Είναι νύχτα, ένας άνδρας περπατάει σε ένα υγρό σοκάκι της πόλης, μισοσκυμένος με τα χέρια στις τσέπες της μακριάς καμπαρτίνας του. Φορά καπέλο ενώ ένα άφιλτρο τσιγάρο κρέμεται από το στόμα του. Εκείνο όμως που τραβά περισσότερο την προσοχή είναι το θλιμμένο του βλέμμα…
Η κλασική φιγούρα του φιλμ νουάρ, μέσα από το οποίο αναδείχτηκε η θρυλική πλέον μορφή του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, του ηθοποιού ο οποίος ενσάρκωσε με ιδανικό τρόπο τον τύπο του μοναχικού ντεντέκτιβ, αρχετυπικής μορφής ενός κινηματογραφικού είδους το οποίο έκανε την εμφάνισή του στις ΗΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 1940.
Ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, ο οποίος γεννήθηκε ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1899, δεν έμελλε να ακολουθήσει τα χνάρια του γιατρού χειρουργού πατέρα του, παρά την επιθυμία του τελευταίου αλλά και της μητέρας του η οποία ήταν εικονογράφος σε περιοδικά και ενεργή φεμινίστρια. Αποβλήθηκε από την Ιατρική Σχολή, κάτι που για το πετύχει αναγκάστηκε –όπως λέγεται– να ρίξει το διευθυντή στη λιμνούλα του πανεπιστημίου. Μετά κατατάχτηκε στο ναυτικό, όπου μπλέχτηκε σε έναν καυγά με αποτέλεσμα να του μείνει ένα σημάδι στα χείλη και ένα ελαφρύ ψεύδισμα. Αφού απολύθηκε έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού και κάπως έτσι κατέληξε να παίζει μικρούς ρόλους στο θέατρο και στο σινεμά. Η πρώτη του ουσιαστική εμφάνιση ήταν το 1936 στην ταινία «Το απολιθωμένο δάσος», του Άρτσι Μάγιο, ένα γκαγκστερικό φιλμ, βασισμένο στο θεατρικό του Ρόμπερτ Σέργουντ, ερμηνεύοντας έναν φονιά.
Μέχρι το 1941 έπαιξε δεύτερους ρόλους, έως το «Δραπέτη της Σιέρα» του Ραούλ Γουόλς όπου πρωταγωνίστησε μαζί με την Ίντα Λουπίνο. Αυτή ήταν και η πρώτη του συνεργασία με τον Τζον Χιούστον ο οποίος εδώ συνυπογράφει το σενάριο.
Ο Τζον Χιούστον, λοιπόν, ήταν ο σκηνοθέτης ο οποίος τον επέλεξε για πρωταγωνιστή στην ταινία «Το γεράκι της Μάλτας», που γυρίστηκε το 1941. Ήταν η ταινία η οποία, εκτός από την καθιέρωση του Μπόγκαρτ, θεωρείται και η πρώτη του είδους, το οποίο μετέπειτα καθιερώθηκε ως «φιλμ νουάρ». Παράλληλα όμως καθιέρωσε και το «στιλ Μπόγκαρτ», το οποίο συμπυκνώνεται στις ενδυματολογικές επιλογές, τις κινήσεις, τον τρόπο ομιλίας και τα απαραίτητα αξεσουάρ όπως το τσιγάρο, το ποτό και το πιστόλι.
Επόμενος μεγάλος σταθμός στην καριέρα του ήταν η μυθική «Καζαμπλάνκα» (1942), σε σκηνοθεσία Μάικλ Κέρτιζ, στην όποία έχει ως συμπρωταγωνίστριά του την Ίγκριντ Μπέργκμαν. Η ταινία του χάρισε υποψηφιότητα για Όσκαρ και ένα πολύ καλό συμβόλαιο με το οποίο έγινε ο πιο καλοπληρωμένος ηθοποιός στον κόσμο. Η επίδραση που είχε η ταινία στους κινηματογραφικούς κύκλους επιβεβαιώνεται από το γεγονός πως πολλές από τις ατάκες της έχουν περάσει στην κινηματογραφική μυθολογία, όπως εκείνη που βγαίνει από τα χείλη του Μπόγκαρτ: «Λουί, νομίζω ότι αυτή είναι η αρχή μιας υπέροχης φιλίας».
