1900 στη Γαλικία, συγγραφέας του βιβλίου (που εκδόθηκε το 1937) εντάχθηκε σε μια ομάδα Σοσιαλιστών Σιωνιστών που το 1920 μετανάστευσαν στην Παλαιστίνη (υπό Βρετανική Εντολή τότε), στο πλαίσιο του λεγόμενου Τρίτου Κύματος μετανάστευσης, που διήρκεσε περίπου μεταξύ 1919 και 1923. Διάφορες σοσιαλιστικές ομάδες δημιουργούσαν ήδη το κίνημα των κιμπούτς, ενώ είχαν αρχίσει να δρουν και ένοπλες «ομάδες αυτοάμυνας» των Εβραίων, που εκείνη την εποχή αποτελούσαν περίπου το 10 με 12% του πληθυσμού της Παλαιστίνης.
Η αφήγηση ξεκινάει από το 1914 – η γη τρέμει από τη βροντή του πολέμου, οι αυτοκρατορίες διαλύονται, ο θάνατος και ο φόβος είναι παντού. Εκεί ακούγονται και οι πρώτες φωνές για τον «Εβραίο στρατιώτη» «που πολεμάει σε όλα τα μέτωπα της υφηλίου δίχως λόγο και δίχως νόημα, που μάχεται ενάντια σε στρατούς που δεν είναι εχθροί του και με στρατούς που δεν τον αγαπούνε». Και ότι «εκεί, στη Χώρα του Ισραήλ, βρίσκεται εν τω γεννάσθαι ο καινούργιος Εβραίος».
Ο συγγραφέας θα φύγει τελικά το 1920, με ένα πλοίο που «ήταν από τα πρώτα μετά τον πόλεμο που έφεραν Εβραίους», και η ομάδα στην οποία συμμετέχει, 24 άτομα νεαρής ηλικίας, στέλνεται στη Γαλιλαία, όπου στήνουν μια μικρή κοινότητα, καθώς τους δίνεται μια κοιλάδα για να την καλλιεργήσουν, αφού πρώτα ξεριζώσουν τους άγριους θάμνους και αποξηράνουν τα έλη. Εκεί η ομάδα θα ζήσει ενθουσιασμούς και απογοητεύσεις, χαρές και λύπες, θα γνωρίσει τη συλλογικότητα και την ομαδική δουλειά, θα βιώσει συγκρούσεις και απώλειες.
Και οι Άραβες που ζουν εκεί; Εκτός από λίγες αναφορές ή μια αίσθηση διάχυτης απειλής γύρω από τον οικισμό, δεν μαθαίνουμε πολλά γι’ αυτούς, είναι σχεδόν αόρατοι (σχεδόν «μέρος του τοπίου», λέει κάποια στιγμή αυτοκριτικά ο συγγραφέας, που κάποια στιγμή νιώθει σαν να είναι «ο πρώτος άνθρωπος που περπατάει νύχτα σ’ αυτόν τον τόπο»).
Ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, μια σημαντική μαρτυρία, για ζητήματα λίγο γνωστά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό.
Πιέρ Νταρντό & Κριστιάν Λαβάλ «Κοινό.
Δοκίμιο για την επανάσταση στον 21ο αιώνα»,
μτφ. Πάνος Αγγελόπουλος, Βίκυ Ιακώβου,
επιμ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, εκδ. Εκκρεμές, 2020
Πολλά και κρίσιμα θέματα ανοίγει, ή ξανανοίγει, το βιβλίο των Νταρντό και Λαβάλ, προσφέροντας ένα θεωρητικό πλαίσιο για μια σειρά από ζητήματα που έτσι κι αλλιώς συζητιούνται κατά καιρούς και εντός του κινήματος, ή τουλάχιστον σε ορισμένες πτέρυγές του.
Οι συγγραφείς αρχίζουν τη συζήτηση από το θεμελιώδες ερώτημα: μπορούμε να φανταστούμε κάτι πέρα από τον καπιταλισμό; Η καταφατική απάντηση δυστυχώς δεν είναι πάντα και για όλους αυτονόητη σε μια εποχή σαν τη σημερινή. Αν λοιπόν μπορούμε να ελπίζουμε σε κάτι πέρα από τον καπιταλισμό, τι θα μπορούσε να είναι αυτό; Εκεί έρχονται να σκιαγραφήσουν τη δική τους απάντηση, αναπτύσσοντας την έννοια του «κοινού», την ιστορία της, το πολιτικό της περιεχόμενο, καθώς αναζητούν έναν δρόμο «πέραν της αγοράς και του κράτους».
