Στο επίκεντρο της ενεργειακής μετάβασης σε εθνικό επίπεδο βρίσκεται η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας. Η Περιφέρεια, στην οποία η ΔΕΗ αποτελεί τον μεγαλύτερο εργοδότη, έχει μπει σε φάση ραγδαίας απολιγνιτοποίησης. Με αφορμή την συζήτηση που έγινε στη Βουλή για το σχέδιο της κυβέρνησης για τη μετάβαση, η Νεολαία ΣΥΡΙΖΑ Κοζάνης διοργάνωσε διαδικτυακή εκδήλωση με ομιλητές τον τομεάρχη Περιβάλλοντος και Ενέργειας του ΣΥΡΙΖΑ, Σωκράτη Φαμελλο, τον δημοτικό σύμβουλο με την παράταξη «Κοζάνη τόπος να ζεις» , Κώστα Δεσποτίδη και τον εκπρόσωπο της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ, Στέργιο Μάντζαρη.
Από τις εισηγήσεις των ομιλητών προκύπτει ότι υπάρχουν σοβαρά κενά στον σχεδιασμό της κυβέρνησης, με αποτέλεσμα η μετάβαση να τείνει να εκτροχιαστεί. Οι ομιλητές ανέδειξαν την απουσία ολοκληρωμένου σχεδίου, που να περιλαμβάνει προτάσεις για το εγγύς αλλά και το απώτερο μέλλον της περιοχής. Λόγω της απουσίας σχεδίου κινδυνεύει η μετάβαση να πάρει τα χαρακτηριστικά μιας άδικης μετάβασης και δυστυχώς να χαθεί η ευκαιρία για την οικοδόμηση μιας δικαιότερης κοινωνίας.
Υπενθυμίζουμε ότι η κυβέρνηση ανακοίνωσε το κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων μέχρι το 2023. Ωστόσο, η απουσία χρονοδιαγράμματος για την ολοκλήρωση των εμβληματικών επενδύσεων γεννά το ερώτημα πώς θα βιοπορίζονται οι κάτοικοι των περιοχών σε δύο χρόνια από σήμερα. Πιο επιτακτικό καθιστά το ερώτημα αυτό η έλλειψη ενός αναλυτικού προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, που θα μπορούσαν έστω να σώσουν κάποιες θέσεις εργασίας.
Ο σχεδιασμός της κυβέρνησης περιστρέφεται γύρω από δεκαέξι εμβληματικές επενδύσεις, οι οποίες όμως δεν εντάσσονται σε ένα παραγωγικό μοντέλο, που να αποτελεί πρόταση για την περιοχή. Οι επενδύσεις τελικά δεν χωροθετούνται, ούτε παρατίθεται ένα χρονοδιάγραμμα για την ολοκλήρωση τους. Ο Σ. Φάμελλος, σχολιάζοντας το σχέδιο της κυβέρνησης, επισήμανε: «Δεν υπάρχει σχέδιο, ενάμιση χρόνο μετά περιμένουμε να δούμε το σχέδιο. […] Εδώ τα τηλέφωνα των τοπικών πολιτευτών ή των επιχειρηματιών γίνονται ένα αναπτυξιακό σχέδιο. Αυτό είναι η ΕΡΕ του 1960, δεν θα σχεδιάσουμε τον δρόμο για την κλιματική ουδετερότητα με εργαλεία του ’60».
Η ασάφεια συνεχίζεται και στις προβλέψεις που κάνει το σχέδιο για τις Ζώνες Απολιγνιτοποίησης (ΖΑΠ). Ως ΖΑΠ ορίζονται η Φλώρινα, η Κοζάνη και η Μεγαλόπολη. Στις ΖΑΠ αναφέρει ότι δημιουργείται «ένα χωρικό και κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο δίκαιης μετάβασης». Ομως δεν ξεκαθαρίζει εάν οι εκτάσεις, οι οποίες ανήκουν στο Δημόσιο, θα περιέλθουν στους Δήμους ή θα αξιοποιηθούν από τη ΔΕΗ. Η ασάφεια αυτή έχει κάνει πολλούς να πιστεύουν ότι ένα μεγάλο μέρος τους θα δεσμευτεί από μεγάλες εταιρείες, που δραστηριοποιούνται στον χώρο των ΑΠΕ, με αποτέλεσμα να υποβαθμιστεί ή και να παραγκωνιστεί ο ρόλος των ενεργειακών κοινοτήτων. Σε αυτόν τον κίνδυνο αναφέρθηκε ο Κ. Δεσποτίδης: «Φαίνεται μια νέα μονοκαλλιέργεια με την κυριαρχία των φωτοβολταϊκών μεγάλης κλίμακας, χωρίς να υπάρχει μια στοιχειώδης αναφορά στις προϋποθέσεις εγκατάστασης αυτών, της έννοιας της φέρουσας ικανότητας και του κορεσμού της περιοχής. Με τις επιλογές αυτές δεν μένει χώρος ανάπτυξης μικρής και μεσαίας κλίμακας έργων από τις τοπικές κοινωνίες». Η υποβάθμιση των ενεργειακών κοινοτήτων θα στερήσει από τις τοπικές κοινωνίες εισόδημα, το οποίο θα ήταν άμεσα διαθέσιμο. Ακόμα, ενδέχεται να εντείνει τις αντιδράσεις στην χωροθέτηση των ΑΠΕ.
Η μετάβαση υπό τους όρους που πραγματοποιείται δημιουργεί αυξημένη αβεβαιότητα για τους κατοίκους της περιοχής και ιδιαίτερα για τους νέους. Ο εκπρόσωπος της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ τόνισε ότι είναι απαραίτητο να προταχθεί μια εναλλακτική πρόταση.
Την ανάγκη να διαμορφωθεί μια εναλλακτική πρόταση τόνισε και ο Σ. Φάμελλος και υπογράμμισε ότι η ανατροπή της κυβερνητικής πολιτικής προϋποθέτει την διαμόρφωση κοινωνικών συσχετισμών. «Η κοινωνική συνιστώσα θα πρέπει να συμβάλει στο να διαμορφωθεί μια άλλη πρόταση και να διαμορφωθούν και οι πολιτικοί όροι να ανατραπεί το κεντρικό σενάριο. Αυτό θέλει προφανώς πολιτική αλλαγή, αλλά μπορεί να γίνει και ως αποτέλεσμα του συσχετισμού δυνάμεων».
Στην εισήγηση του παρουσίασε αναλυτικά το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για την ενεργειακή μετάβαση στην περιοχή, το οποίο διαρθρώνεται γύρω από δύο διαφορετικούς χρονικούς άξονες: τον βραχυπρόθεσμο και τον μακροπρόθεσμο. Ο βραχυπρόθεσμος περιλαμβάνει μέτρα για την άμεση στήριξη της απασχόλησης, όπως την επέκταση του περιβαλλοντικού τιμολογίου στις επιχειρήσεις, την προκήρυξη προγράμματος για τον αγροτοδιατροφικό τομέα, ένα γενναιόδωρο πρόγραμμα κρατικών επενδύσεων και την αύξηση του προϋπολογισμού για το πρόγραμμα «Εξ οικονομώ». Ο μακροπρόθεσμος, από την άλλη, αναφέρεται στο όραμα της αντιπολίτευσης για την περιοχή. Σε αυτό κεντρικό ρόλο έχουν οι ενεργειακές κοινότητες και ο πρωτογενής τομέας. Τέλος, ιδιαίτερη, μνεία έκανε στον ρόλο του Πανεπιστημίου για τη δημιουργία εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού, που θα μπορούσε να στελεχώσει τον πρωτογενή τομέα.