Η καριέρα του πλέον είχε απογειωθεί και ακολουθούν μια σειρά από σημαντικές ταινίες. Επιλεκτικά αναφέρω: «Σειρήνα της Μαρτινίκα» ή «Να έχεις ή να μην έχεις» (1944) του Χάουαρντ Χοκς, «Μεγάλος ύπνος» ή «Πόθος και αίμα» (1946) του ιδίου σκηνοθέτη, «Ο θησαυρός της Σιέρα Μάντρε» (1948) του Τζον Χιούστον, «Η βασίλισσα της Αφρικής» (1951), επίσης του Χιούστον, ταινία με την οποία κέρδισε το Όσκαρ Α΄ ανδρικού ρόλου, «Σαμπρίνα» (1954) του Μπίλι Γουάιλντερ, όπου είχε ως συμπρωταγωνίστρια την Όντρεϊ Χέμπορν.
Το 1944, στα γυρίσματα της «Σειρήνας της Μαρτινίκα», συναντήθηκε με την μετέπειτα σύζυγό του, Λορίν Μπακόλ, και ο έρωτάς τους υπήρξε κεραυνοβόλος. Εκείνη ήταν 19 ετών και εκείνος 45. Παντρεύτηκαν το 1946, αφού πρώτα κατάφερε να πάρει διαζύγιο από την Μάγιο Μέθοτ κι αυτός ήταν ο τέταρτος και τελευταίος γάμος του. Είχαν προηγηθεί οι γάμοι του με τις ηθοποιούς Έλεν Μένκεν το 1922 και Μαίρη Φίλιπς το 1928.
Έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης λόγω του χαρακτήρα του. Ήταν ευσυνείδητος ως επαγγελματίας, καλοσυνάτος, δίκαιος και προσγειωμένος. Μισούσε την επίδειξη και αντιπαθούσε την ελιτίστικη συμπεριφορά, κάτι το οποίο ευδοκιμούσε και ευδοκιμεί στον χώρο του θεάματος. Η δήλωση του: «Ο μόνος λόγος για να βγάλεις λεφτά είναι για να μπορείς να πεις σε ένα μεγαλόσχημο καθίκι να πάει στο διάολο», τα λέει όλα.
Πάνω απ’ όλα όμως, ο Μπόγκι, όπως έχει καθιερωθεί να αποκαλείται, τιμούσε τις αρχές και τις φιλίες του. Έτσι το 1947 όταν ξεκίνησε το φακέλωμα των φιλο-κομμουνιστών στη «Μαύρη Λίστα» του Χόλιγουντ, ο Μπόγκαρτ μαζί με τη σύζυγό του Λορίν Μπακόλ και πολλούς άλλους γνωστούς καλλιτέχνες, οργάνωσαν διαμαρτυρίες εναντίον των διώξεων του γερουσιαστή Μακάρθι. Ένα χρόνο μετά, και αφού διάφοροι καλλιτέχνες είχαν στιγματιστεί και είχαν χάσει τις δουλειές τους, αναγκάστηκε να γράψει ένα άρθρο με τίτλο «Δεν είμαι κομμουνιστής», για να δικαιολογήσει την προηγούμενη στάση του. Παρόλα αυτά όμως δεν κατέδωσε κανέναν συνάδελφό του και συνέχισε να τάσσεται εναντίον των όσων η Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών έπραττε, θεωρώντας την εκδίωξη και το στιγματισμό των ανθρώπων με βάση τα πολιτικά τους φρονήματα απαράδεκτη. Κι όλα αυτά ενώ ο ίδιος δεν ήταν αριστερός.
Πέθανε στις 14 Ιανουαρίου 1957, σε ηλικία μόλις 58 ετών.
Φιλμ νουάρ
Αν και οι ταινίες του συγκεκριμένου είδους εμφανίστηκαν στις ΗΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 1940, η ονομασία «φιλμ νουάρ», δηλαδή «μαύρη ταινία», δόθηκε από γάλλους κριτικούς κινηματογράφου. Κι αυτό επειδή σε διάφορα γαλλικά περιοδικά είχαν αναδημοσιευτεί κάποια λαϊκά αμερικανικά αστυνομικά μυθιστορήματα υπό τον τίτλο «μαύρη σειρά». Ο όρος καθιερώθηκε στην Ευρώπη, αλλά έγινε αποδεκτός στην Αμερική μόλις στα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν οι Αμερικανοί άρχισαν να αποδέχονται τις ταινίες εκείνης της εποχής ως σοβαρές δημιουργίες και όχι ως «σκουπίδια». Προηγουμένως οι γάλλοι κριτικοί Ραϊμόν Μπορντ και Ετιέν Σομετόν εισήγαγαν τον όρο με το βιβλίο τους «Πανόραμα του αμερικανικού φιλμ νουάρ 1941-1953», το οποίο κυκλοφόρησε το 1955.