Οι συγγραφείς φροντίζουν εξαρχής να οριοθετήσουν πολιτικοϊδεολογικά την έννοια του κοινού: «δεν δηλώνει την επανεμφάνιση μιας αιώνιας κομμουνιστικής Ιδέας, αλλά την ανάδυση ενός νέου τρόπου αμφισβήτησης του καπιταλισμού», θεωρώντας ότι «μια σειρά μοντέλων του κομμουνισμού αποτέλεσαν ισάριθμους τρόπους παραμόρφωσης του κοινού» και ως εκ τούτου «μια αληθινή πολιτική του κοινού οφείλει πράγματι να αναμετρηθεί με θεωρίες και πρακτικές που ιστορικά επικαλέστηκαν τον κομμουνισμό».
Με αναφορές στα κινήματα για μια άλλη παγκοσμιοποίηση, στα οικολογικά κινήματα, στη «μάχη του νερού» της Κοτσαμπάμπα, στη Βολιβία, στο κίνημα του πάρκου Γκεζί, στην Τουρκία, και σε άλλα κοινωνικά κινήματα, οι συγγραφείς τονίζουν ότι «αυτή η αναζήτηση μορφών αυτοκυβέρνησης είναι δύσκολη και προχωρά ψηλαφώντας». Σε αυτό το πλαίσιο, προσθέτουν, «η πολιτική του κοινού έχει ως ιδιαίτερο ιστορικό χαρακτηριστικό της ότι αντιμάχεται τον καπιταλισμό γυρνώντας την πλάτη στον κρατικό κομμουνισμό»: αυτό «μας οδηγεί να εισαγάγουμε παντού, με τον πιο βαθύ και συστηματικό τρόπο, τη θεσμική μορφή της αυτοκυβέρνησης», γνωρίζοντας συνάμα ότι «πρέπει να αναμετρηθούμε με αυτό που είθισται να ονομάζεται το “ζήτημα της εξουσίας”», στο οποίο επίσης εισφέρουν τη δική τους λογική.
Ενδιαφέρον έχει το πώς οι συγγραφείς πραγματεύονται το θέμα των δημόσιων υπηρεσιών («πολύ συχνά […] αρκούμαστε στην προάσπιση των εθνικών δημόσιων υπηρεσιών ή στο αίτημα διεύρυνσης της κρατικής παρέμβασης. Όσο εύλογη κι αν είναι, η διεκδίκηση αυτή παραμένει μέσα στο πεδίο του αντιπάλου». Σε αντίθεση με αυτό, «η πολιτική οικονομία των κοινών επιχειρεί να βγει από αυτή ακριβώς την αντίθεση μεταξύ κράτους και αγοράς») αλλά και γενικά «τη σχέση ανάμεσα στο κοινό και το δικαίωμα ιδιοκτησίας», μιλώντας τόσο για την ιδιωτική όσο και για την κρατική ιδιοκτησία, με αντίβαρο σ’ αυτήν το δικαίωμα χρήσης.
Σε μια τόσο εκτεταμένη θεωρητικοπολιτική ανάλυση και περιπλάνηση, με άλλες πλευρές θα συμφωνήσει κανείς, με άλλες θα διαφωνήσει, άλλες θα τον προβληματίσουν, και εν πάση περιπτώσει αυτή η συζήτηση δεν μπορεί να γίνει στον περιορισμένο χώρο μιας βιβλιοπαρουσίασης. Παρά τη θεμελιωμένη άποψη που εκθέτει σε πολλές πλευρές του θέματος, στην ουσία νομίζω πως είναι ένα βιβλίο ερωτήσεων και διαλόγου, ένα βιβλίο που από τη σκοπιά του αμφισβητεί και υποσκάπτει κάποιες από τις ευκολίες με τις οποίες πολλές φορές πορευόμαστε, σε μια εποχή που εκ των πραγμάτων «είμαστε πολύ μακριά από τις παλιές βεβαιότητες».
Δημήτρης Γ. Υφαντής «Αυτός που έσπασε τις βιτρίνες
Γιώργης Ζάρκος 54 ημέρες εγκλεισμού στο Δημόσιο Ψυχιατρείο Αθηνών»,
εκδ. Άγρα, 2020
Η μικρή μελέτη του Δημήτρη Υφαντή για τον Γιώργη Ζάρκο είναι πολλαπλά ενδιαφέρουσα. Φέρνει στην επιφάνεια όχι μόνο έναν ξεχασμένο πλην αξιοσημείωτο λογοτέχνη, αλλά και καταστάσεις της δεκαετίας του ’30 για τις οποίες ελάχιστα γίνεται λόγος. Καταστάσεις όπως ο τρόπος λειτουργίας της ψυχιατρικής ως επιστήμης και κυρίως του Δημόσιου Ψυχιατρείου, στο Δαφνί, επίσης καταστάσεις κοινωνικοπολιτικές: ο Ζάρκος αποδεικνύεται ότι ήταν ο πρώτος αριστερός -ίσως και ο μοναδικός- στον οποίο εφαρμόστηκε το μέτρο του εγκλεισμού σε Ψυχιατρείο για λόγους καταστολής των ιδεών και της δράσης του. Χωρίς αυτό να σημάνει ότι γλίτωσε και τα υπόλοιπα μέτρα που εφαρμόζονταν ήδη τότε, η φυλακή φυσικά αλλά και η εξορία – κυρίως. Άλλωστε αργότερα ήταν και μέλος του ΕΑΜ λογοτεχνών. Ήταν επίσης ο πρώτος που έγραψε – μετά – για τα προβλήματα του Ψυχιατρείου και των τροφίμων του. Ο Ζάρκος ήταν επίσης ένας λογοτέχνης του οποίου η διαφορά με έναν εκδοτικό οίκο πήρε διαστάσεις πολιτικού γεγονότος.
Όλα ξεκίνησαν με τη δημοσίευση από τον «Πυρσό» - που τότε έβγαζε τη «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» - ενός λογοτεχνικού κειμένου του Ζάρκου με άλλο όνομα (με το όνομα… Μητσοτάκης), γεγονός που προκάλεσε τις έντονες διαμαρτυρίες του συγγραφέα. Αφού τα έβαλε πρώτα με τον Κωστή Παλαμά (υπεύθυνο της φιλολογικής ύλης της εγκυκλοπαίδειας) απείλησε τους υπευθύνους ότι εάν δεν του επέστρεφαν το χειρόγραφο θα τους έσπαγε τις τζαμαρίες του εκδοτικού οίκου. Η απειλή του πραγματοποιήθηκε όχι μία αλλά τρεις φορές. Αφού τον ξυλοφόρτωσαν με τη βοήθεια αστυνομικού στα υπόγεια του εκδοτικού οίκου, τον έκλεισαν φυλακή. Μετά την έκτιση της ποινής των πέντε μηνών, τον μετέφεραν στο Δαφνί. Ο λόγος είναι ότι ενοχλούσε πολλούς. Είχε γράψει λίβελους εναντίον: της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας», του Γρηγορίου Ξενόπουλου, του διοικητή της Γενικής Ασφάλειας Κουτσουμάρη, ενός πρώην υπουργού Δικαιοσύνης και λογοτεχνικών κριτικών όπως οι Άλκης Θρύλος, Πέτρος Χάρης κ.α. Η διαφορά μεταξύ φυλακής και Ψυχιατρείου εκείνη την εποχή, έγραψε ο ίδιος ο Ζάρκος στο βιβλίο του Η τρέλα σε όλα τα στάδια, είναι ότι στη φυλακή ξέρεις πότε θα βγεις ενώ στο Ψυχιατρείο όχι. Εξαρτάσαι απόλυτα από το γιατρό. Όπως λέει και ο Δημήτρης Υφαντής, το Δαφνί εκείνη την εποχή ήταν ελάχιστα χρόνια ανεξάρτητο και δεν θεράπευε, απλώς κρατούσε τους ασθενείς έγκλειστους. Προέκυψε ως μετεξέλιξη ασύλων-κρατητηρίων που μέχρι το 1924 διοικούνταν από την Αστυνομία.
Μπρίτανι Κάιζερ «Στο στόχαστρο»,
μτφ. Μαρία Βαρδοπούλου, εκδ. Καστανιώτη, 2020
Η Μπρίτανι Κάιζερ είναι μια νεαρή γυναίκα που δούλεψε στην εταιρεία πολιτικής επικοινωνίας Cambridge Analytica διαδραματίζοντας σε αυτήν αρκετά σημαίνοντα ρόλο. Η Cambridge Analytica υπέγραψε συμβόλαια επεξεργασίας δεδομένων στο πλαίσιο μεγάλων προεκλογικών εκστρατειών, με κορυφαίες τις περιπτώσεις της καμπάνιας υπέρ του Brexit στο αποφασιστικό δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016 και της καμπάνιας υπέρ του Ντόνταλντ Τραμπ στις εκλογές των ΗΠΑ της 8ης Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου.