Οι καταβολές των ταινιών νουάρ βρίσκονται στο αμερικανικό αστυνομικό μυθιστόρημα, τη νουάρ λογοτεχνία και σε συγγραφείς όπως ο Ντάσιελ Χάμετ, ο Ρέιμοντ Τσάντλερ και άλλοι. Ταινίες βαθιά κοινωνικές οι οποίες αποτυπώνουν την πεσιμιστική ατμόσφαιρα της εποχής, ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης, του πολέμου, του μακαρθισμού, και αμφισβητούν και αποδομούν το αμερικανικό όνειρο. Ένα κλίμα που δεν εκπέμπει αισιοδοξία αλλά μάλλον απογοήτευση.
Οι αισθητικές καταβολές του φιλμ νουάρ έρχονται απευθείας από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό. Βάθος πεδίου, ευφάνταστες γωνίες λήψης, έντονες φωτοσκιάσεις, δράση τη νύχτα και γενικά μια ατμόσφαιρα μελαγχολίας, αβεβαιότητας και φόβου. Η αφήγηση δεν είναι γραμμική αλλά χρησιμοποιείται συχνά το μπρος-πίσω στο χρόνο (φλας μπακ).
Σε όλες τις ταινίες του είδους ο κεντρικός ήρωας, είναι ένας μοναχικός άνδρας, συνήθως ιδιωτικός ντετέκτιβ, σκληροτράχηλος αλλά με ψήγματα ευαισθησίας, συνήθως παραιτημένος και με έφεση στο αλκοόλ, ο οποίος μπορεί να φτάνει στη λύση της υπόθεσης αλλά ποτέ δεν θα καταφέρει να λύσει τα προσωπικά του αδιέξοδα.
Το μανιχαϊστικό σχήμα καλός-κακός δεν υφίσταται καθώς ο ήρωας είναι ικανός για όλα. Ο χαρακτήρας του ήρωα δεν είναι παγιωμένος, είναι πολυδιάσταστος, συχνά απρόβλεπτος, είναι χαρακτήρας εν εξελίξει καθώς μεταμορφώνεται διαρκώς. Ο ήρωας είναι φορέας ηθικών αξιών, λειτουργεί βάσει ηθικών κωδίκων έτσι ώστε το χειρότερο κάθαρμα να είναι ικανό για την πιο ευγενή πράξη.
Ο έρωτας και το χρήμα είναι οι κινητήριες δυνάμεις της δράσης, δηλαδή το κυνήγι του αμερικάνικου ονείρου, που οδηγεί στο έγκλημα.
Και φυσικά, πάντα υπάρχει μια όμορφη γυναίκα, η αρχετυπική μορφή της μοιραίας γυναίκας (φαμ φατάλ) του φιλμ νουάρ. Είναι αυτή που με την εμφάνισή της αναστατώνει τη ζωή του ντεντέκτιβ. Και στο φινάλε είναι η ίδια που θα τον οδηγήσει στο αδιέξοδο, τη μοναξιά, την καταστροφή.
Σκηνικό δράσης, το αστικό τοπίο, οι βρώμικοι δρόμοι της πόλης. Κι ακόμη η νύχτα, η βροχή και η ομίχλη. Σ’ αυτό κινούνται οι ήρωες, αναπτύσσουν τους χαρακτήρες τους, διεκδικούν μια θέση στο διαμορφωμένο κοινωνικο-οικονομικό στάτους.
Το φιλμ νουάρ είναι μια εξέλιξη του αστυνομικού φιλμ αλλά έχει διαφορές από αυτό. Η λύση του μυστηρίου δεν είναι ένα παιχνίδι του μυαλού αλλά μια καταβύθιση στους επικίνδυνους δρόμους της πόλης, μακριά από το μεγαλοαστικό σπίτι. Η γυναίκα δεν αποτελεί απλώς ένα πρόσωπο που συμπληρώνει τα υπόλοιπα αλλά αποτελεί συστατικό στοιχείο της δομής, ως προσωπικότητα, ενώ ο ερωτισμός είναι διάχυτος παντού, περίπου επιβάλλεται.
Δυστυχώς ο χώρος δεν επαρκεί για περαιτέρω ανάλυση του φιλμ νουάρ, ενός κινηματογραφικού είδους ή ύφους κατ’ άλλους, για το οποίο έχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες. Γι’ αυτό ας μείνουμε εδώ.
Καλή χρονιά! Καλή λευτεριά!