Δεδομένου ότι το «Ναι» στο Brexit κρίθηκε με μικρή διαφορά (έλαβε κάτι λιγότερο από 52% έναντι 48% και κάτι του «Όχι») ενώ ο Τραμπ εκλέχτηκε έχοντας λάβει λιγότερες ψήφους από τη Χίλαρι Κλίντον, χάρη στην οριακή επικράτησή του σε κρίσιμες Πολιτείες, η συμβολή της συγκεκριμένης εταιρείας μπήκε στο μικροσκόπιο, ιδίως όταν αποκαλύφθηκαν οι δόλιες πρακτικές της στον επηρεασμό του εκλογικού σώματος.
Η δουλειά της, σε αγαστή συνεργασία με το Facebook, αλλά και με εταιρείες που σχετίζονται με το βαθύ κράτος στις ΗΠΑ, ακόμη και με στελέχη των μυστικών υπηρεσιών, είχε να κάνει με την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που αντλούσε από τα κοινωνικά δίκτυα και με κάθε άλλο πρόσφορο μέσο, εν αγνοία, βέβαια, των χρηστών. Περηφανευόταν ότι είχε συγκεντρώσει δεδομένα 240 εκατομμυρίων πολιτών των ΗΠΑ τους οποίους ομαδοποιούσε σε κατηγορίες, δημιουργώντας ψυχολογικά προφίλ. Απώτερος σκοπός ήταν η «μικροστόχευση», όπως τη λένε χαρακτηριστικά, δηλαδή η δημιουργία προπαγανδιστικού υλικού που δεν θα λειτουργεί γενικευμένα, όπως η διαφήμιση στην τηλεόραση, αλλά στοχευμένα προς μερίδες του κοινού που θα τείνουν ευήκοα ώτα σε συγκεκριμένα μηνύματα -κυρίως συκοφάντησης του αντιπάλου.
Κάπως έτσι η Cambridge Analytica (που σύμφωνα με δημοσιεύματα των New York Times και άλλων συνεργάστηκε και με στελέχη της Palantir Technologies, που βρίσκεται τώρα στην επικαιρότητα στην Ελλάδα λόγω της συνεργασίας της με το ελληνικό κράτος) αξιοποίησε τις συγκεκριμένες τεχνικές για να παραπλανήσει το εκλογικό σώμα και εντέλει, να καταλύσει τη δημοκρατία. Οι μελέτες της ίδιας της εταιρείας έδειξαν ότι με τέτοιου τύπου τεχνάσματα, κατάφεραν να στείλουν ένα 3% των ψηφοφόρων να ψηφίσει Τραμπ και να αποθαρρύνουν ένα άλλο 4% να πάει να ψηφίσει τη Χίλαρι Κλίντον.
«Η τεχνολογία που χρησιμοποιήσαμε», γράφει η Μπρίτανι Κάιζερ που μετατράπηκε σε μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος και κατέθεσε εναντίον της εταιρείας, «έμοιαζε αθώα στο πλαίσιο μιας θεωρητικής παρουσίασης, τώρα όμως έβλεπα ολοκάθαρα ότι μας είχε καταστρέψει».
Πολ Στράδερν «Η Ιστορία του κόσμου σε 10 αυτοκρατορίες.
Από την ακμή στην παρακμή», εκδ. Διόπτρα, 2020
Τι είναι αυτοκρατορία; Σύμφωνα με τον ορισμό του Oxford English Dictionary είναι: «Μια μεγάλης έκτασης επικράτεια (ειδικότερα, κάποια που συγκεντρώνει πολλά ξεχωριστά κράτη) υπό την εξουσία ενός αυτοκράτορα ή ανώτατου άρχοντα. Επίσης, ένα σύνολο χωριστών επικρατειών που κυβερνώνται από ένα κυρίαρχο κράτος».
Ένα άλλο βασικό στοιχείο, σύμφωνα με τον Πολ Στράδερν, είναι ότι η αυτοκρατορία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς πόλεμο. Όπως και να ‘χει, το παράξενο αυτό βιβλίο του Βρετανού -μισού Ιρλανδού, μισού Σκωτσέζου- συγγραφέα, με τίτλο Η Ιστορία του κόσμου σε 10 αυτοκρατορίες, προσφέρει μια ιδιαίτερη ματιά. Με άξονα την αυτοκρατορία με την κλασική της έννοια – που δεν έχει καμία σχέση με την Αυτοκρατορία των Νέγκρι και Χαρντ, η οποία είναι αποεδαφοποιημένος μηχανισμός εξουσίας – κάνει μια περιδιάβαση στο χώρο και το χρόνο μεταφέροντάς μας στην Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία, στους Ρωμαίους, στην Άπω Ανατολή, στους ινδιάνικους πολιτισμούς της Νότιας Αμερικής, στη Βρετανική Αυτοκρατορία. Σε ότι αφορά τη Ρωσία ως αυτοκρατορία αντιλαμβάνεται όχι μόνο αυτή που ανακήρυξε ο Μεγάλος Πέτρος, αλλά και την ΕΣΣΔ. Ενώ για τις ΗΠΑ λέει ότι δεν είναι αυτοκρατορία με τη στενή έννοια του όρου, υπήρξε όμως από την άποψη της ισχύος.
Ο Στράδερν είναι και αυτός άνθρωπος της περιπέτειας, όπως θέλει να είναι και οι αυτοκρατορίες του. Δίδαξε Φιλοσοφία και Μαθηματικά στο Κίνγκστον, έχει γράψει μυθιστορήματα, βιβλία εκλαϊκευμένης επιστήμης. Στα ελληνικά κυκλοφορούν επίσης Το όνειρο του Μεντελέγιεφ από τις εκδόσεις Τραυλός και η Εξερεύνηση από την ξηρά από τους Ερευνητές. Γεννήθηκε το 1940 και το βιογραφικό του λέει ότι έζησε και σε ελληνικό νησί – που δεν κατονομάζεται – πριν φύγει, το 1966, για μεγάλο ταξίδι στην Ινδία.
Το βιβλίο του, χωρίς να έχει απαιτήσεις σπουδαίου ιστορικού πονήματος, είναι ευχάριστο, σπάει τις γνωστές κατατάξεις και θυμίζει ότι η ανθρώπινη Ιστορία είναι γεμάτη από φιλοδοξίες αυτοκρατορικού μεγαλείου που πάντα κρύβουν το όνειρο της αθανασίας και βέβαια, μπόλικη ματαιότητα.
Μάλλον όχι τυχαία, ξεκινάει και τελειώνει με την Κίνα, όχι γιατί είναι σήμερα αναδυόμενη υπερδύναμη, αλλά γιατί ήταν σπουδαιότερη από την Ευρώπη πριν αυτή γίνει αυτό που έγινε, και θέλει να το υπενθυμίσει σπάζοντας μία ακόμη στερεοτυπική μας εικόνα για την Ιστορία.
Κωνσταντίνος Τσουκαλάς «Η ελληνική τραγωδία.
Από την απελευθέρωση ως τους Συνταγματάρχες», εκδ. Πατάκη, 2020
Ένα από τα βιβλία που σημάδεψαν τη δεκαετία του 1970 και γενικότερα τον μεταδικτατορικό δημόσιο λόγο, ήταν η Ελληνική Τραγωδία του Κωνσταντίνου Τσουκαλά. Ήταν βιβλίο που επηρέασε πολύ και πολλούς, καθώς όχι απλώς επιχείρησε κάτι σπάνιο για εκείνη την εποχή, να συνθέσει την ιστορία 150 χρόνων του νεοελληνικού κράτους, σε μόλις 174 σελίδες (τόσες ήταν η σελίδες της πρώτης έκδοσης του «Ολκού»), όσο γιατί ήταν πιθανότατα το πρώτο που επιχειρούσε να εξηγήσει με όρους ιστορικούς το τι οδήγησε στη χούντα των Συνταγματαρχών.
Το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε πρώτα στα αγγλικά και ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, στη νέα έκδοση από τον «Πατάκη», εξηγεί στον καινούριο πρόλογο τη διαδρομή που οδήγησε στη συγγραφή του για λογαριασμό του εκδοτικού οίκου Penguin, διαδρομή με πολλά στοιχεία που ανήκουν στη σφαίρα του τυχαίου.
Το βιβλίο ήταν εκτός κυκλοφορίας για είκοσι περίπου χρόνια. Ξαναδιαβάζοντάς το σήμερα, θεωρούμε ότι δεν έχει χάσει τίποτα από τη φρεσκάδα του ενώ η καθαρή ματιά του εντυπωσιάζει. Μπορεί και σήμερα να διαβαστεί με σκοπό την καλύτερη κατανόηση της πραγματικότητας, ακόμα και της τωρινής. Και είναι καθαρή υπερβολή το γεγονός ότι ο συγγραφέας του, στον καινούριο πρόλογο, λέει ότι «ακόμα κι αν ήμουν νέος, θα μου ήταν δύσκολο να γράψω ή να ξαναγράψω την Τραγωδία σήμερα».
Φυσικά ισχύει το ότι και εμείς αλλάζουμε και οι εποχές, όπως επίσης ισχύει ότι η πείρα κάνει κάποιον να αμφισβητεί τις απολυτότητες στις γενικές εξηγήσεις. Ισχύει επίσης και η ωραία παρατήρηση του συγγραφέα: «Δεν έχω πια καμία αμφιβολία πως η πορεία του κόσμου έχει πολλά κοινά με την πορεία των ενοίκων του. Στο βάθος, η εξέλιξη του γίγνεσθαι βρίσκεται εμποτισμένη στον ανορθολογισμό, στις αντιφάσεις και την αδιαφάνεια. Ως εγγενώς ειρωνική, η ιστορία παραμένει εν πολλοίς ανεξιχνίαστη».
Από την άλλη όμως ισχύει απολύτως και η άλλη του παρατήρηση: «Αν έγραφα το βιβλίο σήμερα, θα μπορούσα ίσως να έχω καταλήξει σε παρόμοια συμπεράσματα. Αλλά σε κάθε περίπτωση δεν θα είχα θέσει τα ίδια ερωτήματα».
Αυτά τα συμπεράσματα, όπως και οι συνοπτικές αλλά εξαιρετικά περιεκτικές περιγραφές της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας είναι πραγματικά αξιοθαύμαστα. Ο Κ. Τσουκαλάς, σε πολύ νεαρή ηλικία και χωρίς ακόμη ακαδημαϊκά καθήκοντα, ήταν ένας έτοιμος διανοούμενος με απολύτως διαμορφωμένη συνείδηση και βαθιά ιστορική γνώση, κάτι που φαίνεται στην καθαρή ροή του λόγου με την οποία τη μεταδίδει. Και αν τα πρώτα κεφάλαια, που αφορούν την Επανάσταση του 1821 και τον 19ο αιώνα, είναι απολύτως κατατοπιστικά, τα γεγονότα του 20ού, ιδίως δε από την κατοχική περίοδο μέχρι τη χούντα, είναι και συναρπαστικά προσφέροντας στον αναγνώστη την ευκαιρία να οσφρηστεί την ατμόσφαιρα της εποχής.
Μια τελευταία παρατήρηση στο σύντομο αυτό σημείωμα: αν υποτεθεί ότι το βιβλίο αυτό είναι από εκείνα που συνέβαλαν στο να ειπωθεί πως η Αριστερά έχασε τον Εμφύλιο αλλά κέρδισε την ιδεολογική ηγεμονία, είναι ταυτόχρονα και το βιβλίο εκείνο που διαψεύδει την άποψη αυτή, τουλάχιστον για όσα ίσχυαν από το τέλος του Εμφυλίου μέχρι τη χούντα. Σε μία από τις πιο ωραίες σελίδες του εξηγεί ότι το γεγονός πως κάθε προοδευτική άποψη ταυτιζόταν αμέσως από την άρχουσα τάξη με τους κομμουνιστές, οδήγησε π.χ. στην άνθιση της ποίησης, της μουσικής και των εικαστικών τεχνών και λιγότερο του πεζού λόγου, της λογοτεχνικής κριτικής ή των κοινωνικών επιστημών, οδήγησε μυθιστοριογράφους που είχαν εκφράσει διαφορετικό προβληματισμό μετά το ’22 να ξαναγράψουν τα μυθιστορήματά τους λογοκρίνοντάς τα οι ίδιοι, οδήγησε ένα συγγραφέα σαν τον Καζαντζάκη, προικισμένο στοχαστή, να στραφεί σε προβλήματα μεταφυσικής ηθογραφίας και να στρέψει τα νώτα του προς τη σύγχρονη πραγματικότητα.